Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012
pirandello και pirandello
«Τι συμβαίνει;», ρώτησα, «μας έκοψαν το φως;»
«Όχι», είπε ο Pirandello, «έχω κατεβάσει τις ασφάλειες».
«Τι είδους παλαβομάρα είναι αυτή πάλι;», έκανα, έχω απηυδήσει πια.
«Δεν περίμενα να καταλάβεις», είπε εκείνος. «Προσπαθώ να επικοινωνήσω σε άλλη διάσταση».
«Μάλιστα. Και με ποιον;»
«Με τον εαυτό μου, στο μέλλον».
«Α, βέβαια», είπα, «κάθε μέρα το κάνω αυτό».
«Δεν αστειεύομαι», είπε πολύ σοβαρά ο pirandello. «Και σε πληροφορώ πως δεν είναι η πρώτη φορά που το επιχειρώ. Με επιτυχία εννοώ».
«Δηλαδή πώς»
«Αν αυτοσυγκεντρωθείς. Με την προϋπόθεση πως το θέλεις πραγματικά. Πως δε θα φοβηθείς να δεις τον αυριανό σου εαυτό».
«Γιατί να φοβηθώ;»
«Γιατί μπορεί ν’ αντικρίσεις κάτι φριχτό… είναι βέβαιο πως θα δεις κάτι φριχτό».
Σοβάρευε το θέμα και κάθισα. «Και γιατί αυτό πρέπει να γίνει στα σκοτεινά;»
«Εμένα με διευκολύνει αυτό», είπε ο Pirandello. «Εσύ μπορεί να μπορείς να το κάνεις με φως».
«Ωραία», είπα. «Εμένα γιατί μου ‘πες να ‘ρθω;»
«Για να ‘ναι κάποιος εδώ. Φοβάμαι μόνος μου».
«Τι έχεις σκοπό να κάνεις;», ρώτησα. Είχα αρχίσει να ανησυχώ.
«Μπορεί να εξαφανιστώ. Μπορεί να πάρει τη θέση μου αυτός. Και ξαφνικά να είμαι ένας γέρος, ένα γερόντιο που δε θα στέκει στα μυαλά του, που θα χέζεται πάνω του, που θα φτύνει και θα βαρυγκωμάει όλη την ώρα».
«Έτσι φαντάζεσαι πως θα γίνεις;»
«Έτσι δε γίνεται ο άνθρωπος;
«Έτσι γίνεται. Αλλά όχι απ’ τη μια ώρα στην άλλη, δε θα γίνει απόψε».
«Σε πειράζει να ξαπλώσεις εδώ; Δε θα κάνω φασαρία».
«Μα… δεν βρίσκω τον λόγο, όλα αυτά είναι βλακείες».
«Το ξέρω. Μόνο γι’ απόψε».
«Και αύριο; Δε θα θες να μείνω και αύριο;»
«Θα το ‘χω περάσει μια φορά. Απόψε είναι που φοβάμαι. Αν δεν γεράσω απόψε πάει να πει πως θα γίνει αργά, κανονικά».
«Εντάξει», του είπα, «θα μείνω εδώ, θα κοιμηθώ στον καναπέ».
«Όχι, καλύτερα να κοιμηθείς στην κρεβατοκάμαρα, έχω βολευτεί τώρα εδώ».
«Όπως νομίζεις», είπα και σηκώθηκα.
«Πας από τώρα;»
«Μπορώ να μείνω κι άλλο αν θες. Αλλά πιστεύω πως καταλαβαίνεις πως αυτά τα πράγματα που λες δε γίνονται».
«Δεν ξέρεις», είπε ο pirandello. «Μπορεί να φτάσω στην αγνωσία, να βγω απ’ τη συνείδησή μου. Και να δω τον εαυτό μου να περιφέρεται στον χρόνο, να τον δω να γερνάει, να πεθαίνει και να γεννιέται ξανά. Και το πρωί να είμαι πάλι εδώ και να μη θυμάμαι τίποτα. Γι’ αυτό θέλω έναν μάρτυρα, να το δει κάποιος».
«Μα πώς μπορώ να δω εγώ τι θα σκέφτεσαι;»
«Θα είναι κάτι υπερφυσικό, θα το νοιώσεις… θ’ αρχίσω να παραμιλώ, να ουρλιάζω, να βγάζω αφρούς, θα πέσω ξερός, ή θα σουλατσάρω στο ταβάνι, θα ξαμοληθώ με μια χρυσή κλωστή στον ουρανό, κάτι θα δεις».
«Εντάξει», είπα, έσβησα το τσιγάρο μου κι έφυγα. Αλλά φυσικά δε μπόρεσα να κοιμηθώ.