Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014
Η «ολονυχτία» του pirandello.
«Τι είναι όλα αυτά τα κεριά;», ρώτησα μπαίνοντας, «κλαίμε κανέναν;»
«Ήρθε η ώρα του», είπε ο pirandello, «απόψε θα του κάνουμε ολονυχτία».
«Άσε να δούμε πρώτα, αυτός είναι ικανός να την κάνει κι από τον τάφο», είπα.
«Δε θέλω απαισιόδοξες σκέψεις, θέλω να σκέφτεσαι θετικά».
«Και θα τον κλαίμε έτσι, στον αέρα;»
«Αν έχεις καμιά άλλη ιδέα πες την, μη ντρέπεσαι».
«Θέλω να πάω και να του σπάω τα μούτρα».
«Κουταμάρες, αυτές είναι παλιομοδίτικες μέθοδοι, τώρα όλος ο κόσμος πάει απλώς στην Τράπεζα και τα παίρνει».
«»Κι αν κάνει καμιά λαμογιά;»
«Δεν τον παίρνει», μου είπε και συνέχισε ν’ ανάβει τα κεριά.
«Δε θα κλείσω μάτι απόψε», είπα.
«Μα γι’ αυτό όλο αυτό το θέατρο», είπε ο pirandello στην άλλη μεριά του σπιτιού - πρέπει να ‘χε ανάψει ό,τι κερί είχε στο σπίτι, ακόμα και ‘κείνα των περασμένων μου γενεθλίων - «αλλιώς δε θα τη βγάζαμε τη νύχτα».
«Πόσες ώρες απέμειναν;», ρώτησα.
«Καμιά δεκαπενταριά… ώσπου να φάμε κάτι θα ‘χουν περάσει».
«Δεκαπέντε ώρες θα τρώμε;»
«Τρόπος του λέγειν, θα φάμε κάτι, θα πιούμε ένα κρασί, θα πούμε καμιά ιστορία…».
Και καθίσαμε να μετράμε τις ώρες, είχαν περάσει ήδη δέκα λεπτά.