«Πάει κι αυτός ο χρόνος», είπε ο Pirandello ενώ είχαμε καθίσει να φάμε καλαμαράκια σε μια ψαροταβέρνα στην παραλία.
«Μα αύριο είναι δεκαπενταύγουστος», είπα εγώ, «έχουμε άλλους έξι μήνες παρά δυο βδομάδες».
«Για ‘μένα τέλειωσε».
«Δεν σε καταλαβαίνω».
«Δεν καταλαβαίνεις γιατί κοιτάς τον χρόνο ημερολογιακά».
«Πώς θα έπρεπε να τον κοιτάω;»
«Με γεγονότα, τι μένει μέχρι την Πρωτοχρονιά πια;»
«Δεν ξέρω. Του Αγίου Δημητρίου τον Οκτώβριο, η εθνική επέτειος… μπορεί να κάνουμε ξανά εκλογές».
Τίποτα δεν είναι τόσο σημαντικό όσο μία Πρωτοχρονιά. Μετά όλα μπαίνουν στο ίδιο καλούπι μέχρι την επομένη. Στην ουσία δε ζούμε τίποτα ενδιάμεσα, σαν να κάνουμε άλματα, Πρωτοχρονιά του 10, του 11, του 12… σαν «χρονικοί άλτες».
«Τι θα πιούμε;»
«Μπύρα, τι άλλο;»
«Έχει ωραίο αεράκι απόψε», είπα. «Έχουμε άραγε δεύτερη πανσέληνο τον Αύγουστο;»
«Γιατί πηδάς απ’ το ένα θέμα στο άλλο;», ρώτησε ο Pirandello.
«Προπονούμε για την Πρωτοχρονιά», είπα εγώ.
«Τα καλαμαράκια σας κύριοι», είπε ο σερβιτόρος και ακούμπησε την παραγγελία στο τραπέζι.
«Ωραία είναι εδώ», είπε ο Pirandello ενώ τρώγαμε. «Να ξανάρθουμε».
«Μα πάντα εδώ ερχόμαστε», είπα εγώ.
«Το λέω επειδή δε θυμάσαι, από χρόνο σε χρόνο», είπε ο Pirandello αλλά το άφησα ασχολίαστο.