Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014
ομοιοπαθητική του pirandello.
~«Πώς πάει;» με ρώτησε ο pirandello. Εγώ δεν είχα όρεξη και δεν του απάντησα.
Με γυρόφερε για λίγο κι ύστερα με ξαναρώτησε… δε θυμάμαι τι. Εγώ πάλι δεν απάντησα.
«Κοίτα» μου είπε, «αν δε μιλάμε και μεταξύ μας δε λέει, να το κλείσουμε το ρημάδι να πάει ο καθένας σπιτάκι του».
«Είμαι απογοητευμένος μ’ αυτά που γράφω» είπα.
«Δε σ’ αρέσουν; Γιατί αν δε σ’ αρέσουν παράτα τα και κάνε κάτι άλλο».
«Τι άλλο δηλαδή;»
«Δεν ξέρω, κάτι που να σ’ αρέσει».
«Τίποτα δε μ’ αρέσει, αυτό είναι το πρόβλημα» είπα.
«Είναι μια φάση που θα περάσει» είπε ο pirandello, «αυτά τα πράγματα δεν κρατάνε για πάντα».
«Τίποτα δεν κρατάει για πάντα»
«Α, είσαι χειρότερα απ’ ό,τι νόμιζα» είπε και μου ‘δωσε ν’ ανάψω τσιγάρο.
«Κοίτα τι θα κάνουμε» είπε. «Εγώ θα πάω μέχρι εκεί κάτω. Όταν δε θα με βλέπεις πια θα ‘ρθεις να με βρεις».
«Και γιατί να το κάνουμε αυτό;»
«Για να απασχολήσεις το μυαλό σου με κάτι άλλο, σαν ομοιοπαθητική».
Ύστερα πήρε το καπέλο του κι έφυγε. Τον παρακολούθησα μέχρι που χάθηκε απ’ τα μάτια μου. Είναι μια ώρα τώρα που ‘χει φύγει κι ανησυχώ. Και επ ευκαιρία έγραψα αυτό.