Ο Pirandello μπήκε κατάκοπος και σωριάστηκε στην πρώτη καρέκλα που βρήκε. Μετά μου έκανε νόημα να του βάλω καφέ, δε μπορούσε καν να μιλήσει.
«Θα μου πεις τέλος πάντων τι έγινε;», ρώτησα αφού είχε πιει μια γουλιά καφέ και είχε αρχίσει να συνέρχεται.
«Κατάθλιψη, τι άλλο;», απάντησε ο Pirandello. «Όταν οι γιατροί δεν ξέρουν τι έχεις, σου λένε ότι έχεις κατάθλιψη».
«Καλά, αυτό είναι γνωστό, δε χρειαζόταν να μας το πει ο γιατρός», έκανα, «λύση στο πρόβλημά μας έδωσε;»
«Οι γιατροί δε δίνουν λύσεις, δεν είναι μαθηματικοί, αυτοί δίνουν χάπια. Χάπια και αποστασιοποίηση, μακριά από οτιδήποτε διαταράσσει την ψυχική ισορροπία».
«Αυτό είναι σωστό», είπα.
«Με το μέρος ποιανού είσαι τώρα εσύ;», φώναξε, «εγώ δήλωσα πως χάπια δεν παίρνω».
«Συμφωνώ», είπα. «Και καλά κάνεις».
«Δε γίνεται να κουβεντιάσουμε έτσι», είπε. «Ή θα συμφωνείς, ή θα διαφωνείς. Δε γίνεται και τα δυο».
«Μπορεί να συμφωνώ με κάτι και να διαφωνώ μ’ ένα άλλο, το άλλο που λες δε γίνεται».
«Μου πας συνέχεια κόντρα», είπε. «Γι’ αυτό δεν είμαι καλά».
«Πες μου τι θέλεις να κάνω και θα το κάνω», είπα εγώ, δεν ήθελα να τον εκνευρίζω. Εκνευρίζεται με οτιδήποτε όμως.
«Δε φταις εσύ», είπε. «Είναι η κατάσταση τέτοια. Μπορεί να φταίει και το φεγγάρι».
«Τι δουλειά έχει τώρα το φεγγάρι;», ρώτησα.
«Πώς…», έκανε, «επηρεάζει… όλες αυτές οι Πανσέληνοι».
«Δεν ήξερα πως πιστεύεις σ’ αυτά τα πράγματα».
«Δεν πιστεύω. Αλλά κάπου πρέπει να ρίξω το φταίξιμο».
«Γιατί δεν παίρνουμε τα μπαγκάζια μας στον ώμο να κάνουμε διακοπές; Γιατί δεν πάμε σε ένα νησί για παράδειγμα;»
«Νησί; Μα δε βλέπεις τι γίνεται; Δολοφονίες, ληστείες, φωτιές… πα πα πα πα, δε μπορώ τα μπλεξίματα».
«Τότε να καθίσουμε εδώ να βλέπουμε τηλεόραση», είπα, «έχει ένα σωρό επαναλήψεις.
«Άρα το σωστό είναι να ξαναβλέπουμε τηλεόραση», είπε.
«Εντάξει, να ξαναβλέπουμε».
«Μα δε μπορώ να κάνω συνέχεια τα ίδια», έκανε ο Pirandello, «χάνω την αίσθηση του χρόνου έτσι».