Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014
Οι "φωτοτυπίες" του pirandello.
«Τι είναι όλα αυτά τα χαρτιά;» ρώτησα.
«Κάνω cat-ups είπε ο pirandello. «Δε βρήκα άλλα πρόχειρα».
Έσκυψα και πήρα ένα απ’ το πάτωμα. «Μα αυτά είναι δικά μου» έκανα έκπληκτος.
Ο Pirandello συνέχισε να κόβει τα χαρτιά μου μ’ ένα χάρακα, ακάθεκτος. «Μπορείς να τα ξανατυπώσεις» είπε. «Και το δοκίμασα πριν με εφημερίδες, δεν έλεγε».
«Σταμάτα» του φώναξα, «με ποιο δικαίωμα το κάνεις αυτό, με ρώτησες;»
«Όχι. Αλλά τα θεώρησα άχρηστα κι είπα να κάνω κάτι μ’ αυτά».
Του πήρα τα χαρτιά και τα πέταξα στο άλλο τραπέζι.»Είσαι απαράδεκτος» είπα, «κοίτα τι έχεις κάνει εδώ».
«Έδωσα ψυχή σε άψυχα πράγματα, τα κείμενα πρέπει να ζουν. Κανονικά θα ‘πρεπε να το κάνεις εσύ αυτό… και αντί να μου πεις ευχαριστώ με βρίζεις».
«Τι να σου πω καημένε… τι να σου πω; Κοίτα. Κοίτα τι έχεις κάνει»
«Είναι πολύ καλύτερα από πριν» είπε, «πέταξα τη σκαρταδούρα».
«Εκτός απ’ το να τα κάνεις κομμάτια τα πέταξες κιόλας;»
«Έκανα πειράματα. Και πέταξα κάποια. Δεν έλεγαν τίποτα. Αράδες για τις αράδες».
«Δε φταις εσύ, εγώ φταίω που σ’ ανέχομαι» είπα. Και προσπάθησα να βάλω τα κείμενα σε μια σειρά… ήταν απελπισία, καταστροφή.
«Μη κάνεις έτσι» είπε ο Pirandello, «είναι όλα φωτοτυπίες».
«Τι είναι;»
«Φωτοτυπίες. Ήθελα να κάνω ένα πείραμα και χρειαζόμουν κείμενα. Ήταν πιο εύκολο να κάνω φωτοτυπίες».
«Θέλεις να πεις…»
«Πως αυτές οι αηδίες που γράφεις βρίσκονται εκεί που τις είχες, ανέπαφες».
«Γιατί δε μου είπες απ’ την αρχή;»
«Δε μ’ άφησες, με πήρες απ’ τα μούτρα».
«Τέλος πάντων» είπα. «Πάλι καλά».
«Ξέρεις τι δουλειά χρειάζεται να βρίσκεις πράγματα να ταιριάζουν και να βγάζεις καινούργια νοήματα;»
«Εγώ θέλω τα δικά μου τα νοήματα. Αν θες να παίζεις να παίζεις με δικά σου κείμενα».
«Είσαι στριμμένος. Χωρίς λόγο. Και οπισθοδρομικός. Και αγνώμον».
«Αγνώμον επειδή μου καταστρέφεις τη δουλειά μου; Πας καλά χριστιανέ μου;»
«Είναι απλώς φωτοτυπίες. Και το αποτέλεσμα είναι πολύ καλύτερο αν θες να ξέρεις, είναι πρωτοπορία».
«Πού τι βλέπεις την πρωτοπορία; Αυτά όλα έγιναν πενήντα χρόνια πριν».
«Δεν είπα ποτέ πως ήταν δική μου ιδέα».
«Αυτό έλειπε».
«Αλλά είχα μια άλλη ιδέα».
«Τι ιδέα;»
«Τι θα κερδίσω αν στην πω;»
«Τίποτα. Αλλά θα μου την πεις γιατί θες να κοκορευτείς σε κάποιον».
«Δε θα την πω πουθενά».
«Θα την πεις. Θα την πεις γιατί εσένα σου είναι άχρηστη. Και γιατί θες να κάνεις πάντα τον έξυπνο».
«Δε θα στην πω. Αλλά ήταν πραγματικά καλή ιδέα».
«Τέλος πάντων» είπα, «παρ’ τα».
«Μπήκες τώρα στον πειρασμό;»
«Απλώς μου ‘ναι άχρηστα».
«Εγώ για ‘σένα δουλεύω»
«Νόμιζα πως συνέβαινε το αντίθετο».
«Εντάξει. Πες πως πρόκειται για ανταλλαγή. Ένα πάρε - δώσε μεταξύ φίλων».
«Θες δηλαδή και κάτι σαν αντάλλαγμα; Αυτό μου λες;»
«Θα μπορούσα να σου φτιάξω ένα καινούργιο βιβλίο».
«Ένα παλαβό βιβλίο θες να πεις».
«Ένα ενδιαφέρον βιβλίο, κάτι που θα ‘ναι συναρπαστικό… σαν αφηρημένη ανθολογία».
«Κάνε ό,τι θες. Δε μ’ ενδιαφέρει».
«Ας μη σ’ ενδιαφέρει. Εσύ θα συνεχίσεις να γράφεις κανονικά. Εγώ θα τα κάνω φωτοτυπίες και θα τα επεξεργάζομαι, τι λες;»
«Κάνε ό,τι θες. Αρκεί να ‘ναι φωτοτυπίες».
«Ωραία» είπε ο Pirandello. «Άκου τώρα και την ιδέα».
Και μου την είπε. Δεν ήταν κακή.