Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

Η βανίλια του pirandello.

«Εσύ δεν κρατάς κακία στον εαυτό σου;», ρώτησα ενώ το γκαρσόνι μας έφερε σε παγωμένα ποτήρια από μια βανίλια. «Κακία; Για ποιο πράγμα;» «Να βρε παιδί μου, εσύ δεν ήθελες ποτέ να κάνεις πράγματα που εκείνος δε σ’ άφησε;» «Φυσικά. Αλλά γιατί να του κρατάω κακία; Για να τον ακούσω πάει να πει πως συμφώνησα… άρα δε φταίει αυτός που δεν έκανα εκείνο που μ’ άρεσε, εγώ θα έφταιγα». «Και με ποιον τα βάζεις όταν θέλεις κάποιον να ξεσπάσεις;» «Με κανέναν. Έρχομαι εδώ έξω και παραγγέλνω μια βανίλια». «Εμένα δε μου κάνουν τίποτα οι βανίλιες. Θέλω να τον πιάσω τον άλλον και να του ξεριζώσω τα δόντια. Εσύ; Δε σου ‘ρχεται ποτέ να πιάσεις κάποιον και να του βαράς το κεφάλι στα πλακάκια;» «Δεν ξέρω… καμιά φορά, ναι. Αλλά έρχομαι εδώ και παραγγέλνω μια βανίλια». «Και σου περνάνε τα νεύρα με τη βανίλια;» «Όχι. Αλλά μ’ αρέσει η βανίλια και δροσίζομαι». «Δε σε καταλαβαίνω. Τι σόι άνθρωπος είσαι; Τα κρατάς όλα μέσα σου;» «Μάλλον. Δεν φτιάχνουν τα πράγματα με το να ξυλοφορτώνω κάποιον». «Δε θες να σπάσεις το κεφάλι κάποιου στην Εφορία; Δε θες να δείρεις κάποιον στην Τράπεζα;» «Θέλω. Αλλά έρχομαι εδώ και παίρνω μια βανίλια». «Δεν υπάρχει κάτι ρε παιδί μου που να σε κάνει έξαλλο; Που να σε βγάζει απ’ τα ρούχα σου;» «Όλο και κάτι υπάρχει». «Α μπράβο. Τι σε βγάζει απ’ τα ρούχα σου;» «Το να μη μ’ αφήνει κάποιος ν’ απολαύσω τη βανίλια μου», είπε ο pirandello και τέλειωσε το θέμα εκεί.