Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2008

Τα «καλικατζαράκια» του Pirandello

http://en.wikipedia.org/wiki/Orson_Welles
http://www.geocities.com/aliengrip/Mutilations/WarOfTheWorlds38.htm

-Τι θα γινόταν αν ένα πρωί συνέβαινε αυτό που ΄χε περιγράψει ο Wells στον Πόλεμο των Κόσμων, αν αποβιβάζονταν ας πούμε οι εξωγήινοι;
-Να αποβιβάζονταν; Θα προσθαλασσώνονταν θέλεις να πεις;
-Ναι, αν εμφανίζονταν απ’ το πουθενά ένα πρωί, μερικές χιλιάδες διαστημόπλοια και βγαίνανε από μέσα μικρά πράσινα ανθρωπάκια με τίποτα κεραίες και μακριά κοκαλιάρικα δάχτυλα
-Δεν θέλω να το σκέφτομαι.
-Ούτε εγώ αλλά είναι μια πιθανότητα, δεν είναι;
-Αυτή δεν είναι πιθανότητα, είναι το τέλος του κόσμου.
-Όχι απαραίτητα, μπορεί να μην άντεχαν την ατμόσφαιρα της γης, μπορεί να σκούριαζαν και να κατέρρεαν το άλλο πρωί.
-Τα διαστημόπλοια δεν είναι από ζάχαρη, για να φτάσουν μέχρι εδώ θα είχαν ελέγξει από πριν όλες τις συνιστάμενες, δεν είναι ηλίθιοι οι εξωγήινοι να έρθουν εδώ για να λιώσουν σαν να ‘ναι ζαχαρωτά.
-Ναι, εννοώ ότι κάτι μπορεί να τους πήγαινε στραβά.
-Ωραία, τους πήγαιναν όλα στραβά πες, και τι μ’ αυτό;
-Σκέψου λέει πως μετά απ’ όλο αυτό το σοκ και τον πανικό, να έπρεπε να υιοθετήσουμε όλοι από ένα μικρό πράσινο ανθρωπάκι με κεραίες, το σκέφτεσαι;
-Γιατί να το κάναμε αυτό;
-Για να δείξουμε καλή συμπεριφορά, από φόβο, γιατί άλλο;
-Κι αν δεν υπήρχε τέτοιο θέμα, αν δεν είχαμε να φοβηθούμε τίποτα τι νομίζεις ότι θα κάναμε;
-Δεν ξέρω, θα παίρναμε από έναν ο καθένας για δούλο μάλλον, θα ‘χαμε όλοι από ένα καλικατζαράκι ας πούμε. Ωραία δεν θα ήταν;

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2008

Οι «σπουδές» του Pirandello

Έβρεχε όλη τη νύχτα και η θερμοκρασία είναι αρκετά χαμηλή.

Ο pirandello αποφάσισε να δει τι καιρό κάνει γύρω στις εννιά το πρωί, άνοιξε λοιπόν την πόρτα και έκανε μερικά βήματα στη βεράντα. Μετά έκανε δυο – τρεις βαθιές εισπνοές και αναφώνησε: «Καθαρό οξυγόνο».

Μετά, την ώρα του καφέ έδειχνε αρκετά σκεπτικός και τον ρώτησα τι είχε.

«Τίποτα» είπε, «απλώς σκεφτόμουν γιατί δεν σπούδασα κάτι πιο χρήσιμο».
«Πιο χρήσιμο;»
«Ναι, φυσική για παράδειγμα».
«Φυσική; Πώς σου ‘ρθε τώρα αυτό;»

Ο Pirandello έκανε μια κίνηση και μου έδειξε το παράθυρο, «ναι» είπε, «έτσι θα μπορούσα να ξέρω γιατί βρέχει και δεν χιονίζει ας πούμε, τώρα όλα αυτά για ‘μένα είναι απλώς θαύματα, θα μπορούσα να ‘χα γίνει μετεωρολόγος».
«Μετεωρολόγος; Και σε τι θα σου ήταν αυτό χρήσιμο;»
«Πώς…» έκανε, «δεν είναι χρήσιμο να ξέρει κάποιος τι καιρό κάνει;»

«Ή μετεωρολόγος είναι αυτός που εξετάζει τα μετέωρα… τους κομήτες, τα αστέρια πού πέφτουν, πώς λέγεται αυτός που τα εξετάζει αυτά, μετεωρολόγος δεν λέγεται;»
«Κοσμολόγος νομίζω» είπα, «ή αστροφυσικός».

«Ωραία» είπε ο pirandello, “και κοσμολόγος δεν θα ήταν και άσχημο. Ή και αστροφυσικός».

Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2008

Τα Χριστούγεννατου Pirandello

Ο pirandello αναστέναξε άλλη μια φορά και κοίταξε ξανά το θερμόμετρο. Είχε 37 κι 8.
Μετά είπε να του ετοιμάσουν κάτι για πρωινό, «έπρεπε κάτι να φάει για να πάρει depon» είπε.

Όση ώρα εγώ του ετοίμαζα το πρωινό εκείνος πήρε τον καφέ του και πήγε και κάθισε φαρδύς – πλατύς σε μια πολυθρόνα στον ήλιο.

«Τι κάνεις στον ήλιο» τον ρώτησα.
«Επωάζω το μικρόβιο» είπε, »να τελειώνουμε επιτέλους μ’ αυτό».

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2008

Μια “Πολωνέζικη” καλημέρα

Ο pirandello ευτύχησε ν’ ακούσει κι αυτό:
http://www.smakspotkan.pl/index/index/index


«Είναι όμορφο όπως και να το κάνουμεάμα σκεφτείς ότι σε σκέφτεται κάποιος» είπε।।

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008

Το “ταξίδι” του Pirandello


Ο pirandello άδειασε προσεκτικά το τραπέζι. Με το μανίκι του ύστερα σκούπισε κάτι ελάχιστα ψίχουλα, πετώντας τα στο πάτωμα.
Μετά έβγαλε από ένα παλιό φάκελο διάφορα πράγματα και τα ξεχώρισε. Ήλεγξε ένα παλιό διαβατήριο, είχε λήξει. Ήλεγξε στη συνέχεια ένα απόκομμα εισιτηρίου, από κάποιο προηγούμενό του ταξίδι και το άφησε κι αυτό στο τραπέζι, πλάι στο διαβατήριο. Μέτρησε μετά κάποια χαρτονομίσματα.
Πήγε στο άλλο δωμάτιο κι επέστρεψε κουβαλώντας μια μεγάλη βαλίτσα που την είχε γεμίσει μ’ ό,τι έκρινε απαραίτητο και την άφησε να χάσκει ανοιχτή μπροστά απ’ τον καναπέ.
Ψαχούλεψε το περιεχόμενο της βαλίτσας σαν να ήθελε να βεβαιωθεί αν ήταν ή δεν ήταν κάτι εκεί. Πήγε πάλι μετά στο τραπέζι κι άδειασε έναν άλλον μικρότερο φάκελο. Αυτός περιείχε κάρτες ξενοδοχείων, εστιατορίων, μια κάρτα για το metro, ληγμένη κι αυτή.

«Τι ακριβώς κάνεις» ρώτησα, «θα πας κάπου;»

«Προσπαθώ να επαναλάβω ένα ταξίδι» είπε ο Pirandello, «μου λείπει όμως κάτι και δεν μπορώ να θυμηθώ τι».
«Να επαναλάβεις; Τι πάει να πει να επαναλάβεις;»
«Όλα ταιριάζουν» έκανε ξύνοντας το κεφάλι του, «οι ημερομηνίες, τα Χριστούγεννα, ακόμα κι εγώ» είπε και έδηξε τη φωτογραφία στο διαβατήριο, «λείπει όμως κάτι και δεν μπορώ να θυμηθώ τι».
«Οδοντόβουρτσα;»
«Όχι, όχι, δεν είναι κάτι τέτοιο, είναι πώς να σου πω, είναι σαν να μου λείπει η αίσθηση».
«Η αίσθηση; Ποια αίσθηση;»
«Δεν ξέρω, κάτι λείπει και δεν μπορώ να θυμηθώ τι».

Πήγε πάλι κι έψαξε τη βαλίτσα. «Τίποτα» είπε, «όλα μοιάζουν να είναι εδώ…»

Ξανακοίταξε τα χαρτιά που ‘χε αραδιάσει στο τραπέζι, μέτρησε ξανά τα λεφτά, είδε το απόκομμα. Μετά τον είδα να τα μαζεύει όλα πάλι στον φάκελο και να βάζει κι αυτόν στην βαλίτσα. Μετά την έκλεισε και την εξαφάνισε στο άλλο δωμάτιο.

«Εντάξει; Θυμήθηκες;»
«Ναι» έκανε ο Pirandello, “αυτό το ταξίδι απλώς δεν μπορεί να επαναληφθεί, του λείπει η αίσθηση».

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008

Η “προκήρυξη” του Pirandello

Ο pirandello έδειχνε έναν εκνευρισμό απ’ το πρωί. Κάπνιζε συνεχώς και κάθε τόσο πήγαινε να δει αν λειτουργεί το τηλέφωνο.
Κάποια στιγμή που χρειάστηκε να κάνω ένα τηλεφώνημα μου είπε πως περίμενε να του τηλεφωνήσουν κι αν ήθελα μπορούσα να μιλήσω απ’ το κινητό. Αυτό σήμαινε πως έπρεπε να βγω έξω μες τη βροχή. Του το είπα και μου υπέδειξε μία ομπρέλα.

Όταν επέστρεψα φαίνεται πως η υπόθεση είχε διεκπεραιωθεί, «τώρα μπορείς να πάρεις όσα τηλέφωνα θες» μου είπε, «τελείωσα».

Έβαλα την ομπρέλα στην άκρη και πήγα ξανά στο τηλέφωνο.
«Πριν κάνεις οτιδήποτε όμως» είπε ο Pirandello, “θα ήθελα να καταθέσεις κάποια χρήματα σ’ έναν λογαριασμό, πρόκειται για μία παραγγελία».
«Τι παραγγελία είναι αυτή;» ρώτησα.
«Υλικό πολέμου» είπε.

Κοίταξα το χαρτί με τον λογαριασμό που έπρεπε να γίνει η κατάθεση κι αναγνώρισα αμέσως τη φίρμα, «μα εδώ λέει κατάστημα χαρτικών» είπα σαστισμένος.
«Το ξέρω» έκανε αυτός, «θα ξεκινήσουμε αρχικά με την προπαγάνδα, θα κάνουμε στην αρχή χαρτοπόλεμο… μετά βλέπουμε».

Κοίταζα χωρίς να λέω τίποτα.
Ο Pirandello πήγε στον υπολογιστή του και άνοιξε τη σελίδα του blog.
“Τώρα σε παρακαλώ θα ήθελα να μείνω μόνος» μου είπε, «έχω να συντάξω μία προκήρυξη».

Πήγα να ετοιμάσω τα χαρτιά μου, θα πήγαινα στην συνέχεια για ‘κείνην την κατάθεση. Όταν ξαναπέρασα ο pirandello είχε πάει στην τουαλέτα. Δεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ κι έριξα μια ματιά σε ‘κείνα που έγραφε.

«Παιδιά» έγραφε, «η ζωή μας διαψεύδει όλους. Διαψεύδει τα πάντα, την αγνότητα, τους αγώνες, τα ιδανικά. Δεν αδικώ τη σκληράδα σας, δεν αδικώ τα θέλω σας, δεν αδικώ τίποτα. Να ξέρετε όμως πως αυτό που ζείτε είναι ένα όνειρο… ένα άσχημο όνειρο που θα το θυμάστε για πάντα, με αγάπη, αυτό είναι το περίεργο. Μην το ξεχάσετε».

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2008

Οι Βάρβαροι, οι “κοκόρι” κι ο pirandello

Επιστρέψαμε όπως μας είχε πει, την επομένη.
Ο pirandello χωμένος βαθιά στην πολυθρόνα του είχε αποκοιμηθεί ενώ η τηλεόραση απέναντί του έπαιζε. Τον σκούντηξα ελαφρά στον ώμο. Πετάχτηκε ξαφνιασμένος.

«Τι έγινε;» ρώτησε απογοητευμένος, «αποκοιμήθηκα;»

Του έδειξα τα εκρηκτικά που ‘χε ακόμα περασμένα στην μέση του.
Κοίταξε κι αυτός, «α, ναι» είπε, «είναι κι αυτά». Σηκώθηκε ύστερα προσέχοντας να μην αγγίξει τον διακόπτη, έφερε τη ζώνη τα πίσω μπρος και αφαίρεσε προσεκτικά τις μπαταρίες.

Τον κοίταζα εμβρόντητος.

«Είναι σαν τους κόκορους» είπε δείχνοντάς μου τις μπαταρίες, «ξέρεις, απ’ την ταινία. Άμα βγάλεις τους κόκορους δεν κάνει τίποτα το δίκαννο. Τώρα όλα αυτά δεν είναι παρά ένας σωρός παλιοσίδερα, δεν μπορούν να βλάψουν κανέναν».

«Μα τι είναι τέλος πάντων αυτά τα καμώματα;» έκανα σχεδόν έξαλλος.

«Αυτά τα καμώματα θα ήταν μια κάποια λύσις» είπε ο Pirandello ενώ ξεφορτωνόταν τα εκρηκτικά, «κάπως σκέφτηκα να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου… απ’ ό,τι φαίνεται όμως δεν κατάφερα και πολλά πράγματα».

Δεν είπα τίποτα αλλά από τον τρόπο που τον κοίταζα ήταν σαν να είχα γραμμένη την ερώτηση στη φάτσα μου.

«Δεν δείλιασα, περίμενα την κατάλληλη στιγμή» απολογήθηκε, «αλλά καμιά δεν μου φαινότανε κατάλληλη. Μετά θυμάμαι ότι σκέφτηκα να περιμένω να συγκεντρωθούν αυτοί στη Βουλή αλλά επί ώρα έδειχνε διαφημίσεις… κι εκεί πάνω φαίνεται πως με πήρε ο ύπνος».

Έκανε να φύγει αλλά στα μισά ξαναγύρισε, «η αλήθεια είναι πως ήμουν αναποφάσιστος» είπε, «αυτά τα πράγματα δεν πρέπει να τα σκέφτεσαι».

http://cavafis.compupress.gr/kavgr_29.htm

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008

Η “αντίσταση” του Pirandello

Ο pirandello είδε και ξαναείδε δεκάδες φορές τις ίδιες σκηνές που έπαιζαν στην τηλεόραση. Δεν απάντησε σε κανένα τηλέφωνο και είπε να πούμε σ’ όποιον τον γύρευε πως έλειπε, για δουλειές.
Μετά έλειψε για μερικές ώρες.
Όταν επιτέλους γύρισε παρακάλεσε να μην τον ενοχλήσει κανείς γιατί είχε να κάνει όπως είπε κάτι σοβαρό και κλείστηκε στο υπόγειο.
Κάποια στιγμή αργά το βράδυ, ζήτησε να του πάμε κάτι για φαγητό.
Το πρωί της άλλης μέρας μας παρακάλεσε να φύγουμε αν ήταν δυνατόν, ήθελε είπε να μείνει μόνος του.
Στην πόρτα μου έδωσε έναν φάκελο να παραδώσω στον δικηγόρο του, «εδώ γράφω κάτι» είπε, «θα σας εξηγήσει ο δικηγόρος».
Όταν φύγαμε κατέβηκε πάλι στο υπόγειο. Ζώστηκε τα αυτοσχέδια εκρηκτικά που είχε φτιάξει ακολουθώντας οδηγίες από ένα “επαναστατικό” φυλλάδιο.
Πέρασε το καλώδιο με το κουμπί που ενεργοποιούσε τον πυροκροτητή μέσα απ’ το μανίκι του κι έκανε επιτόπου μια πρόβα.
Αφού βεβαιώθηκε πως όλα ήταν όπως έπρεπε, έβαλε στο τέλος τις μπαταρίες.
Ανέβηκε ύστερα και κάθισε μπροστά απ’ την τηλεόραση. Επέλεξε το κανάλι που θα έβλεπε, εκείνο με τη μεγαλύτερη ακροαματικότητα. Μετά πήρε στη χούφτα του την άκρη του καλωδίου με το κουμπί. Ήταν μια ανθρώπινη βόμβα, έτοιμος να εκραγεί.

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2008

Η ατυχία, η μετριότητα κι ο pirandello

«Μ’ απασχολούν δύο πράγματα απ’ το πρωί» είπε ο pirandello ενώ τακτοποιούσε τις καρέκλες στο τραπέζι που ήταν παρατημένες εδώ κι εκεί από χθες, «η ατυχία κι η μετριότητα».

Στο μεταξύ ενώ τα έλεγε αυτά, πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο σαν κάτι να έψαχνε.

«Είναι εκπληκτικό αν σκεφτείς πόσο κοντά είμαστε όλοι στην ατυχία» είπε. «Παρ’ όλα αυτά κανείς δεν της δίνει σημασία και θεωρούμε δεδομένο ότι καλό μας συμβαίνει».

Ίσιωνε τώρα δυο μικρούς πίνακες που του είχαν φανεί κάπως…

«Κάτι έλεγες για τη μετριότητα» τόλμησα να πω.

«Ναι, η μετριότητα» έκανε με στόμφο. Μετά έκανε δυο βήματα πίσω κι ήλεγξε την καθετότητα των πινάκων.

«Αυτός ο κόσμος είναι καμωμένος για μέτρια πράγματα» είπε επανερχόμενος στις καρέκλες του τραπεζιού, «το παν είναι να είναι κανείς μέτριος».

«Μέτριος;»

«Ναι. Μέτριος σε όλα, στη δουλειά του, σαν χαρακτήρας, στις επιδιώξεις του, στα όνειρά του, σε όλα. Είναι πολύ πιο εύκολο να πετύχεις οτιδήποτε ως μέτριος, το γνωστό όποιο κεφάλι περισσεύει το κόβουμε».

Μ’ είχε εκνευρίσει με το πάνω – κάτω με τις καρέκλες, «εντάξει είναι οι καρέκλες» είπα.

«Το ξέρω» είπε ο Pirandello, «ελέγχω τις εναλλακτικές».

«Εναλλακτικές για ποιο πράγμα;»

«Δεν ξέρω» είπε, «για παν ενδεχόμενο».