Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014
Η Σαρανταπόρου κι ο pirandello.
«Είπα να ξαναγυρίσω εδώ που δεν συμβαίνει τίποτα».
«Θα κάνουμε και έπαρση σημαίας;»
«Όχι. Θα περιμένουμε εδώ να έρθουν τα έργα. Ύστερα θα τα μαζέψουμε και θα φύγουμε».
«Εγώ θα έλεγα να κρεμάσουμε ένα - δυο».
«Θα δούμε. Πρέπει να φέρουμε το τραπέζι λίγο πιο στη μέση και να ξεφορτωθούμε εκείνες τις καρέκλες».
«Στην ουσία μιλάμε δηλαδή για τρεις τοίχους, άντε τέσσερις».
«Είναι κι οι έξι θέσεις μέσα».
«Επάνω;»
«Επάνω θα πάμε τα άφτιαχτα. Και λέω μήπως κλείσουμε εντελώς τα παράθυρα».
«Εδώ δε χωράει εκείνο το τρίπτυχο;»
«Νομίζω ότι χωράει. Εδώ παλιά είχα το ένα απ’ τα δίδυμα».
«Αν έλειπε αυτός ο τοίχος…»
«Ξέχνα το, δε γίνεται».
«Και από φώτα τι γίνεται;»
«Ίσως πάρουμε μια - δυο λάμπες ακόμα».
«Δεν έχει τόση φασαρία που έλεγες».
«Παλιά είχε κίνηση νωρίς το πρωί. Και ύστερα πάλι αργά το μεσημέρι. Τις άλλες ώρες είναι συνήθως ήσυχα».
«Ούτε έχει τόση υγρασία… αν σκεφτείς πως έχει μείνει τόσα χρόνια κλειστό».
«Είναι μαγικό σπίτι, δε σ’ αφήνει να φύγεις».
«Εσύ όμως έφυγες».
«Ναι. Για άλλους λόγους».
«Και τώρα;»
«Θα το κάνω το στέκι μου. Μόνο έργα».
«Ήρθαν».
«Άνοιξέ τους».
«Πού τα ακουμπάμε;» ρώτησε ο άνθρωπος.
«Εδώ τα μεγάλα», είπε ο Pirandello, «τα μικρά στον άλλο τοίχο και θα δούμε μετά εμείς που θα τα βάλουμε.
«Δε σας έχω ξαναδεί εσάς» είπε ο άνθρωπος.
«Είμαι ο μάνατζερ του κυρίου».
«Σε πέντε λεπτά θα ‘χουμε τελειώσει» είπε ο άνθρωπος. Επέμενε ότι είχε ξανάρθει και εδώ και στο Μάτι. Εγώ δεν τον θυμόμουν με τίποτα.