Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014
Ο pirandello βοηθός.
«Να» είπα, «κολλάω αυτή τη λινάτσα και αυτά τα χαρτιά…»
«Τα γυαλόχαρτα».
«Ναι, σωστά, τα γυαλόχαρτα… αλλά θα μπορούσε να ήταν άλλα χαρτιά ή ένα σίδερο, κάτι με άλλη υφή».
«Κατάλαβα. Και τώρα τι κάνουμε;»
«Τώρα φέρε μου το φλιτζάνι μου με τον καφέ».
«Θες να σου βάλω ζεστό;»
«Όχι, το θέλω για εδώ».
«Κατάλαβα».
«Είναι ένα στάνταρ χρώμα, κανονικά η λινάτσα θα πρέπει να γίνει καφέ».
«Κι αν δε γίνει;»
«Θα γίνει. Θα διατηρήσει την υφή της και θα ενοποιηθεί με τα γύρω».
«Και τώρα;»
«Τώρα περιμένουμε».
«Πόσο;»
«Αύριο θα μπορούμε να επέμβουμε, να μείνει μέχρι ν’ απορροφηθεί η κόλλα».
«Και μετά;»
«Μετά θα βάλουμε κάτι γραμμικό, άσπρο ή κάτι άλλο, θα δω».
«Γιατί; Τι εννοείς;»
«Θέλει κάτι συγκεκριμένο και γραμμικό για να οριοθετήσει το χάος».
«Και μετά;»
«Μετά μπορούμε να πάμε για ψάρεμα, σινεμά ή όπου αλλού θες».
«Δηλαδή αυτό ήταν; Τελειώσαμε;»
«Όχι ακριβώς. Αύριο που θα ‘χει στεγνώσει θα μπορούμε να επέμβουμε, θα ξηλώσουμε τη λινάτσα και θα παραμείνει ένα αποτύπωμα. Ένα φωτεινό αποτύπωμα σε σκούρο φόντο. Μετά θα προσθέσουμε άσπρο στην πάνω δεξιά γωνία και θα τραβήξω μερικές μαύρες γραμμές ή κάτι τέτοιο. Ύστερα θα οριοθετήσουμε το κάτω μέρος που τελειώνει αυτή η κεντρική φόρμα με κάποιο τρόπο, δεν έχω σκεφτεί ακόμα πως και στο τέλος θα βάλουμε μια καθαρή κάθετη γραμμή που θα τα στηρίζει όλα αυτά».
«Και γιατί πρέπει να περιμένουμε μέχρι αύριο; Θα σκάσω ως αύριο».
«Γιατί κάθε τι θέλει τον χρόνο του. Αν ξηλώσουμε τη λινάτσα άκαιρα θα ξηλώσουμε μαζί και το φόντο και δε θα ‘χουμε κάνει τίποτα».
«Και τώρα δηλαδή τι κάνουμε; Έχει κάποιο νόημα;»
«Ναι. Μια αρμονία. Και μια εικόνα που δε θα μπορούσε να υπάρξει δίχως τη δική μας παρέμβαση».