Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

Η περιβόητη μετακόμιση κι ο Pirandello.

«Θα τα πάρεις όλα;» ρώτησε ο Pirandello σ’ ένα διάλειμμα που κάναμε. «Όχι» είπα, «θ’ αφήσω τα μικρά… και αυτά που έχω στους τοίχους. Αλλά όλα τα άλλα δεν υπάρχει κανένας λόγος να βρίσκονται εδώ». «Καλά κάνεις. Δεν είναι δηλαδή για να ‘ναι στοιβαγμένα στο πάτωμα και να ‘χεις ένα σπίτι άδειο». «Ναι. Αν είναι να θαφτούν ας θαφτούν εκεί τουλάχιστον». «Καταλαβαίνω πώς το λες. Και δε μπορώ να πω τίποτα». «Δε χρειάζεται, τα ‘χουμε πει τόσες φορές όλα αυτά που γινόμαστε και γελοίοι». «Τι ζωγραφίζεις τώρα;» «Ένα όνειρο που είδα. Προσπαθώ να το κρατήσω ζωντανό στη μνήμη μου». «Και τα καταφέρνεις;» «Για την ώρα ναι. Μπορεί να μην γίνει όπως το φαντάζομαι στο τέλος αλλά κάτι θα μείνει». «Και πότε η μετακόμιση;» «Την Τρίτη, την Τρίτη αναχωρούμε». «Μοιάζεις να το χαίρεσαι». «Ήθελα καιρό να το κάνω. Νομίζω ότι η θέση τους είναι εκεί». «Και γιατί δεν το ‘χες κάνει τόσο καιρό;» «Δεν είχα χρόνο. Αλλά όταν μπήκαν τα νερά απ’ τη σκάλα… αν έλειπα θα ήταν όλα τώρα για πέταμα». «Εκεί κάτω θα ‘ναι τουλάχιστον ασφαλή». «Ναι. Αλλά δεν είναι μόνο γι’ αυτό, φτιάχτηκαν για εκεί». «Και η έκθεση;» «Κάπου θα γίνει. Το θέμα είναι πως μ’ έχει κινητοποιήσει και δουλεύω. Κι όταν ζωγραφίζω τα ξεχνάω όλα τα άλλα». «Πάντως είναι ακατάλληλη εποχή για τέχνη». «Πάντα η εποχή είναι ακατάλληλη για την τέχνη. Αλλά κάνει ότι δεν το καταλαβαίνει, δε σε ρωτάει. Έρχεται και στρογγυλοκάθεται στο κεφάλι σου και δεν το κουνάει με τίποτα. Και τότε το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να κάνεις ό,τι σου λέει… μέχρι να σε βαρεθεί και να φύγει… σαν τις γκόμενες». «Αλήθεια… εκείνο το βιβλίο που έγραψες…» «Το διορθώνει η Ειρήνη». «Ακόμα;» «Ακόμα». «Δεν πειράζει, εσύ δούλευε». «Αυτό κάνω. Πάντα έτσι έκανα» είπα κι έκρυψα έναν αναστεναγμό. «Τι λες, συνεχίζουμε;» ρώτησε ο Pirandello και σηκώθηκε. «Πάμε» είπα. Και πιάσαμε πάλι να τυλίγουμε τα τελάρα…

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

Οι "όροι" του pirandello.

«Τι έχεις, δε σε βλέπω καλά» είπε ο Pirandello. «Δεν είμαι καλά από χθες» είπα, «είχα μια άσχημη μέρα». «Και τι έγινε;» «Τίποτα, πιέστηκα… κάποια πράγματα που πέφτουν όλα μαζί». «Και στην πέφτουν και σε ρωτάνε τι και πώς ε;» «Ακριβώς. Ο κόσμος δεν αντιλαμβάνεται μερικά πράγματα, το πότε πρέπει να κάτσει στ’ αυγά του και να μην πει τίποτα». «Κατάλαβα» είπε ο Pirandello, «κάνε πέρα». «Τι θες να κάνεις;» «Θα γράψω εδώ δυο κουβέντες που δε θες να γράψεις εσύ». Του παρέδωσα το πληκτρολόγιο. «Κατ’ αρχάς να πω πως το κινητό το ‘χω για τις δουλειές μου. Δεύτερο αν θέλω να γράψω περισσότερα, γράφω. Αν δε γράφω πάει να πει πως δε θέλω. Τρίτο, εγώ δε ρωτάω κανέναν για τα προσωπικά του και άρα δε θέλω να με ρωτάνε. Τέταρτο, όποιος δεν τα πάει καλά με τους όρους μου πάει σπίτι του». «Είναι πολύ σκληρό, μυν το γράψεις». «Δεν είναι σκληρό, είναι αληθινό. Κι αν δε βάζεις όρια βάζει ο άλλος τα δικά του και την πατάς. Θες;» «Μάλλον όχι. Αλλά γράψτο με πιο όμορφο τρόπο». «Να γράψω από κάτω ένα συγγνώμη να τελειώνουμε;» «Δεν ξέρω, γράψε ό,τι θες». «Ωραία, δε γράφω τίποτα».

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Η άποψη του pirandello.

«Θα πας Αθήνα;» «Ναι, γιατί να μην πάω;» «Δεν είπα τίποτα». «Πάω να στήσω ένα κομμάτι». «Να κάνεις ό,τι θες, δε με αφορά». «Θες να ‘ρθεις;» «»Να κάνω τι;» «Δεν ξέρω, επειδή σε βλέπω κάπως». «Δεν καταλαβαίνω, τι έχω;» «Έλα να βοηθήσεις αν θες». «Αν σου είμαι απαραίτητος… να δω όμως τι έχω από δουλειές». «Γενικά… δεν ξέρω αν έχω πράγματι κάτι να κάνω… είναι που θέλω και τόση ώρα να φτάσω, είναι μετά που όλοι θυμούνται πως θέλουν να με δουν και γίνεται το σπίτι παιδική χαρά, μου τη σπάει λίγο όλο αυτό». «Μπορώ να αναλάβω να τους διώχνω, είμαι καλός σ’ αυτό». «Ξέρεις, πάλι καταλήγω στο ότι δεν καταλαβαίνουν τίποτα απ’ αυτά που κάνω». «Να μη σ’ ενδιαφέρει». «Μια κουβέντα είναι αυτή. Δεν υπάρχει περιβάλλον. Ή υπάρχει και είναι τοξικό». «Μη δίνεις σημασία, εσύ να κάνεις εκείνο που θες». «Έτσι κι αλλιώς αυτό κάνω. Αλλά είναι θλιβερό το όλο ζήτημα». «Να σου πω ότι δε σε καταλαβαίνω; Μια χαρά σε καταλαβαίνω». «Ναι. Εγώ δε με καταλαβαίνω». «Εσύ καλά θα κάνεις να σκέφτεσαι λιγότερο και να δουλεύεις περισσότερο. Αλλιώς θα πας σε ψυχίατρο». «Λες;» «Λέω».

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Το Βατικανό κι ο pirandello.

«Τα ‘μαθες;» ρώτησα μπαίνοντας. Καμία απάντηση. «Μπλέξαμε» σκέφτηκα. Μετά άρχισα να τον φωνάζω και να τον ψάχνω από δωμάτιο σε δωμάτιο. Δεν ήταν πουθενά. Περίμενα λίγο. Μετά τον έψαξα στον κήπο, ούτε εκεί ήταν. Βγήκα και πήγα μέχρι το καφενεδάκι της παραλίας, δεν τον είχε δει κανείς. Και όταν είδα πως το αυτοκίνητο ήταν στο σπίτι άρχισα ν’ ανησυχώ, μέχρι και την αστυνομία σκέφτηκα. Κάπνισα δυο - τρία τσιγάρα, μπας και φανεί. Στο τέλος το αποφάσισα, θα ‘παιρνα το 100. Και ‘κείνη τη στιγμή ακριβώς χτύπησε το τηλέφωνο. «Ναι» είπα ενώ προσευχόμουν από μέσα μου να ‘ναι εκείνος και να μην ακούσω ως συνήθως τίποτα δυσάρεστο. «Το φαντάστηκα πως θα ήσουν εκεί» είπε ο Pirandello, «έρχομαι». «Πού είσαι διάολε;» του φώναξα, «γιατί δεν αφήνεις ένα σημείωμα;¨» «Είχα δουλειά και βιαζόμουν» μου είπε. «Τώρα είμαι στο ταξί». «Έχω να σου πω νέα, θ’ αργήσεις;» «Έχει κίνηση, δεν ξέρω. Τι τρέχει;» «Με θέλουν για συνέντευξη». «Το ξέρω» είπε απαθής, «θα τα πούμε αφού έρθω». «Πού το ξέρεις;» ρώτησα, «εγώ δεν έχω μια ώρα που το ‘μαθα». «Το ξέρω γιατί εγώ το κανόνισα. Και τώρα βιάζομαι γιατί πρέπει να σου πω και τι θα τους πεις, εσύ είσαι κάπως μπουνταλάς». «Τι πάει να πει εσύ το κανόνισες; «Από πού κι ως πού; Γιατί δεν μου είπες τίποτα;» «Γιατί θα μου ‘λεγες όχι. Τώρα που κανονίστηκε δε μπορείς να αρνηθείς, τέλειωσε». «Και πού τους ξέρεις εσύ αυτούς;» «Ξεχνάς πως είμαι Ιταλός». «Και τι σχέση έχει αυτό;» «Το περιοδικό είναι ιταλικό, θυμάσαι;» «Ποιο περιοδικό είναι ιταλικό;» «Θα με σκάσεις. Αυτό απ’ το οποίο θα σου πάρουν τη συνέντευξη». «Εμένα δεν μου είπαν τίποτα τέτοιο, μου μίλησαν για ένα ηλεκτρονικό περιοδικό… δηλαδή δεν ανέφεραν τίποτα, ούτε Ιταλίες ούτε τίποτα». «Μην ανησυχείς για τη γλώσσα θα σου τα μάθω εγώ και εσύ θα τα πεις, μια μέρα δουλειά είναι». «Μα δε μου μίλησαν ιταλικά». «Μπορεί να ξέρουν ελληνικά, πού να ξέρω». «Ήταν μια κοπέλα». «Φυσικά και θα ήταν κοπέλα, έτσι γίνεται. Στους άντρες στέλνουν γυναίκες. Και στις γυναίκες άντρες, είναι οργανωμένοι». «Για να το λες έτσι θα ‘ναι». «Θα μιλήσεις για τη σχέση της καθολικής εκκλησίας και της τέχνης, τα ξέρεις αυτά». «Ποιας καθολικής εκκλησίας; Τι δουλειά έχει η καθολική εκκλησία;» «Ξεχνάς ότι είμαι και καθολικός». «Και τι σχέση έχει αυτό; Και τι ξέρω να πω εγώ για την καθολική εκκλησία και την τέχνη; Εμένα μου είπαν πως θα μιλήσω για τη δουλειά μου». «Έτσι σου είπαν απ’ το τηλέφωνο, δε λέγονται αυτά απ’ το τηλέφωνο, υποτίθεται πως το Βατικανό δεν ανακατεύεται σε τέτοια πράγματα». «Δεν καταλαβαίνω, τι δουλειά έχω εγώ με το Βατικανό;» «Θα στα πω από κοντά, δε μπορώ να μιλάω απ’ το ταξί». «Εμένα με ρώτησαν αν θέλω να τους μιλήσω για τη δουλειά μου, για τα έργα μου, γι’ αυτά που γράφω. Τι δουλειά έχει το Βατικανό κι η εκκλησία;» «Δεν ξέρω». «Πώς το λένε το περιοδικό;» «Δε θυμάμαι, ΒΑΤΙΚΑΝΟ νομίζω». «Κάποιο λάθος θα κάνεις, εμένα μου το είπαν αλλιώς». «Μ’ αμφισβητείς; Σου λέω πως εγώ το κανόνισα, από εκεί έρχομαι». «Πότε το κανόνισες;» «Δηλαδή δεν το κανόνισα ακόμα, μια συζήτηση έκανα». «Εμένα με πήραν εδώ και πέντε ώρες, εσύ πότε τους μίλησες;» «Ε… πριν από λίγο… έκανα μια ώρα να έρθω». «Γι’ αυτό δε μου λέει τίποτα το ΒΑΤΙΚΑΝΟ κι η καθολική εκκλησία, γιατί με πήραν από αλλού». «Τι να σου πω» έκανε. «Βατικανό είναι, κάνει φαίνεται και θαύματα». Και μου έκλεισε το τηλέφωνο.

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Οι "παρατηρήσεις" του pirandello.

«Πώς πάει;» ρώτησε ο Pirandello. «Μια απ’ τα ίδια» είπα. «Κάτι δεν πήγε καλά ή μου φαίνεται;» ρώτησε πάλι. «Όχι, μια χαρά είμαι, λίγο προβληματισμένος». «Εννοώ με το έργο, χθες ήταν άσπρο… τώρα είναι… περίεργο». «Όχι, είναι εντάξει, θέλει τον χρόνο του, να μείνει όλη τη νύχτα». «Ξέρεις τι προσέχω; Ότι όταν προσέχεις τη σύνθεση αδιαφορείς για τις ματιέρες. Και το αντίθετο». «Δεν το είχα προσέξει. Πράγματι» είπα, «μπράβο». «Δε μπορείς να τα κάνεις και τα δύο ή έτσι το θες;» «Όχι. Δηλαδή είναι λάθος… ή μπορεί να μην είναι, δεν ξέρω». «Κάποιος λόγος πρέπει να υπάρχει, εδώ είναι κάτι σαν χρώμα, αυτή η κατάσταση… πώς να το πω;» «Είναι σκουριά. Απλώς την έβαψα άσπρη». «Και αυτό το κουρέλι». «Η λινάτσα. Μ’ αρέσει αυτό το μοτίβο, είναι εμφανές, πλάθεται χωρίς να χάνει τη συνοχή του… κι αυτό το έβαψα άσπρο». «Άλλο θέλω να πω, εδώ, στο άλλο τελάρο, αυτό που έχει μόνο σίδερα». «Ναι, σίδερα και κόλλα… για την ώρα». «Είναι εντελώς διαφορετικά. Αναγνωρίζω ότι είναι δικά σου επειδή έχω δει κι άλλα τέτοια στοιχεία αλλά μεταξύ τους είναι… άλλη φιλοσοφία». «Είναι το υλικό που γεννάει το έργο. Τα σίδερα είναι σαφή, άκαμπτα, έχουν το ίδιο χρώμα, διαφορετικά πάχη, κλίσεις, καταλαβαίνεις; Είναι σαν σχέδιο, παίζεις με κάτι το δεδομένο και προσαρμόζεις σ’ αυτό τη σύνθεση ή αυτό στη σύνθεση». «Το προσαρμόζεις…» «Ή προσαρμόζεται. Εξαρτάται απ’ το ποιο είναι πιο δυνατό, τι έχει δίπλα του, έχει τους ίδιους κανόνες με το χρώμα. Ίσως γι’ αυτό δεν έχω βάλει χρώμα». «Και όλο αυτό το κόλπο επαναλαμβάνεται σ’ όλα τα τελάρα;» «Συνήθως ναι. Είναι κάποιοι κανόνες… ας πούμε μια αρμονία, όπως με τις νότες, αν βάλεις λάθος νότα δεν την αντέχεις να την ακούσεις. Το ίδιο και το σχέδιο, τη λάθος αναλογία στην πετάει έξω. Και φυσικά με το χρώμα». «Ωραία» είπε ο Pirandello. «Τέλειωσες;» «Νομίζω» είπα. «Πάμε να φάμε; Πείνασα». Και τα παρατήσαμε όλα σύξυλα και φύγαμε.

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

Οι "φωτοτυπίες" του pirandello.

«Τι είναι όλα αυτά τα χαρτιά;» ρώτησα. «Κάνω cat-ups είπε ο pirandello. «Δε βρήκα άλλα πρόχειρα». Έσκυψα και πήρα ένα απ’ το πάτωμα. «Μα αυτά είναι δικά μου» έκανα έκπληκτος. Ο Pirandello συνέχισε να κόβει τα χαρτιά μου μ’ ένα χάρακα, ακάθεκτος. «Μπορείς να τα ξανατυπώσεις» είπε. «Και το δοκίμασα πριν με εφημερίδες, δεν έλεγε». «Σταμάτα» του φώναξα, «με ποιο δικαίωμα το κάνεις αυτό, με ρώτησες;» «Όχι. Αλλά τα θεώρησα άχρηστα κι είπα να κάνω κάτι μ’ αυτά». Του πήρα τα χαρτιά και τα πέταξα στο άλλο τραπέζι.»Είσαι απαράδεκτος» είπα, «κοίτα τι έχεις κάνει εδώ». «Έδωσα ψυχή σε άψυχα πράγματα, τα κείμενα πρέπει να ζουν. Κανονικά θα ‘πρεπε να το κάνεις εσύ αυτό… και αντί να μου πεις ευχαριστώ με βρίζεις». «Τι να σου πω καημένε… τι να σου πω; Κοίτα. Κοίτα τι έχεις κάνει» «Είναι πολύ καλύτερα από πριν» είπε, «πέταξα τη σκαρταδούρα». «Εκτός απ’ το να τα κάνεις κομμάτια τα πέταξες κιόλας;» «Έκανα πειράματα. Και πέταξα κάποια. Δεν έλεγαν τίποτα. Αράδες για τις αράδες». «Δε φταις εσύ, εγώ φταίω που σ’ ανέχομαι» είπα. Και προσπάθησα να βάλω τα κείμενα σε μια σειρά… ήταν απελπισία, καταστροφή. «Μη κάνεις έτσι» είπε ο Pirandello, «είναι όλα φωτοτυπίες». «Τι είναι;» «Φωτοτυπίες. Ήθελα να κάνω ένα πείραμα και χρειαζόμουν κείμενα. Ήταν πιο εύκολο να κάνω φωτοτυπίες». «Θέλεις να πεις…» «Πως αυτές οι αηδίες που γράφεις βρίσκονται εκεί που τις είχες, ανέπαφες». «Γιατί δε μου είπες απ’ την αρχή;» «Δε μ’ άφησες, με πήρες απ’ τα μούτρα». «Τέλος πάντων» είπα. «Πάλι καλά». «Ξέρεις τι δουλειά χρειάζεται να βρίσκεις πράγματα να ταιριάζουν και να βγάζεις καινούργια νοήματα;» «Εγώ θέλω τα δικά μου τα νοήματα. Αν θες να παίζεις να παίζεις με δικά σου κείμενα». «Είσαι στριμμένος. Χωρίς λόγο. Και οπισθοδρομικός. Και αγνώμον». «Αγνώμον επειδή μου καταστρέφεις τη δουλειά μου; Πας καλά χριστιανέ μου;» «Είναι απλώς φωτοτυπίες. Και το αποτέλεσμα είναι πολύ καλύτερο αν θες να ξέρεις, είναι πρωτοπορία». «Πού τι βλέπεις την πρωτοπορία; Αυτά όλα έγιναν πενήντα χρόνια πριν». «Δεν είπα ποτέ πως ήταν δική μου ιδέα». «Αυτό έλειπε». «Αλλά είχα μια άλλη ιδέα». «Τι ιδέα;» «Τι θα κερδίσω αν στην πω;» «Τίποτα. Αλλά θα μου την πεις γιατί θες να κοκορευτείς σε κάποιον». «Δε θα την πω πουθενά». «Θα την πεις. Θα την πεις γιατί εσένα σου είναι άχρηστη. Και γιατί θες να κάνεις πάντα τον έξυπνο». «Δε θα στην πω. Αλλά ήταν πραγματικά καλή ιδέα». «Τέλος πάντων» είπα, «παρ’ τα». «Μπήκες τώρα στον πειρασμό;» «Απλώς μου ‘ναι άχρηστα». «Εγώ για ‘σένα δουλεύω» «Νόμιζα πως συνέβαινε το αντίθετο». «Εντάξει. Πες πως πρόκειται για ανταλλαγή. Ένα πάρε - δώσε μεταξύ φίλων». «Θες δηλαδή και κάτι σαν αντάλλαγμα; Αυτό μου λες;» «Θα μπορούσα να σου φτιάξω ένα καινούργιο βιβλίο». «Ένα παλαβό βιβλίο θες να πεις». «Ένα ενδιαφέρον βιβλίο, κάτι που θα ‘ναι συναρπαστικό… σαν αφηρημένη ανθολογία». «Κάνε ό,τι θες. Δε μ’ ενδιαφέρει». «Ας μη σ’ ενδιαφέρει. Εσύ θα συνεχίσεις να γράφεις κανονικά. Εγώ θα τα κάνω φωτοτυπίες και θα τα επεξεργάζομαι, τι λες;» «Κάνε ό,τι θες. Αρκεί να ‘ναι φωτοτυπίες». «Ωραία» είπε ο Pirandello. «Άκου τώρα και την ιδέα». Και μου την είπε. Δεν ήταν κακή.

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014

Η ιστορική Πρώτη συνέλευση κι ο pirandello.

Κόντευε μεσημέρι όταν καταφέραμε να ‘χουμε απαρτία. Και κάποτε καθίσαμε όλοι γύρω απ’ το μεγάλο τραπέζι της Καιτούλας, αυτό που 'χει έρθει απ’ την Αλεξάνδρεια. Απ’ τη μια οι αρχιτέκτονες κι απ’ την άλλοι οι καλλιτέχνες. Εγώ στη μια κεφαλή του τραπεζιού κι ο Pirandello απ’ την άλλη, απλώσαμε τα σχέδια ανάμεσα στους καφέδες και πιάσαμε τις ιδέες. «Όλοι ξέρουμε γιατί βρισκόμαστε εδώ» είπε ο Pirandello με παλαιοκομματικό ύφος, διακόπτοντας εκείνο το κλίμα αμφιθεάτρου που ‘χε δημιουργηθεί, «οπότε λέω να προσπεράσουμε τα προκαταρκτικά και να μπούμε κατευθείαν στο θέμα». Οι άλλοι όλοι ξαφνιάστηκαν. «Αν δεν έχετε αντίρρηση λέω ν’ αναλάβω εγώ τη διεξαγωγή της συζήτησης για να μην πελαγοδρομούμε». Και δίχως να περιμένει απάντηση συνέχισε: «εσείς έχετε κάποιες προτάσεις» είπε απευθυνόμενος στους αρχιτέκτονες. «Κι εσείς έχετε τις ιδέες» είπε στους άλλους. Κάτι πήγε να πει κάποιος. «Προτείνω λοιπόν να απευθύνεστε όλοι σε ‘μένα κι εγώ να διευθετώ το ζήτημα. Έτσι θα προχωράμε πιο γρήγορα». «Μοντέρνα Σταχτοπούτα» ψιθύρισε ο Θ. «Προτείνω επίσης να λαμβάνει ο καθένας τον λόγο με τη σειρά» είπε ο pirandello. «Έτσι δε θα καταλήξουμε χάβρα». «Νομίζω πως πρέπει ν’ αναλάβεις εσύ τη συζήτηση» μου έκανε χαμηλόφωνα η Φ. «Δε μαζευτήκαμε εδώ για να βγάλουμε Πάπα». «Λοιπόν» είπα, «ας εκθέσει κάποιος τα πράγματα, τι θέλουμε να κάνουμε… ο Δ.». Ο Δ. σηκώθηκε και ξερόβηξε. Ύστερα έστρεψε και υποκλίθηκε στον Pirandello, «με την άδειά σας δάσκαλε» του είπε και ο Pirandello ευχαριστημένος του έκανε εκείνον τον μορφασμό που χρησιμοποιεί για χαμόγελο. Ύστερα του έκανε νεύμα να συνεχίσει. Η Φ. είπε: «Δεν καταλαβαίνω τι γίνεται». Ο Θ. ήπιε μια γουλιά καφέ. Ύστερα έσκυψε μπροστά και της μουρμούρισε: «Αφού δε μπορείς να το αποφύγεις, απόλαυσέ το». Η Θ. - οι αρχιτέκτονες είναι Θ. και Θ. - πήρε τον λόγο: «ας μπούμε στην ουσία. Ποια είναι η ουσία για τον καθένα;» «Έχεις τα τσιγάρα μου;» τη ρώτησε ο Θ. Εκείνη ψαχούλεψε στην τσάντα της να βρει τα τσιγάρα του. «Πρέπει να τεθούν όλες οι απόψεις» είπε ενώ του τα έδινε. «Εμείς είμαστε εδώ για να υπηρετήσουμε αυτή την ιδέα. Θα κάνουμε βέβαια ό,τι νομίζουμε αλλά πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τι ακριβώς θέλετε να κάνετε κι εσείς». Ο Θ. τη διέκοψε για να πει: «η δική μας πρόταση εξαρτάται απ’ την αλλαγή χρήσης που θ’ αποφασίσετε. Αλλά υπάρχουν κάποιες βασικές δομές που δε μπορούν ν’ αγνοηθούν, οι διαστάσεις της σκάλας για παράδειγμα, τα ανοίγματα, η ιδέα πρέπει να προσαρμοστεί στις ανάγκες και το ανάποδο». «Συγγνώμη παιδιά» είπε η Φ. «τι ακριβώς λέμε;» "Ποιος παρακαλώ θα ήθελε να κρατήσει τα πρακτικά;" ρώτησε ο Pirandello. "Εγώ δάσκαλε" είπε ο Δ. και πήρε μπροστά του ένα χαρτί. Μετά ψάχτηκε και όταν διαπίστωσε πως δεν είχε πάνω του κάτι που να γράφει ζήτησε ένα μολύβι. "Ορίστε αγαπητέ μου" έκανε ο Pirandello και του έδωσε τη χρυσή πένα του. "Μπορεί να μου πει κάποιος τι κάνουμε τώρα;" ρώτησε αγανακτισμένη η Φ. «Συζητάμε» είπε ο Δ. "Αυτοσχεδιάζουμε" τον διόρθωσε ο Θ. «Ναι αλλά δε μαζευτήκαμε εδώ για να ξαναπιάσουμε τη συζήτηση απ’ την αρχή, έχουμε καταλήξει στο τι θέλουμε και πρέπει να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε με τα λεφτά που έχουμε». «Αυτό ακριβώς» είπε η Β. που δεν είχε μιλήσει καθόλου. «Πρέπει να ξέρουμε σε τι ύψος θα κινηθούμε». «Θα κάνουμε το καλύτερο με το χαμηλότερο κόστος» είπε ο Θ. «Εκτός αν εσείς θέλετε να βάλετε καλύτερα υλικά… που κοστίζουν βέβαια». «Όχι, δε θέλουμε» είπε η Φ. «Θέλουμε κάτι καλό που ν’ αντέχει. Μίλα κι εσύ» είπε ύστερα σε ‘μένα. «Εγώ δεν έχω να πω τίποτα» είπα. «Τον χώρο θα τον οριοθετήσουν οι ανάγκες. Και να δούμε που ανεβαίνουμε αν θελήσουμε να εκμεταλλευτούμε και τα ανεκμετάλλευτα αυτά τέσσερα δέκατα». «Εγώ λέω να δούμε πρώτα τι θα κάνουμε με το υπάρχον, να μην ανεβάζουμε το κόστος» είπε η Β. «Και εγώ συμφωνώ» είπε η Θ. «Απλώς πρέπει να το λάβουμε υπόψη μας, αν θέλετε δηλαδή να χρησιμοποιήσετε μετά και τα υπόλοιπα δέκατα πρέπει να το ξέρουμε». «Θέλετε άλλο καφέ;» ρώτησε η Β. «Κουλουράκια;» «Ναι, εγώ θα πάρω ένα κουλουράκι» είπε ο Pirandello, "είναι σπιτικά;" "Όχι, εδώ, απ' τον φούρνο" είπε η Β. Και κάπως έτσι εξελίχτηκε εκείνη η ιστορική Πρώτη συνέλευση.

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Η «ανακούφιση» του pirandello.

Ο pirandello έριξε μια ματιά πάνω απ’ το κεφάλι μου, στο τελάρο. «Κι η ιστορία συνεχίζεται» είπε. Συνέχισα να κάνω τη δουλειά μου. Εκείνος πήρε μια καρέκλα και έκατσε παράμερα κάπως, να βλέπει. «Μην πεις τίποτα» είπα χωρίς να γυρίσω να τον κοιτάξω. «Δεν είχα σκοπό» είπε και άναψε τσιγάρο. Ύστερα σηκώθηκε και πήγε κι έφερε κι ένα τασάκι. Δεν του έδωσα σημασία… αν κι αυτό μάλλον δε γίνεται. «Πώς σου φαίνεται; Ρώτησα στο τέλος. «Όπως τα άλλα» είπε αδιάφορα. «Πώς να μου φαίνεται;» «Ναι» είπα, «μπορεί να μοιάζει. Αλλά είναι διαφορετικό». «Φυσικά και είναι διαφορετικό» έκανε πάντα απαθής, «εφόσον δεν το ελέγχεις». «Το ελέγχω» απάντησα προσπαθώντας να δείχνω σίγουρος. Εκείνος άπλωσε το χέρι του και κάτι έδειξε. «Αυτό» είπε στυφά, «τι χρώμα είναι;» «Δεν έχει σημασία» είπα αποφεύγοντας ν’ απαντήσω, «λίγο με απασχολεί αν είναι μαύρο ή άσπρο, παίζω με τις υφές, τις υφές και το φως». «Δεν έχει καθόλου καλό φως εδώ που δουλεύεις» έκανε. «Αν δε βλέπεις άνοιξε το παράθυρο» του είπα εγώ κι εκείνος πήγε και το άνοιξε. Ύστερα ξαναγύρισε και έριξε μια πιο σχολαστική ματιά. «Εδώ» είπε κι έδειξε πάλι, «αυτό το σημείο είναι εντελώς αδούλευτο». «Ούτε αυτό έχει σημασία» είπα κι έβαλα τα εργαλεία στην άκρη. «Ήρθες να μου χαλάσεις τη μέρα;» «Με ρώτησες πώς μου φαίνεται. Θες ή δε θες να σου λέω;» «Θέλω. Αλλά επί της ουσίας». Ο Pirandello έξυσε το κεφάλι του. Ύστερα έβγαλε τα γυαλιά του και τα καθάρισε. Μετά τα φόρεσε ξανά κι έσκυψε πάνω στον πίνακα. «Δηλαδή θες να πεις πως υπάρχει κάποια ουσία σ’ αυτόν τον πίνακα;» «Πάντα κάτι είναι εκεί. Και κάτι είναι πιο ουσιώδες από κάτι άλλο». «Κι αυτό πώς το ξεχωρίζει ένας αδαής;» «Με προσοχή. Με προσπάθεια. Με το να συγκεντρώσει το μυαλό του στον πίνακα». Τον ένιωσα να προσπαθεί να συγκεντρωθεί. Κρατούσε μέχρι και την ανάσα του. «Μπορείς ν’ αναπνέεις» του είπα, «δε χρειάζεται να σφίγγεσαι». «Τίποτα» είπε ο Pirandello. «Δεν πιάνω τίποτα». «Καλά» είπα βλέποντας την απελπισία του. «Μπορεί να μην έχει ακόμα κάτι να πει». «Δηλαδή δε φταίω εγώ. «Δεν είναι απαραίτητο, μπορεί ο συγκεκριμένος κώδικας να ‘ναι ακατάληπτος. Ή ακόμα και λάθος». «Δηλαδή να μην είναι καλός ο πίνακας;» «Ας πούμε πως μπορεί και να μην πέτυχε» Ο Pirandello ξεφύσησε και έκατσε ξανά στην καρέκλα του. «Χαίρομαι» είπε. «Ανακουφίστηκα». «Εγώ πάλι καθόλου» είπα. Και συνέχισα να δουλεύω.

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Η "πρώτη" μέρα κι ο pirandello.

«Για πού το ‘βαλες;» «Δε σου είπα ότι πιάνω δουλειά;» «Μου το ‘πες. Αλλά δεν περίμενα πως θα το έκανες εδώ και τώρα». «Όσο κάθομαι εδώ δε βγαίνει τίποτα. Και θέλω να τη βγάλω αυτή τη δουλειά… όσο είναι καιρός». «Τι εννοείς;» «Όλα παίζονται. Μπορεί να μπουκάρουν οι Τούρκοι, μπορεί να κάνουν ανακεφαλαίωση οι τράπεζες, μπορεί να πέσει ο ουρανός να μας πλακώσει, δεν ξέρεις τι γίνεται». «Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει». «Αυτό λέω κι εγώ. Και εγώ τώρα πρέπει να κάνω αυτό. Μετά βλέπουμε». «Δε θα πάρεις χρώματα; Μ’ άδεια χέρια θα πας;» «Θα πάρω αυτά που χρειάζομαι». «Ένα κοπίδι. Ένα μέτρο και μια σπάτουλα. Αυτά;» «Αυτά. Για αρχή». «Εγώ πάντως προσφέρθηκα». «Το ξέρω, σ’ ευχαριστώ. Αλλά καλύτερα να πάω μόνος μου, δε θέλω παρέα». «Θα κατεβάσεις και τα σακάκια;» «Μπορεί. Πρέπει να βρω πρώτα ένα κλειδί». «Γαλλικό;» «Κανονικό, η πόρτα του εργαστηρίου είναι κλειδωμένη και έχασα το κλειδί». «Και πώς θα μπεις;» «Αν χρειαστεί θα φέρω κλειδαρά». «Θα διαρρήξεις δηλαδή το σπίτι σου;» «Έχω κλειδιά του σπιτιού, του εργαστηρίου δεν έχω. Είχα βλέπεις έμπνευση». «Θα έρθει κι ο φίλος σου; Αυτός που μου είπες πως θα σε βοηθήσει;» «Άλλη μέρα. Σήμερα θα πάω μόνος μου». «Είμαι πολύ περίεργος αν θα βγει τίποτα απ’ όλο αυτό». «Κι εγώ». «Δεν έχεις αγωνία;» «Κάποια αγωνία έχω. Αλλά άμα είμαι εκεί το ξεχνάω». «Θα κάνεις και τελάρα;» «Δεν ξέρω τι ακριβώς θα κάνω, ό,τι προκύψει». «Δεν είπες πως ενδιαφέρεται κάποια κοπέλα για το σπίτι;» «Αυτό είναι ανεξάρτητο». «Δε θα της πεις να το δει;» «Θα της πω. Όταν έρθει η ώρα». «Ναι… αλλά…» «Θα της πω. Σύντομα». «Κι αν το θέλει; Αν το αγοράσει;» «Αυτά παίρνουν χρόνο έτσι κι αλλιώς. Και άσε να το δει πρώτα, ύστερα το συζητάμε». «Φεύγεις;» «Ήρθε το αυτοκίνητο». «Καφέ πήρες; Τσιγάρα;» «Πήρα απ’ όλα. Έφυγα». «Αν θες τίποτα τηλεφώνησε». «Εντάξει. Αν χρειαστώ κάτι. Γεια». «Γεια. Εγώ εδώ θα ‘μαι…». «Ξέρω. Αν σε θέλω θα σου πω, γεια». «Πάντως εγώ θα καθόμουν ήσυχα - ήσυχα…».

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

Οι "βλακείες" του pirandello

«Πολλά δεν αντιμετωπίζονται, η βλακεία για παράδειγμα». «Ναι, σε ακούω» είπα, «συνέχισε». «Ε, αυτό». «Εντάξει, δεν το λες και σημαντικό» είπα. «Κακώς, είναι πρωτεύον». «Η βλακεία;» «Η βλακεία. Είναι σαν συντριπτικό κάταγμα, μπορεί να σε διαλύσει». «Μπορείς να την αγνοήσεις». «Θεωρητικά. Στην πράξη είναι αλλιώς». «Μιλάμε αόριστα και δε σε πιάνω». «Δε θέλω να γίνω συγκεκριμένος. Άλλωστε δεν είναι παρά μια γενική άποψη, μπορείς να την προσαρμόσεις όπου θες». «Δηλαδή γενικολογείς». «Μη μ’ εκνευρίζεις, καταλαβαίνεις πολύ καλά τι θέλω να πω, απλώς θέλω να παραμείνω ευγενής». «Ευγένεια θα ήταν αν το παράκαμπτες». «Ανοχή λέγεται αυτό, δεν είμαι υποχρεωμένος να την ανέχομαι». «Ναι, αλλά κι αυτός δεν είναι τρόπος». «Όταν σου συμβεί εσένα να ενεργήσεις εσύ όπως θες». «Είσαι εκνευρισμένος και την πληρώνω εγώ». «Δεν ήμουν εκνευρισμένος, εσύ με εκνεύρισες». «Κοίτα, αν θες να πεις κάτι πες το, εγώ δε σου φταίω». «Φταις γιατί κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις». «Καταλαβαίνω αλλά διαφωνώ με τον τρόπο». «Δε θέλω να επεκταθώ». «Αν δε θέλεις να επεκταθείς γιατί μου τα υπαγορεύεις όλα αυτά;» «Γιατί έχω κι εγώ αδυναμίες σαν άνθρωπος, σε κάποιον πρέπει κι εγώ να τα πω». «Εντάξει, λέγε εσύ κι εγώ γράφω, δε χρειάζεται να πληρώνω τη νύφη». «Ποιος μίλησε για νύφη;» «Λόγου χάρη». «Παραποιείς αυτά που λέω». «Εγώ; Γιατί δε λες ότι δεν ξέρεις πώς να το αντιμετωπίσεις;» «Προσπαθώ. Αλλά είναι πάνω απ’ τις δυνατότητές μου». «Τόση ώρα χαμένη για μια βλακεία». «Αυτό εννοώ. Γι’ αυτό εκνευρίζομαι, γιατί αισθάνομαι πως χάνω τον χρόνο μου». «Δεν το αισθάνεσαι, τον χάνεις». «Ακριβώς». «Θες να πάμε μια βόλτα;» «Όχι, μου ‘ρχεται και μου ξανάρχεται αυτή η βλακεία και μου ανάβουν τα λαμπάκια». «Αν πάμε μια βόλτα θα σου περάσει». «Δε θέλω να πάω βόλτα, θέλω να λύσω αυτό το ζήτημα». «Ναι, αλλά έτσι δεν το λύνεις, το διαιωνίζεις». «Σωστά. Μερικές φορές λες σωστά πράγματα». «Ξέρεις, η βλακεία μπορεί να είναι διαφορετικό μήκος κύματος, άλλη συχνότητα». «Δεν είναι μήκος κύματος, είναι παράσιτα». «Δεν είμαι ειδικός αλλά και τα παράσιτα πρέπει να είναι συχνότητα». «Ξέρεις, καλύτερα να σταματήσουμε εδώ την κουβέντα γιατί αν συνεχίσουμε θα πέσουμε στη λούμπα και θα λέμε βλακείες». «Συμφωνώ. Αλλά δε θα ήμασταν και εκτός θέματος». «Βλακείες».

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Το tweed του pirandello

«Μου τα ‘χεις ξαναπεί αυτά, όλο λόγια είσαι». «Ναι, εδώ που τα λέμε δεν έχεις άδικο. Μόνο που αυτή τη φορά υπάρχουν κάποιες συνιστώσες… ίσως το πλήρωμα του χρόνου… ξέρεις». «Και θα δουλεύεις κι εδώ κι εκεί;» «Κάπως έτσι. Θα κάνω δηλαδή εκεί κάποια κομμάτια που δε μπορώ να τα κάνω εδώ». «Και τέρμα δηλαδή τα γραψίματα; Αυτό ήταν;» «Αυτό θα ‘ναι για κάποιο διάστημα. Ύστερα βλέπουμε». «Τον είδες τον χώρο; Εννοώ αν σου τον περιέγραψε κάποιος». «Έχω κάποιες πληροφορίες, όχι σπουδαία πράγματα… είναι μεγάλος… αρκετός». «Και αν σου πουν όχι;» «Γιατί βάζεις μπροστά το τι θα γίνει αν δεν γίνει; Είσαι μια σκέτη άρνηση, το ξέρεις;» «Πρέπει να είσαι προετοιμασμένος για οτιδήποτε». «Αν δε γίνει εκεί θα γίνει αλλού, δε με νοιάζει. Τώρα είμαι σε μια φάση που θέλω να δείξω προς τα έξω μερικά πράγματα». «Και πέρσι τα ίδια έλεγες». «Δεν είναι το ίδιο. Και αν θες είμαι πιο ήρεμος, δεν είμαι όπως πέρσι». «Έχεις αποφασίσει ποια έργα θα δείξεις;» «Θα εξαρτηθεί απ’ τον χώρο φαντάζομαι. Αλλά έχω μάλλον περισσότερα απ’ όσα χρειάζονται». «Γιατί θες να κάνεις κι άλλα τότε;» «Γιατί δε θέλω η έκθεση ν’ αφορά μόνο το παρελθόν, μ’ ενδιαφέρει περισσότερο το μέλλον». «Πάντως η κρίση παραμένει. Και θα παραμείνει μέχρι να φύγουμε όλοι μας. Στο λέω μήπως δεν το έχεις υπόψη σου». «Το ‘χω, ευχαριστώ… με τον καλό λόγο πάντα». «Α, και κάτι άλλο, εγώ δε θα μπορώ να ‘ρθω». «Δεν πειράζει. Θα ‘ναι σαν να ‘σαι εκεί». «Μπορώ να βοηθήσω σε κάτι;» «Εσύ; Πώς;» «Να φτιάχνω καφέδες ας πούμε, να κουβαλάω τελάρα, οτιδήποτε». «Δε χρειάζεται. Μπορείς όμως να ‘ρθεις και να κάθεσαι να χαζεύεις». «Ίσως μπορώ ν’ ασχοληθώ με τον κατάλογο. Ή να σε πηγαινοφέρνω με το αυτοκίνητο». «Κανονίστηκε και το αυτοκίνητο. Εσύ μπορείς να ‘ρχεσαι όποτε θες. Πραγματικά δε χρειάζομαι τίποτα». «Εντάξει τότε, θα ‘ρχομαι για παρέα». «Ακριβώς αυτό, για παρέα, δε μπορούσες να σκεφτείς τίποτα καλύτερο». «Πότε αρχίζουμε;» ρώτησε ύστερα. «Την Τρίτη έχω ένα ραντεβού» είπα, «ας πούμε Τετάρτη». «Ωραία» είπε. «Πάω να δω τι θα βάλω». «Τι πάει να πει τι θα βάλεις; Δε θα πάμε σε δεξίωση». «Καλά, θα βάλω εκδρομικά… εκείνο το γκρι tweed».