Τετάρτη 17 Ιουνίου 2009

Η “έμπνευση” του Pirandello

Είδα απ’ το παράθυρο το φορτηγό της μεταφορικής εταιρίας. Σταμάτησε μπροστά στην πόρτα του γκαράζ, τη μόνη άδεια θέση στον δρόμο. Την ίδια στιγμή άκουσα τον Pirandello που μιλούσε στο τηλέφωνο: «μάλιστα» έλεγε, «ναι, ναι αυτή είναι η διεύθυνση… ναι, ναι, ανοίγω αμέσως». Κατέβασε το ακουστικό και έτρεξε στην πόρτα, «ήρθε» είπε.
Τον ακολούθησα στον κήπο και τον είδα ν’ ανοίγει διάπλατα την πόρτα του γκαράζ. Στο μεταξύ ο οδηγός κι εκείνος που τον συνόδευε είχαν ανοίξει κι αυτοί την πόρτα του φορτηγού και κατέβαζαν εκείνο το τεράστιο κιβώτιο το οποίο έμοιαζε Πάνδαρο. Το τοποθέτησαν σ’ ένα καρότσι σαν αυτά του αεροδρομίου και τραβώντας ο ένας, σπρώχνοντας ο άλλος το ανέβασαν απ’ την ράμπα και το έμπασαν στον κήπο. Ο Pirandello τους καθοδηγούσε κι έβαζε κι αυτός ένα χεράκι, «προσέξτε» έλεγε, « προς Θεού, αυτό το πράγμα είναι πολύτιμο».
«Που θα πάει;» ρώτησε ο οδηγός που ‘χε σταματήσει για να πάρει ανάσα, «ελπίζω μόνο να μην χρειαστεί να το κουβαλήσουμε στα χέρια».
«Μέσα, μέσα» έκανε ο Pirandello, «θα χρειαστεί να το βάλουμε μάλλον απ’ την μπαλκονόπορτα».
Ανοίξαμε και την μπαλκονόπορτα και το κιβώτιο ήρθε καταμεσής στο σαλόνι, «εδώ παιδιά, ακουμπήστε το εδώ… προσεκτικά» τους είπε εκείνος κι ο οδηγός μαζί με τον άλλον το άφησαν επιτέλους στο πάτωμα. Στην συνέχεια σκούπισε το μέτωπό του κι έβγαλε απ’ την τσέπη του το τιμολόγιο.
«Πλήρωσε σε παρακαλώ τους κυρίους» μου είπε ο pirandello κι άρχισε να ξεφασκιώνει το κιβώτιο. Εγώ έκανα αυτό που μου είπε, ευχαρίστησα τους ανθρώπους και τους ξεπροβόδισα στην έξοδο.
Ήταν ένα τεράστιο κιβώτιο, σιδερένιο, σαν ψυγείο. Ο pirandello μάζεψε τα χαρτιά και τις ταινίες απ’ το πάτωμα και τα έκανε όλα πέρα για να θαυμάσει. Εγώ κοίταζα σαν χαζός.
«Μα τι είναι αυτό;» ρώτησα, «από πού ανοίγει;»
Ο Pirandello πέρασε το χέρι του απαλά πάνω απ’ την γυαλιστερή μεταλλική επιφάνεια. Η χαρά του ήταν απερίγραφτη.
«Δεν ανοίγει» μου είπε συγκινημένος.
«Δεν ανοίγει; Και τι είναι τέλος πάντων;»
«Είναι το μυστικό της ζωής» είπε, «δικής μου εμπνεύσεως. Το έκανα παραγγελία».

Σάββατο 6 Ιουνίου 2009

Η αγρανάπαυση, το ψάρι κι ο Pirandello

«Ώστε, θέλοντας και μη, αγρανάπαυση;» ρώτησα.

«Δεν ξέρω, μάλλον αμηχανία θα το έλεγα» είπε ο Pirandello μετά από σκέψη. Κουδούνιζε αφηρημένα ένα κουταλάκι στο φλιτζάνι του, «πάντα μετά από κάτι τέτοιο νοιώθω αμήχανος, ξεθυμασμένος».
«Είναι ένα διάλειμμα, με το που θα περάσουν κι οι εκλογές όλα θα είναι πάλι κανονικά, όπως πριν».
«Τίποτα ποτέ δεν είναι όπως πριν, πάντα εγώ είμαι διαφορετικός, κάπως. Όλα είναι διαφορετικά αλλά κυρίως εγώ, σαν να επανέρχομαι στην αρχή».

Ένα πουλάκι πέταξε και άρχισε να τσιμπολογάει κάτι ανάμεσα στα πόδια μας.
«Τι πουλί είναι αυτό;» ρώτησε.
«Δεν ξέρω» είπα, «Σουσουράδα;»

Αυτός αδιαφόρησε για το πουλί. Σηκώθηκα κι έβαλα καφέ στην κούπα μου κι ύστερα γέμισα ξανά τη δική του. Εκείνος ούτε που το πρόσεξε.
«Είναι σαν να είμαι στο πουθενά» είπε.
«Δες το σαν μια νέα αρχή…» είπα να πω κι εγώ μια αρλούμπα, «σαν ευκαιρία που σου δίνεται. Αυτό πήρε τώρα τον δρόμο του κι εσύ θα πάρεις τον δικό σου, θα δεις τον κόσμο μ’ άλλα μάτια, θα πας γι’ άλλα».
«Δεν ξέρω γιατί απ’ όλα πρέπει ν’ ανησυχώ» είπε, «δουλειά δεν είχαμε – δουλειά βρήκαμε».

«Θα πάω μια μεγάλη βόλτα» είπε. «Το μεσημέρι θα ήθελα να φάω ψάρι».
Σηκώθηκα και μάζεψα τα πράγματά μου απ’ το τραπέζι, «θα έρθω μαζί σου» του είπα.
«Καλύτερα όχι» έκανε ο Pirandello ενώ ήταν ήδη στην πόρτα, «τους αυτοπροσδιορισμούς τους κάνει πάντα ο καθένας μόνος του. Εσύ φρόντισε σε παρακαλώ για το ψάρι».
«Τι ψάρι;» του φώναξα.
«Μου είναι αδιάφορο» είπε ενώ ήταν ήδη στο δρόμο για την παραλία. «Αρκεί να το φάμε εμείς…» φώναξε.