Τρίτη 30 Απριλίου 2013

Οι «πειρατές της Καραϊβικής» και ο pirandello.

«Και πρέπει να ‘χω έτσι κλειστό και το μάτι;», τον ρώτησα. «Μη μιλάς», φώναξε ο pirandello. «Πρέπει να δείχνεις πειστικός». «Και θα πιάσει;» «Και βέβαια θα πιάσει. Όλος ο κόσμος τους τρέμει τους πειρατές». «Και δε θα δείχνω γελοίος μ’ αυτή τη στολή; Πού ακούστηκε μονόφθαλμος με σπαθί σε Διοικητικό συμβούλιο; Θα με κοροϊδεύουν». «Βγάλε αυτό το πουκάμισο», είπε ο pirandello και χώθηκε πάλι στο σεντούκι. «Σου έχω κάτι καλύτερο». Γδύθηκα απ’ τη μέση και πάνω και περίμενα. «Να», είπε, «αυτή η ριγέ είναι ό,τι πρέπει». «Θα είμαι σαν φυλακισμένος». «Άσε τις αντιρρήσεις και φόρεσέ την, τέτοιες φορούσαν οι ναυτικοί». «Εγώ βλέπω τη θάλασσα από μακριά και ζαλίζομαι», είπα. Αλλά τη φόρεσα. «Δεν ξέρω αν πρέπει να βάλεις μαντήλι στο κεφάλι ή καπέλο». «Θα προτιμούσα καπέλο. Σαν εκείνο του Ναπολέοντα». «Όχι, θα βάλεις αυτό», είπε, «κάτσε να σου το δέσω». «Θα ‘χω και πιστόλες;» «Όχι, είσαι επικίνδυνος, μπορεί να τους ρίξεις καμιά μπαταριά». «Με στενεύουν οι μπότες. Και το παντελόνι. Και είναι ανάγκη να ‘ναι κι αυτό κόκκινο; Χάθηκε ένα μαύρο;» «Πρέπει να δείχνεις δυνατός. Και οι άνθρωποι χέζονται πάνω τους με το κόκκινο, κάνουν συνειρμούς». «Το σπαθί. Δείχνει ψεύτικο. Να μην πάρω μήπως σπαθί;» «Τρελός είσαι; Πειρατής χωρίς σπαθί;» «Σου βρίσκεται και καμιά σημαία με κόκαλα; Πολύ μου άρεσαν αυτές οι σημαίες». «Μην το γελοιοποιήσουμε τώρα, η σημαία είναι υποτίθεται στο καράβι, εσύ θα κάνεις ρεσάλτο». «Και θα πιάσει;» «Δεν ξέρω», έκανε ο pirandello και στάθηκε από μακριά να με δει. «Αλλά τι έχουμε να χάσουμε;» «Και φαίνομαι εντάξει;» «Θα βάλουμε και λίγο φούμο πριν πας, να δείχνεις μπαρουτοκαπνισμένος. Αλλά αυτό την τελευταία στιγμή». ‘Και πώς φαίνομαι;» «Καλός είσαι…» «Δεν το λες με την καρδιά σου». «Είναι ένας ρόλος. Αλλά πρέπει να τον υποστηρίξεις κι εσύ’. Πήγε μετά στην κουζίνα και επέστρεψε μ’ ένα μπουκάλι. «Είναι ρούμι», είπε. «Πριν πας θα το πιείς όλο, θα σε ανεβάσει». Μετά πήρε μια μασιά που είχε στο τζάκι. «Και πρέπει να μάθεις και ξιφασκία». Και μου όρμησε.

Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

MUPPET SHOW

«Διανύουμε τη Μεγάλη βδομάδα, εξού και οι φωτογραφίες με τις λαμπάδες», είπα. «Των Βαΐων, μετά τον εκκλησιασμό, μ’ ένα νόμο κι ένα άρθρο η τριμερής ψήφισε άλλο ένα απαράδεκτο πολυνομοσχέδιο. Πήρε 168 θετικές ψήφους. Μονοκούκι. Δηλαδή δε βρέθηκε ούτε ένας που να διαφωνεί, ούτε ένας δεν ξέφυγε απ’ το μαντρί. Και στον δρόμο, έξω, δεν ήταν κανείς. Γιατί ο κόσμος δεν έχει κανέναν για να πιστέψει. Αυτό δείχνει ωριμότητα βέβαια. Ή γήρας. Δείχνει κουρασμένους ανθρώπους που αποδέχονται την εξόντωσή τους». «Μμμμ», μούγκρισε ο pirandello. «Το Μεγάλο Σάββατο θα πάνε όλοι βέβαια στην Ανάσταση», συνέχισα εγώ. «Προσδοκώντας την επουράνια ζωή. Και αναρωτιέμαι, τζάμπα το έγραψε ο Μαρξ το Κεφάλαιο;» «Τζάμπα αναρωτιέσαι», είπε ο pirandello. «Έχουν δίκιο λοιπόν αυτοί οι κύριοι να κάνουν ό,τι κάνουν, αυτό θες να πεις;» «Προφανώς. Είναι διαχειριστές. Και εφόσον εσύ τους επιλέγεις να κάνουν αυτή τη δουλειά, κάνουν ό,τι μπορούν». «Είδες χθες αυτή τη φάση με τον Γαβαλά;» «Ναι, τον είδα κι αυτόν». «Και αυτό για τους ομολογιούχους; Που θα φορολογηθούν για τα χρήματα που έχασαν;» «Ναι. Κι αυτό με τη ΔΕΗ κι αυτό με τις οροθετικές… όλα τα είδα». «Είναι αδιανόητο κράτος. Είναι… είναι ληστές». «Κοίτα, για να βρίσκεσαι εκεί μέσα πρέπει να διαθέτεις κάποια προσόντα, να είσαι δηλαδή πάνω - κάτω σαν όλους τους άλλους. Αν δεν είσαι απ’ την ίδια φάρα δε μπαίνεις καν σε ψηφοδέλτιο». «Εντάξει, αυτό είναι πολύ γενικό τώρα». «Το παιχνίδι το παίζουν στα ψηλά κλιμάκια, οι από κάτω κάνουν καμιά ερωτησούλα έτσι, για να δείχνονται». «Οι από πάνω τα πιάνουν και οι από κάτω παίρνουν έναν μισθουλάκο και κάνουν την πάπια, αυτό θες να πεις;» «Εμένα δε μ’ ενδιαφέρουν αυτοί, μ’ ενδιαφέρει η αφασία αυτού του λαού». «Τελικά φαίνεται πως στο σύνολό του ο λαός είναι ανίκανος. Ή ηλίθιος, αλλιώς δεν εξηγείται». «Είναι ευνουχισμένος. Τον ευνούχισαν με την καλοπέραση». «Λες να ξυπνήσει τώρα με την πείνα;» «Πιθανόν. Αλλά φαίνεται πως δεν πεινάνε ακριβώς». «Θα ξεσηκωθούν όταν τους πάρουν τα σπίτια οι Τράπεζες, ο Έλληνας κάνει τα πάντα για ν’ αποκτήσει ένα σπίτι, είναι ό,τι πιο ιερό έχει». «Φοβάμαι πως οι νεώτεροι δεν έχουν ούτε αυτό, βλέπεις. Αντί να πάνε όλοι μαζί και να τους πετάξουν έξω απ’ τη Βουλή, μεταναστεύουν… δεν τους νοιάζει». «Θα πάνε τώρα εργάτες στην Ολυμπία οδό. Αλλά ίσως τους υπερεκτιμήσαμε. Μπορεί να μην είναι ικανοί για κάτι άλλο, δεν ξέρω». Βαρέθηκα να παριστάνω τον γέρο απ’ τα Μάπετ», είπε ο pirandello δυσανασχετώντας. «Πάμε μια βόλτα» «Ναι, γιατί όχι;», είπα. «Τι άλλο έχουμε να κάνουμε;» Και φύγαμε. Ευχαριστημένοι που δώσαμε και σήμερα το «παρών».

Κυριακή 28 Απριλίου 2013

Το «Σαββατοκύριακο» του pirandello.

«Τι έγινε;», ρώτησα, «γιατί είσαι έτσι χαρούμενος;» «Είδα ένα όνειρο», είπε ο pirandello. «Για το πώς λύνει κάποιος όλα του τα προβλήματα». «Πώς τα λύνει;» «Ήταν κάποιος που είχε λέει ένα αποτεφρωτή, όπως έχουμε εμείς αυτόν τον μικροκυμάτων». «Και τι έκανε;» «Τον λέγανε Τζον Τζον». «»Ωραία. Αλλά τι έκανε;» «Είχε σηκωθεί πρωί - πρωί και είχε πάει στην τουαλέτα. Σε μια ειδική τουαλέτα, σαν χημική». «Έτσι έλυσε τα προβλήματά του;» «Όχι. Ο Τζον Τζον σφράγισε τον φάκελο με τα περιττώματά του και τον έριξε στην αποτέφρωση. Και ο φάκελος έκανε μπραφ και δεν υπήρχε πια. «Μεγάλη εφεύρεση η αποτέφρωση», σκέφτηκε ο Τζον Τζον. Μετά τράβηξε τον ειδικό φάκελο απ’ τον κάδο που ‘χε κάτω απ’ το γραφείο του. Ο φάκελος σφραγίστηκε αυτόματα και ο Τζον Τζον έριξε τα σκουπίδια της προηγούμενης μέρα στην αποτέφρωση. Κι αυτός εξαφανίστηκε. «Άμα δε γουστάρεις κάποιον», σκέφτηκε ο Τζον Τζον, «τον κάνεις κομματάκια, τον φακελώνεις και τον πετάς εκεί μέσα. Και ούτε γάτα ούτε ζημιά». Τακτοποίησε μετά τι άλλο θα αποτέφρωνε εκείνη τη μέρα. Παλιές φωτογραφίες, χαρτιά, χαρτιά κι ύστερα άλλα χαρτιά. «Είναι απίστευτο πόσα άχρηστα πράγματα έχει ο άνθρωπος», είπε. Και συνέχισε να τα καίει. «Το κακό μ’ αυτό το μοντέλο είναι ότι καίει μόνο κάποια είδη, δεν τα καίει όλα», σκέφτηκε. «Τα αλουμίνια για παράδειγμα, γιατί να μην καίει και τα αλουμίνια;» Ο αποτεφρωτήρας είχε ένα αυτοκόλλητο που διέγραφε με Χ μια σειρά από πράγματα. Αποτέφρωνε ό,τι δεν ήταν στη λίστα. «Πρέπει να πάρω έναν με λέιζερ», σκέφτηκε ο Τζον Τζον. «Ή ένα ακτινοπίστολο έστω». Κοίταξε τη βιβλιοθήκη. Θα του έπαιρνε βδομάδες να τα κάψει όλα αυτά. Ενώ μ’ ένα λέιζερ… «Θα μπορούσα να το κάνω όπως παλιά βέβαια», σκέφτηκε. «Να τους ρίξω βενζίνη… αλλά θα γεμίσει το σπίτι κάπνα. Και μετά θα θέλει βάψιμο. Εκτός κι αν τα κάψω έξω απ’ το σπίτι». Πήρε ένα βιβλίο στην τύχη. Δε θυμόταν αν το ‘χε διαβάσει. «Τι νόημα έχουν όλα αυτά;», αναρωτήθηκε. «Ο άνθρωπος μετατρέπει την πραγματική ζωή σε χαρτιά, σε φωτογραφίες και σε βιβλία. Πόσες ζωές είναι χαμένες μέσα σ’ αυτά τα βιβλία…» Και το έριξε κι αυτό στον αποτεφρωτή. «Τώρα καταλαβαίνω», είπε ο Τζον Τζον. «Αυτό το πράγμα είναι απελευθέρωση. Σ’ απελευθερώνει απ’ όλα αυτά τα άχρηστα». Και συνέχισε έτσι, να καίει ένα – ένα, όλα του τα βιβλία». «Και απελευθερώθηκε;» «Όχι», είπε ο pirandello. «Αλλά όταν κάποτε τέλειωσε σκέφτηκε ότι ήταν ένα ωραίο Σαββατοκύριακο».

Σάββατο 27 Απριλίου 2013

Εγώ, ο pirandello κι ο «άλλος».

Ώρες - ώρες μιλάω σαν να μην είμαι εγώ. Σαν κάποιος άλλος να νοίκιασε το κεφάλι μου και σκέφτεται τώρα για ‘μένα. Και μου μιλάει κάθε τόσο με μια άκαμπτη γλώσσα. αλλά δεν απευθύνεται μάλλον σε ‘μένα, απλώς με χρησιμοποιεί. «Συμβαίνουν κάθε μέρα τέτοια πράγματα» θα μου πεις. Ναι, δε λέω. Αλλά είναι κάπως να σκαλίζουνε τα χαρτιά σου, να προσθαφαιρούν φράσεις και να σου βάζουν στο στόμα κουβέντες που δε θα ‘θελες να τις πεις, είναι παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων αυτό, δεν είναι; Θα μου πεις «δικό σου είναι το κεφάλι, πέταξέ τον έξω». το επιχείρησα, δε γίνεται. Σκέφτηκα να τον δώσω στην αστυνομία. Αλλά θα μπλέξω, θα με ρωτάνε πράγματα που δεν ξέρω, θα πέσω σε αντιφάσεις και στο τέλος θα με κλείσουνε μέσα, θα βρουν κάτι. Θα μου πεις «άμα είσαι καθαρός δε θα ‘χεις πρόβλημα». Ναι, λογικά έτσι θα έπρεπε να ‘ναι. Αλλά τι γίνεται με λογικό τρόπο για να γίνει κι αυτό; Και στο τέλος - τέλος τι θα κάνει κι η αστυνομία; Να συλλάβει ποιον; Όχι, όχι. Το καλύτερο είναι να τον πάρω με το καλό. «Κοίτα φίλε, ωραία περάσαμε αλλά… καταλαβαίνεις, δε χωράμε, ο τόπος είναι μικρός». Κι αν αρνηθεί; Αν μου πει να φύγω εγώ; Όχι. Καλύτερα να καθίσω ήσυχα - ήσυχα και να τον κάνω να βαρεθεί. Αν κάνω πως δεν τον ακούω θα με βαρεθεί και θα φύγει. Ναι, αυτό μου φαίνεται καλό, αυτό θα κάνω. Να, θα κάτσω ήσυχα - ήσυχα εδώ και δε θα βγάζω μιλιά. Και άσε τον να μιλάει. Δε μιλάει. Είναι πολύ πονηρός. Προσπαθεί να μου σπάσει τα νεύρα μ’ αυτή τη μουγκαμάρα. «Τι έγινε; Γιατί δε μιλάς;» «Σκέφτομαι». «Τι σκέφτεσαι; Και ποιος είσαι εσύ που σκέφτεσαι μες στο κεφάλι μου; Είναι παραβίαση των ανθρωπίνων μου δικαιωμάτων αυτό, δε θα στο επιτρέψω». «Σταμάτα να λες κουταμάρες και άσε με να σκεφτώ». «Ποιος είσαι εσύ που θα μου πεις ότι λέω κουταμάρες; Και στο κάτω - κάτω δικό μου είναι το κεφάλι και ό,τι θέλω κάνω». «Γίνεσαι κάθε μέρα και πιο ανόητος. Και από πού βγάζεις αυτό το γελοίο συμπέρασμα; Από πού κι ως πού σου ανήκει αυτό το κεφάλι;» «Κοίτα φίλε, δεν ξέρω τι είσαι και τι δεν είσαι και τι διάολο θες. Αλλά αυτό το κεφάλι είναι δικό μου. Και δεν το παραχωρώ σε κανέναν. Εδώ αφεντικό είμαι εγώ». «Έχεις εμμονές. Γιατί δεν πας να σε δει κάποιος γιατρός;» «Κοίτα, ξέρω πολύ καλά τι έχω και τι δεν έχω. Και ξέρω πολύ καλά πως αυτό το κεφάλι είναι δικό μου και κανενός άλλου. Γι’ αυτό κοίτα να ξεκουμπιστείς, αρκετά σε ανέχτηκα». «Πραγματικά με εντυπωσιάζεις. Μόνο εσύ νομίζεις πως διαθέτεις κεφάλι; Και πώς σου μπήκε η ιδέα πως εμένα μ’ αρέσει που είμαι εδώ;» «Αν δε σου άρεσε δε θα ‘χες έρθει. Και αφού όλοι έχουν κεφάλι, το δικό σου πού είναι;» «Θα προσπαθήσω να στο πω με απλά λόγια γιατί μάλλον δεν καταλαβαίνεις. Αυτό το κεφάλι είναι δικό μου, εσύ είσαι ο παρείσακτος». «Α, να που φτάσαμε στο προκείμενο. Ώστε αυτό θες; Να μου πάρεις το κεφάλι;» «Δε μου λες, θυμάσαι καθόλου τι έκανες χθες;» «Φυσικά και θυμάμαι, μην πας ν’ αλλάξεις τη συζήτηση». «Αφού θυμάσαι, πες μου. Τι έκανες χθες βράδυ;» ‘Ό,τι κάνω κάθε μέρα». «Θα μου πεις ή θα παίζουμε με τις λέξεις;» «Και ποιος είσαι εσύ για να μ’ ανακρίνεις;» «Δε σε ανακρίνω, σε ρωτάω αν θυμάσαι». «Ωραία λοιπόν, έγραφα. Τι πάει να πει τώρα αυτό;» «Τι έγραφες; Συγκεκριμένα». «Ένα κείμενο. Δε θυμάμαι τι κείμενο». «Μήπως για κάποιον που νομίζει πως ένας άλλος έχει μπει μέσα στο κεφάλι του;» «Αυτό το γράφω τώρα. Χθες έγραφα κάτι άλλο». «Αλλά δε θυμάσαι». «Δε θυμάμαι. Γράφω ένα σωρό κείμενα κάθε μέρα. Και γιατί να είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι;» «Πήγαινε στο αρχείο με το πρόβατο». «Πού ξέρεις εσύ για το πρόβατο;» «Κάνε αυτό που σου λέω». «Ορίστε, πήγα». «Ποιος έγραψε αυτές τις τελευταίες σελίδες;» «Μπαίνεις και γράφεις όταν κοιμάμαι». «Αυτό προσπαθώ να σου πω. Αντί να μου εναντιώνεσαι διαρκώς αποδέξου πως εσύ κι εγώ είμαστε ένα. Ο ένας - ο λιγότερο εργατικός - είσαι εσύ ασφαλώς. Ο άλλος - αυτός που σκέφτεται διαρκώς τη δουλειά - είμαι εγώ». «Και θες αυτό τώρα να το δεχτώ; Να κάνω ό,τι δεν τρέχει τίποτα;» «Δεν καταλαβαίνω γιατί να πρέπει να κάνεις κάτι άλλο». «Δε μ’ αρέσει να μοιράζομαι τη ζωή μου με κανέναν». «Δε σου ζητάει κανένας κάτι τέτοιο, θέλω απλώς να μ’ αφήσεις να κάνω τη δουλειά μου, έχασα ήδη πάρα πολύ χρόνο μ’ αυτές τις βλακείες». «Εσένα δηλαδή το μόνο που σ’ ενδιαφέρει είναι η δουλειά; Αυτό θες να πεις; ότι δε θες κάτι άλλο;» «Τι άλλο να θέλω;» «Δεν ξέρω, τη δόξα». «Για την ώρα δε βλέπω καμιά δόξα. Και τέλος πάντων θέλω να κάνω αυτό που κάνω και έχω κι εσένα να με πρήζει ότι καταπατούνται τα ανθρώπινα σου δικαιώματα… άκου ανοησία». «Δεν καταπατούνται; Δεν έρχεσαι εδώ και παριστάνεις το αφεντικό; Αν δεν είναι αυτό παραβίαση τι είναι;» «Λοιπόν για να τελειώνουμε. Εγώ ήμουν από πάντα εδώ. Αν τώρα εσύ ξεμωράθηκες και δεν αναγνωρίζεις τον ίδιο σου τον εαυτό δε φταίω εγώ. Και δε μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό». «Με το καλό, φύγε. Αλλιώς θα φωνάξω την αστυνομία». «Θα σε πάρουνε για τρελό». «Δε με νοιάζει για τι θα με πάρουνε. Θέλω μόνο να ξεκουμπιστείς από ‘δω». «Εντάξει λοιπόν, θα φύγω». «Στο καλό. Και να μας γράφεις». «Θα μετανιώσεις». «Να μην σε νοιάζει τι θα κάνω εγώ». «Εντάξει λοιπόν. Φεύγω». «Φύγε. Τι μας το λες;» «Δε θα τα καταφέρεις χωρίς εμένα». «Έτσι νομίζεις». «Καλά λοιπόν, φεύγω». «Στα τσακίδια». «Με ποιον τα ‘βαλες πάλι;», ρώτησε ο pirandello που στεκόταν τώρα απέναντί μου και με κοίταζε. «Τίποτα… κάτι δικό μου», είπα. «Αυτό που δεν τα βρίσκεις ποτέ με τον εαυτό σου να το κοιτάξεις», με παρότρυνε. «Πού ξέρεις εσύ ότι δεν τα βρίσκω με τον εαυτό μου;», ρώτησα έκπληκτος. «Όλοι έχουμε κάποια θέματα με τον εαυτό μας, δεν είσαι ο μόνος». «Έχεις κι εσύ τέτοια θέματα;» «Φυσικά. Πάντα φταίει ο άλλος». «Και σου μιλάει κι εσένα μέσα στο κεφάλι σου;» «Φυσικά». «Και δε σ’ ενοχλεί;» «Ίσα – ίσα». «Θες να πεις πως είναι λογικό; Ότι όλοι μιλάνε με τον εαυτό τους;» «Φυσικά». «Και τσακώνονται;» «Ναι. Τις περισσότερες φορές. Αλλά είναι ωφέλιμο να ακούς μια διαφορετική άποψη, σε προφυλάσσει από διάφορα». «Και εγώ τον έδιωξα». «Πώς τον έδιωξες;» «Του είπα να ξεκουμπιστεί και να φύγει. Τσακωθήκαμε και του είπα να φύγει». «Και έφυγε; Είσαι σίγουρος;» «Νομίζω… ναι, νομίζω πως έφυγε». «Άλλο το τι νομίζεις». «Είσαι εδώ;», ρώτησα. «Δυστυχώς», είπε η φωνή στο κεφάλι μου. «Εδώ είναι», είπα. «Είδες που σου ‘λεγα;», είπε ο pirandello. «Κανείς δε μπορεί να απαλλαγεί απ’ τον εαυτό του. Γι’ αυτό καλύτερα να τα βρείτε. Στο κάτω - κάτω δεν έχετε τίποτα να χωρίσετε». «Εύκολο να το λες», είπα. «Μου επιτρέπεις να του πω δυο κουβέντες;» «Πες του ό,τι θες». «Εσύ, ο «άλλος», μ’ ακούς;» Ο «άλλος» κούνησε το κεφάλι μου. «Δε γίνεται έτσι», είπε ο pirandello, «άφησέ τον να μιλήσει». «Τον αφήνω», είπα απαξιωτικά. «Τι πρόβλημα έχετε;», ρώτησε ο pirandello, «κάνετε σαν μικρά παιδιά». «Σ’ αυτόν πες τα», είπε ο «άλλος». «Αυτή η ιστορία παρατράβηξε. Και είναι γελοία. Πρέπει να νοιώθετε ευτυχείς που έχει ο ένας τον άλλον». «Εγώ δεν έχω πρόβλημα», είπε ο «άλλος». «Αυτός θέλει να παριστάνει το αφεντικό». «Εγώ θέλω απλώς την ησυχία μου. Κι εσύ ήρθες και μου μπαστακώθηκες εδώ, δε σε κάλεσα», είπα εγώ. «Σταματήστε, θα με τρελάνετε», φώναξε ο pirandello. «Και στο κάτω - κάτω εγώ κάνω κουμάντο εδώ. Και σας απαγορεύω, είμαι ο εργοδότης σας και σας το απαγορεύω». «Δε μπορείς να μας απαγορέψεις τίποτα», είπε ο «άλλος». «Το blog είναι δημόσιο… άλλο αν είσαι εσύ ο πρωταγωνιστής». «Σωστά», είπα εγώ. «Συμφωνώ. Και γιατί κάνεις κουμάντο εσύ; Το blog είναι δημοκρατικό». «Α, δε θα με τρελάνετε εσείς», είπε ο pirandello, «φεύγω». «Πού πας; Δεν τελειώσαμε», του φώναξε ο «άλλος». «Άσε τον να φύγει», είπα εγώ. «Μαζευτήκαμε πολλοί εδώ σήμερα». «Έφυγε», είπε ο «άλλος». «Λες να παρεξηγήθηκε;» «Να πιει ξύδι», είπα εγώ. Μείναμε και οι «δυο» να κοιτάζουμε απ’ το παράθυρο τον pirandello που έφευγε. «Πού πάει;», ρώτησα εγώ. «Στην παραλία. Όταν τσαντίζεται πάει πάντα στην παραλία», είπε ο «άλλος». «Δεν ήταν σωστό», είπα εγώ. «Στο κάτω - κάτω μεταξύ μας ήταν το πρόβλημα’. «Σωστά», είπε ο «άλλος». «Πάμε να τον βρούμε να του ζητήσουμε συγγνώμη;’ Και φύγαμε.

Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

Η arte povera κι ο pirandello.

«Γιατί δε γράφεις κάτι; ή γιατί δε ζωγραφίζεις;; δε μπορείς;» «Βαρέθηκα. Και δεν έχει νόημα». «Δε διασκεδάζεις πια; Αυτό θες να πεις;» «Δεν τα έκανα όλα αυτά για διασκέδαση, ήταν μέρος του εαυτού μου». «Και δεν είναι πια;» «Είναι. Είναι όπως έχεις ένα χωράφι, ή όπως αν έχεις πορτοκαλιές. Βγάζεις ωραία, ζουμερά πορτοκάλι αλλά δεν τα παίρνει κανείς. Και αντί να τα πετάς στα σκουπίδια και να σου καίγεται η καρδιά βάζεις μια μπουλντόζα και ξεριζώνεις τα δέντρα. Και ούτε γάτα ούτε ζημιά, δεν έχεις τίποτα κι ησυχάζεις». «Δεν είναι πολιτική αυτή, απλώς όλα αυτά παρουσιάζουν τελευταία μια κάμψη». «Σαν πολύ μακρύ δεν είναι αυτό το τελευταία; Πόσο πρέπει να διαρκέσει κάτι για να το πάρεις απόφαση ότι δεν τραβάει;» «Εσύ πρέπει να επιμείνεις, αυτή είναι η δουλειά σου». «Δε γίνεται. Όσο ηλίθιος και να είναι κανείς κάποτε καταλαβαίνει, δεν τραβάει». «Και τι θα κάνεις; Θα κάθεσαι και θα βλέπεις τηλεόραση; Ή θα ακούς όλους αυτούς τους ηλίθιους στο ραδιόφωνο να αναμασάνε τα σου ‘πα - μου ‘πες;» «Δεν ξέρω. Δε βλέπω τι άλλο να κάνω». «Γιατί δεν κάνεις κι εσύ προσφορές; Με κάθε πίνακα κι έναν πίνακα δώρο; Ή με κάθε βιβλίο και ένα δώρο; Ή ένα πακέτο μακαρόνια;» «Αυτό δεν το είχα σκεφτεί. Δηλαδή πόσο γελοίος μπορεί να γίνει κανείς;» «Απεριόριστα. Η γελοιότητα πουλάει ξέρεις. Όσο πιο γελοίος τόσο καλύτερα». «Έχεις κάποιον στο μυαλό σου;» «Διάφορους. Αλλά γιατί δεν κάνεις το άλλο;» «Υπάρχει και άλλο;» «Ναι. Να πληρώνεσαι σε είδος. Παίρνει κάποιος έναν πίνακα και σου δίνει ένα κουπόνι για το Carrefour… παίρνεις ένα σωρό πράγματα με τα κουπόνια». «Κοροϊδεύεις. Αλλά η πραγματικότητα είναι αμείλικτη». «Η πραγματικότητα είναι εξίσου γελοία, εσύ δε θες να το καταλάβεις». «Μα δε μπορώ να πουλάω πίνακες με κουπόνια, τι δεν καταλαβαίνω;» «Και όμως, όσο ταπεινωτικό κι αν σου φαίνεται, αυτό θα έπρεπε να δείχνει η τέχνη. Τη ζωή σε προσφορά… αξίζει να ταπεινώνεσαι για κάτι τέτοιο. Θα ‘χε κάποιο νόημα. Και θα ήσουν και συνεπής». «Εσύ θα το έκανες;» «Εγώ όχι. Αλλά εσύ τι έχεις να χάσεις;» «Σωστά. Και θα είμαι είπες και συνεπής;» «Ναι. Θα κάνεις arte povera. Στην κυριολεξία».

Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

Μαυροκόκκινος pirandello.

«Γιατί είσαι έτσι μουρτζούφλης;, τι έγινε;» «Τίποτα. Δεν έχω απλώς όρεξη». «Λόγω καιρού;» «Όχι… δηλαδή δεν έχει να κάνει με τον καιρό». «Αν θες να φύγεις, δε σε χρειάζομαι». «Όχι, ευχαριστώ. Να φύγω να πάω πού άλλωστε;» «Να πας μια βόλτα. Τώρα που σε βλέπω καλύτερα δε μ’ αρέσει καθόλου αυτό το χρώμα που έχεις, είναι χαλκοπράσινο». «Τις βαριέμαι τις βόλτες». «Άκουσες γι’ αυτούς που κατέβασαν τη σημαία;» «Κουταμάρες. ΚΑΙ ΚΑΛΆ ΚΆΝΑΝΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΈΒΑΣΑΝ». «Ανήρτησαν στη θέση της τη γνωστή μαυροκόκκινη». «Εντάξει μωρέ, κάτι πιτσιρικάδες που παίζουν με συμβολισμούς, δεν τρέχει τίποτα». «Το έκαναν για να εντυπωσιάσουν νομίζεις;» «Το έκαναν γιατί κάτι ήθελαν να κάνουν. Αν έβαζαν φωτιά σ’ έναν κάδο δε θα ασχολείτο κανείς. Αλλά η σημαία πουλάει, γι’ αυτό το έκαναν, για να τραβήξουν την προσοχή». «Δε θα ήσουν έτσι χαλαρός αν την κατέβαζαν ακροδεξιοί». «Τέτοια που είναι δεν ξέρω γιατί βρίσκεται εκεί. Και δε το λέω επειδή την κατέβασαν αντιεξουσιαστές, η κίνηση κρύβει κάποια αλήθεια». «Τι αλήθεια;» «Η σημαία δε συμβολίζει το έθνος, γι’ αυτούς είναι το κράτος, το κράτος καταλύει το έθνος και αυτή η κίνηση καταλύει το κράτος… συμβολικά». «Εμπεριέχει μια επικινδυνότητα όμως αυτό». «Δεν πειράζει. Είναι καλό που σκέφτονται ορισμένοι διαφορετικά, που δεν είναι κονσέρβες στο σούπερ μάρκετ». «Εσύ θα την κατέβαζες;» «Όχι. Αλλά από αδιαφορία». «Τους δικαιώνεις δηλαδή αυτούς που το έκαναν;» «Δεν ξέρω. Θα τους άφηνα όμως ελεύθερους. Κανονικά ο καθένας θα πρέπει να ‘χει τη σημαία του». Και αυτό του επιτρέπει να κατεβάζει τη σημαία των άλλων;» «Αν νοιώθει πως πρέπει να το κάνει ας το κάνει, αυτό λέω. Ότι το βρίσκω υγιές. Και στο κάτω - κάτω μια σημαία κατέβασαν, δε σκότωσαν». «Δεν ήταν η σημαία της ΑΕΚ». «Εσύ δηλαδή είσαι τώρα με το κράτος;» «Όχι, σε τσιγκλάω απλώς να τα λες. Και έφτιαξε κάπως το χρώμα σου».

Τρίτη 23 Απριλίου 2013

Κουβεντιάζοντας με τον pirandello.

«Δε σε καταλαβαίνω, με ποιον είσαι τελικά;» «Θεωρώ πως φταίνε κι οι μετανάστες που προσφέρονται να κάνουν αυτή τη δουλειά. Φταίει και το κράτος που παραβλέπει το γεγονός ότι χιλιάδες πιθανόν άνθρωποι έρχονται απ’ την άκρη του κόσμου για να πάνε να γίνουν σκλάβοι ενός επιχειρηματία. Φταίει ο επιχειρηματίας που είναι κτήνος. Φταίει η δικαιοσύνη που δεν τον κλείνει μέσα. Φταίμε κι εμείς που πάμε και αγοράζουμε φράουλες… δηλαδή δε μπορώ να πω ποιος φταίει και ποιος δε φταίει, όλοι φταίνε». «Ναι αλλά κυρίως φταίει αυτός ο παραγωγός που εκμεταλλεύεται αυτούς τους ανθρώπους». «Ναι αναμφίβολα. Αλλά είναι η κορυφή του παγόβουνου, από κάτω ή από δίπλα τα πιάνει το κράτος, ο δήμαρχος ίσως, το ΔΣ, η αστυνομία… πού να προβοδώσει αυτός ο παλιάνθρωπος;» «Δεν έχουμε σωσμό από πουθενά». «Δε βαριέσαι… όλο και κάτι θα γίνεται, θα τσιμπάς ένα κόκαλο από ‘δω, ένα ψίχουλο από ‘κει… εκτός κι αν γίνεις κι εσύ απ’ τους άλλους». «Ξέρεις, παλιάνθρωπος γεννιέσαι, δε γίνεσαι». «Μην το λες, η επιστήμη έχει προχωρήσει πολύ. Ύστερα είναι κι η αυτοσυντήρηση, κάτι θα κάνεις για να σωθείς». «Θες να πεις πως…» «Πως είναι ένα καζάνι που βράζει. Και επιλέγεις αν θα ‘σαι μέσα ή αν θα ανακατεύεις τη σούπα με την κουτάλα». «Μα αυτό είναι ανθρωποφαγία». «Είναι. Αλλά έτσι είναι αυτή η ζωή». «Τι σκατά είναι αυτά τώρα; Αυτή είναι μοιρολατρική άποψη». «Η άλλη είναι μη ρεαλιστική’. «Δηλαδή τι προτείνεις; Να καθόμαστε και να το συζητάμε και να μην κάνουμε τίποτα;» «Όχι βέβαια, ό,τι κάνει κανένας είναι κάτι. αλλά δε λύνονται έτσι αυτά τα θέματα, αν εσύ, ο ένας ή ο άλλος δε συνασπιστούν… αν δε καθίσουν κάτω να αντιμετωπίσουν τα θέματα και σαν μια γροθιά…» «Αυτό είναι τώρα ρεαλιστικό; Εδώ δε μπορούμε να χωρίσουμε δυο γαϊδάρων άχυρα θα λύσουμε τέτοια θέματα;» «Βλέπεις; Έρχεσαι στα λόγια μου, δε μπορείς να κάνεις τίποτα κι επιστρέφεις στα λόγια. Αλλά αυτό δεν είναι παρά μια κουβεντούλα, δεν είναι πράξη. Και με τα λόγια δε βγάζει ποτέ κανείς τίποτα».

Κυριακή 21 Απριλίου 2013

Ο Δον Κιχώτης κι ο pirandello.

«Τα ‘χω βάλει με μεγάλα καθίκια και δεν ξέρω αν μπορώ να τα καταφέρω. Φαίνεται αδύνατον ώρες - ώρες. Απ’ την άλλη δεν είχα άλλο περιθώριο, δε γινόταν αλλιώς. Δεν ξέρω τι φοβούνται από ‘μένα, προφανώς όλα εκείνα που θα βγουν αν φτάσουμε στα δικαστήρια. Αλλά έχουν τον χρόνο με το μέρος τους, τα μέσα και την εμπειρία να με βγάλουν απ’ το παιχνίδι. Και είναι φυσικά αδίστακτοι, ψεύτες, ανήθικοι και όλα τα συναφή. Θα μου πεις τώρα όλα αυτά θα έπρεπε να τα ‘χεις σκεφτεί πριν. Αλλά τα είχα σκεφτεί». «Ιδου», αναφώνησε ο pirandello και ξέσπασε σε χειροκροτήματα, «ιδού κύριοι ένας γνήσιος απόγονος του διασημότερου, ευφάνταστου ευπατρίδη της Μάντσας». Απ’ τα γύρω τραπέζια όλος ο κόσμος είχε γυρίσει τώρα και μας κοίταζε. «Τρέμετε ανεμόμυλοι»», συνέχισε να ζητωκραυγάζει. «Τι θα πάρουν οι κύριοι;», ρώτησε ο σερβιτόρος που κατέφθασε τρέχοντας. «Ό,τι θέλει να μας διαθέσει το μαγαζί», είπε ο pirandello, «Σας ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΎΜΕ ΠΟΛΎ». «Δεν κατάλαβα τι επιθυμούν οι κύριοι», είπε με επαγγελματικό ύφος ο άλλος ενώ οι θαμώνες ξέσπασαν σε γέλια. «Είπα πως ευχαρίστως θα δεχθούμε ό,τι θέλετε να μας προσφέρετε, τι δεν κα τα λα βαί νεις;» «Μα κύριε», προσπάθησε να παραμείνει ευγενής ο σερβιτόρος, «εδώ είμαστε μαγαζί…» «Πήγαινε παιδί μου και ρώτησε τη διεύθυνση τι είναι σε θέση να μας προσφέρει, δεν ήρθαμε εδώ να χάνουμε την ώρα μας με κουβέντες». «Μάλιστα», είπε ο σερβιτόρος κι έφυγε τρέχοντας ενώ ο κόσμος τριγύρω χειροκροτούσε τώρα με θέρμη. «Όχι εμένα κύριοι», είπε ο pirandello και σηκώθηκε όρθιος, «τον κύριο από ‘δω που μας διδάσκει νέους τρόπους διεκδίκησης, στον φλογερό αυτόν επαναστάτη που ανοίγει τον δρόμο… που θυσιάζετε για ν’ αποδείξει πως υπάρχουν ακόμα κάποιοι που δε φοβούνται να τα βάλουν με ανεμόμυλους, με τον ισχυρό και το κοινωνικό κατεστημένο, τα ζήτω σας γι’ αυτόν τον ήρωα κύριοι», είπε και ο κόσμος τότε σηκώθηκε απ’ τα τραπέζια και με σήκωσαν στον αέρα και δεν ξέρω για πόση ώρα με περιέφεραν κατ’ αυτόν τον τρόπο στην παραλία.

Πέμπτη 18 Απριλίου 2013

Η σιχαμάρα του pirandello

«Πήρα να σου πω ότι δε θα ‘ρθω σήμερα», είπα. «Είσαι άρρωστος;», ρώτησε ο pirandello. «Όχι… δηλαδή έχω μια μικρή ναυτία». «Κατάλαβα, δεν είναι τίποτα. Είσαι έτοιμος για αύριο;» «Νομίζω, θα δείξει». «Σε καταλαβαίνω». «Αλήθεια; Και εγώ γιατί δε με καταλαβαίνω;» «Γιατί εσύ είσαι άμεσα εμπλεκόμενος». «Δεν έχω αμφιβολίες. Αλλά είμαι αηδιασμένος». «Να το αποβάλεις. Να το δεις σαν κάτι που πρέπει να γίνει». «Έτσι το βλέπω. Αλλά με αηδιάζει». «Δεν έχεις περιθώρια, θα γίνει αυτό που πρέπει να γίνει». «Θα γίνει;» «Θα το δεις μετά αυτό. Τώρα πρέπει να ξεπεράσεις τους ενδοιασμούς σου και να σηκωθείς και να πας». «Εντάξει», είπα. «Να σου διαβάσω τι μου έγραψε;» «Διάβασέ μου». «Αξιότιμε κύριε». «Έτσι γράφει; Αξιότιμε κύριε;» «Ναι. Μεταξύ μας έτσι μιλάμε». «Συνέχισε». «Σας γνωστοποιούμε ότι η συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας η οποία είχε ορισθεί για την 4η Απριλίου 2013. στα γραφεία της έδρας της Εταιρείας, σύμφωνα με το Νόμο και το Καταστατικό της και σύμφωνα με τα οριζόμενα στην από 28.3.2013 πρόσκληση του Διοικητικού Συμβουλίου, αναβλήθηκε κατόπιν σχετικού αιτήματος σας και θα διεξαχθεί στις 19.4,2013 ημέρα Παρασκευή και ώρα 14.00 στον ίδιο τόπο, για συζήτηση και λήψη αποφάσεων στα θέματα ημερήσιας διάταξης που αναφέρονται στη» από 28.3.2013_πρόσκληση, ήτοι: 1) Έγκριση των Οικονομικών Καταστάσεων της χρήσεως 2012, ήτοι τοι Ισολογισμού, της Κατάστασης των αποτελεσμάτων χρήσεως, της διάθεσης των αποτελεσμάτων και του Προσαρτήματος. 2) Σύνταξη και έγκριση της Έκθεσης Διαχειρίσεως του Διοικητικού Συμβουλίου προς την Τακτική Γενική Συνέλευση των Μετόχων. 3) Ορισμός ημερομηνίας σύγκλησης της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των . Μετόχων και πρόσκληση των μετόχων στην Τακτική Γενική Συνέλευση μετά των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης. 4) Αύξηση μελών Διοικητικού Συμβουλίου. Σας ενημερώνουμε ότι συμπληρωματικώς Θα συζητηθούν και τα ακόλουθα θέματα: 5) Έγκριση αμοιβών των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. 6) Απαλλαγή μελών του Διοικηπκού Συμβουλίου και του ελεγκτού από κάθε εΛύνη γα τα πεπραγμένα της χρήσεως 2012». ‘Μπλαχ», έκανε ο pirandello, «επόμενο είναι να αηδιάζεις. Και να πάρεις μια δραμαμίνη για αύριο. Και οπωσδήποτε να μη φας τίποτα. Και περιττεύει να σου πω να μην υπογράψεις». «Δεν πρόκειται», είπα και έκλεισα το τηλέφωνο.

Παρασκευή 5 Απριλίου 2013

Οι «γενικότητες» του pirandello.

Τι κάνεις;», ρώτησε ο pirandello που με είδε να κάθομαι και να ρεμβάζω. «Αυτό που βλέπεις», είπα, «κάθομαι». «Γιατί δεν κάνεις κάποια δουλειά; Ξέρεις πως με βουρλίζει όταν βλέπω κάποιον να κάθεται». «Δεν έχω όρεξη. Και έχω και δικά μου προβλήματα». «Οικονομικά;» «Οικονομικά, ψυχολογικά… απ’ όλα τα καλά». «»Όλοι είμαστε στην ίδια κατάσταση, δεν πρωτοτυπείς». «Δεν το κάνω για να πρωτοτυπήσω. Απλώς είμαι σ’ αδιέξοδο». «Έμαθες για το μπουμ στην Κορέα;» «Έμαθα». «Ο κόσμος είναι γεμάτος τρελούς τελικά» «Εσύ τι κάνεις;’ Εγώ; Τίποτα. Δηλαδή όλο και κάτι κάνω». «Και μπορείς να κάνεις μια πρόβλεψη;» «Προβλέψεις μπορούν να κάνουν μόνο όσοι έχουν προσβάσεις στις πληροφορίες, εγώ δεν είμαι μέσα στα πράγματα». «Θα πεινάσουμε λες;» «Δε θέλω να κάνω την Κασσάνδρα αλλά θα ‘χουμε πολύ χειρότερα… η προτεραιότητα της κυβέρνησης είναι οι φυλακές υψίστης ασφαλείας». «Άκουσες για το κόμμα του Αλαβάνου;» «Ναι, παιδική χαρά». «Και τι λες για την τρόικα;» «Αν έχεις λεφτά στην τράπεζα να τα σηκώσεις». «Πού να τα βρω για να τα σηκώσω;» «Λέω… αν έχεις κανέναν φίλο να του το πεις, όποιος μπορεί να σωθεί, να σωθεί». «Κι ο Κασιδιάρης;» «Όλα αυτά γίνονται για να ξεφεύγουμε απ’ την ουσία και να μη βγάζουμε άκρη». «Λέω να τα γράψω όλα αυτά. Τι τίτλο να βάλω;» «Γενικότητες», είπε ο pirandello. Ύστερα σηκώθηκε και βγήκε στον κήπο.