Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012
Τα "σκατοανθρώπινα" δικαιώματα κι ο pirandello.
Είναι μια κρύα μέρα του χειμώνα, του τελευταίου χειμώνα, σύμφωνα με τις ενδείξεις. Ο pirandello έβαλε τα χοντροπάπουτσα του, κάτι μποτάκια που μοιάζουν με άρβυλα και το κοτλέ με τις τσέπες στα γόνατα που φοράει συνέχεια, ένα πουλόβερ και ένα μπουφάν που βάζει μες στο σπίτι. Τέλος φόρεσε την τραγιάσκα του - που μάλλον τη φοράει και στον ύπνο του - και βγαίνοντας απ’ την πίσω πόρτα, έκανε τον γύρω και μπήκε στο γραφείο του απ’ την πόρτα της κουζίνας, απομακρύνοντας τις γάτες με το μπαστούνι του. Αυτή είναι μια ρουτίνα που κάνει κάθε πρωί. Έφτιαξε μετά καφέ και άναψε το αιρκοντίσιον να ζεστάνει λίγο. Άνοιξε μετά τα πατζούρια να μπει το φως, ένα γκριζογάλανο φως σαν από φθόριο που έχει σαν χαράζει. «Εδώ κοιμήθηκες;», με ρώτησε.
«Ναι», είπα, κουκουλωμένος ακόμα κάτω απ’ τα σκεπάσματα.»Τι ώρα είναι;»
«Ξημερώνει», μου είπε, «δε χρειάζεται να σηκωθείς».
Παρ’ όλα αυτά σηκώθηκα.
«Τι γίνεται;», ρώτησα παίρνοντας μια κούπα καφέ.
«Σκέφτομαι τα ανθρώπινα δικαιώματα», είπε ο pirandello.
«Τι σκέφτεσαι για τα ανθρώπινα δικαιώματα;»
«Ότι δεν υπάρχουν πια. Ότι κι αν υπάρχουν δεν τα θυμάται κανείς».
«Θα είδες τίποτα στην τηλεόραση», είπα εγώ, πάντα έτσι κάνει, κάθεται και ακούει διάφορα στην τηλεόραση και το πρωί μου τα σερβίρει για δικά του.
«Η τηλεόραση δε δείχνει πια τίποτα», είπε ο pirandello.
«Από πού προέκυψε τότε αυτό για τα ανθρώπινα δικαιώματα;», ρώτησα.
Ο pirandello έδειξε με το χέρι του το δωμάτιο. «Είναι αυτό το ίδιο δωμάτιο που ήταν ένα χρόνο πριν;», μου ανταπέδωσε την ερώτηση.
«Εγώ το βλέπω ίδιο», είπα μην ξέροντας τι άλλο να πω. «Απλώς κάνει λίγο κρύο».
«Ξέρεις τι πέτυχαν; Πέτυχαν να θεωρείς αυτονόητο ότι δεν πρέπει να ‘χεις θέρμανση τον χειμώνα, ότι αν δεν τους πληρώσεις τον φόρο έχουν το δικαίωμα να σου κόψουν το φως και να σ’ αφήσουν να πεθάνεις εδώ μέσα».
«Είναι πολύ νωρίς», είπα, «ακόμα δεν ήπια καφέ… δε μπορώ να σκεφτώ».
«Φυσικά», έκανε ο pirandello, «κανένας δε μπορεί να σκεφτεί, αυτό είναι το πρόβλημα».
«Να σκεφτεί τι; Τα ανθρώπινα δικαιώματα;»
«Είναι 30 μόλις άρθρα», είπε ο pirandello. «Θα μπορούσαν να γίνουν στάμπα στη μπλούζα σου, να γίνουν μπαϊράκι και να κρέμονται έξω από κάθε σπίτι, έχουν μεταφραστεί δεν ξέρω κι εγώ σε πόσες γλώσσες».
«Και τι θα ‘βγαινε μ’ αυτό;», ρώτησα.
«Τίποτα. Αλλά θα γινόταν ξεκάθαρη αυτή η παραβίαση, θα είχαν έναν λόγο να βγούνε στον δρόμο και ν’ απαιτήσουν τουλάχιστον να τους αναγνωρίζονται αυτά τα σκατοδικαιώματα».
Μετά πήγε κι έφερε ένα μεγάλο σεντόνι και μ’ έβαλε και αντέγραψα με ευανάγνωστα, μεγάλα γράμματα τη διακήρυξη.
Έτσι πέρασε σχεδόν όλο το πρωί, με τον pirandello να διορθώνει κάθε τόσο τα λάθη μου, μ’ ένα πινέλο που βουτούσε σ’ ένα κουπάκι με πλαστικό. Τέλος, όταν τέλειωσα ανεβήκαμε στην ταράτσα και απλώσαμε το σεντόνι έτσι που θα το έβλεπε - αν υπήρχε, Θεός.
«Γιατί δεν το κρεμάμε κάπου να φαίνεται;», ρώτησα ενώ έβαζα κάτι πέτρες να μην το πάρει ο αέρας.
«Όποιος θέλει βρίσκει τη διακήρυξη στο internet είπε ο pirandello, «αυτό είναι για άλλη δουλειά».