Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

Τα σκυλιά του pirandello

Μια μέρα κάποιος περίεργος μπήκε στο σπίτι και του την έπεσαν τα σκυλιά να τον φάνε. τότε αυτός έβαλε τις φωνές και τους πέταξε ένα κουκουνάρι που βρήκε πρόχειρο. Τα σκυλιά ασχολήθηκαν με το κουκουνάρι και τον παράτησαν. Τότε ο τύπος πήρε ένα ξύλο και πήγε να τα βαρέσει πισώπλατα για να τα εκδικηθεί που τον τρόμαξαν. Αυτά του χύμηξαν, η μεγάλη στο πόδι από πίσω και ο μικρός στο χέρι από μπροστά και τον έριξαν κάτω. Μετά άρχισαν να τον μασάνε κανονικά ενώ αυτός ούρλιαζε. Θα τον είχαν κάνει κομμάτια αν δεν είχε εμφανιστεί ο pirandello μ' ένα καδρόνι. Ο τύπος τον είδε κι άρχισε να φωνάζει πιο δυνατά, "παρ' τα βρωμόσκυλά σου από πάνω μου" και τέτοια. Τότε ο pirandello πήγε και του έδωσε μια με το καδρόνι στο κεφάλι και τον άφησε σύξυλο. Αμέσως τα σκυλιά τον παράτησαν και ο pirandello τα πήρε απ' το λουρί και τα έβαλε μέσα.Μετά με φώναξε και δώσαμε στον άνθρωπο τις πρώτες βοήθειες. Εκείνος συνήλθε και άρχισε να μας βρίζει. Πήρα τότε κι εγώ το καδρόνι και του 'δωσα κι εγώ μία, πάλι στο κεφάλι. Όταν συνήλθε δε θυμότααν τίποτα και τον έχουμε περιμαζέψει από τότε στο σπίτι μας και βγάζει τα σκυλιά βόλτα. Τον ρωτήσαμε να μαςς πει πώς τον λένε αλλά δε μιλάει. Ίσως έτσι να είναι καλύτερα. Αν μίλαγε δεν ξέρω τι θα 'λεγε. Και το να βρεις μια δουλειά σ' αυτούς τους καιρούς δεν είναι και το πιο εύκολο. Έτσι δεν είναι;

Παρασκευή 8 Αυγούστου 2014

Η σημειολογία του pirandello.

«Καλά, τι κάνουν όλοι αυτοί οι εργάτες; Και τι τα θέλουμε αυτά τα τούβλα;», ρώτησα μπαίνοντας. Ο pirandello δάγκωσε το μολύβι του και κοίταξε μια εμένα και μια το τοπογραφικό που είχε μπροστά του. «Θα κάνουμε μερικές αλλαγές», είπε μετά. «Τι αλλαγές θα κάνουμε πάλι;», Μια χαρά δεν είμαστε;», έκανα και πήρα μια καρέκλα και κάθισα. «Μην κάθεσαι», μου είπε, «εσύ θα επιβλέπεις τους εργάτες». Τον κοίταξα παραξενεμένος. «Εγώ; Και τι ξέρω εγώ;» «Κοίτα», είπε, «ξέρεις από όνειρα. Αυτό φτάνει». «Δεν καταλαβαίνω, τι θα κάνω;» «Θα κτίσουμε τις πόρτες και τα παράθυρα. Θέλω να το κάνω ησυχαστήριο». Χωρίς πόρτες;» «Θ’ ανοίξουμε κάποιες τρύπες να μπαινοβγαίνει ο αέρας, δε θα ‘ναι εντελώς κλειστό. Απλώς δε θα τους βλέπουμε και δε θα μας βλέπουν». «Τι παλαβομάρα είναι πάλι αυτή; Αυτό δε θα ‘ναι σπίτι, θα ‘ναι γραβιέρα». «Μια χαρά θα είναι, θα βρούμε την ησυχία μας». «Εγώ δε μπορώ να ζήσω σ’ ένα σπίτι με τρύπες. Και στο κάτω – κάτω μένω κι εγώ εδώ, θα έπρεπε να με ρωτήσεις». «Εντάξει, θα μοιράσουμε το σπίτι στη μέση. Εγώ θα πάρω αυτό το δωμάτιο και το χολ. Εσύ πάρε την κρεβατοκάμαρα και το μπάνιο». «Και την κουζίνα;» «Πάρε και την κουζίνα. Αλλά θα βάλουμε μια πόρτα ανάμεσα. Κι εσύ θα μπαινοβγαίνεις από πίσω». «Σκοπεύεις να καταργήσεις και την εξώπορτα;» «Δεν έχω αποφασίσει. Επίσης δεν έχω αποφασίσει το χρώμα». «Ποιο χρώμα; Τι θα βάψεις» «Λέω να το κάνω κόκκινο, μέσα - έξω». «Γιατί; θα πάρεις επιχορήγηση απ’ τον Περισσό;» «Όλα έχουν τη σημασία τους. Αποφάσισα να κινηθώ σημειολογικά». «Και σημειολογικά αυτό τι θα είναι;» «Ο τάφος της αριστεράς… δεν ξέρω, θα είναι ένα μνημείο… το κενό της επικοινωνίας… το διάτρητο εγώ του καθενός… δεν ξέρω, πρέπει να το σκεφτώ».

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2014

Ο Pirandello ζητάει συγγνώμη για τα λάθη, παραβλέψτε τα.

BERTOLT BRECHT ΤΡΟΜΟΣ ΚΑΙ ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΡΑΪΧ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΓΓΕΛΑΣ ΒΕΡΥΚΟΚΑΚΗ Α θ Η Ν Α 1970 , Τό βιβλίο τούτο με τά είκοσιτέσσαρα μονόπρακτα του Μπ. Μπρεχτ εκδίδεται για πρώτη φορά στη γλώσσα μας. Ή μετάφραση έγινε από τή γερμανική, γλώσσα το" πρω- τοτύπου. εκδόσεις «καλβος» ΑΝΑΞΑΓΟΡΑ I, ΑΘΗΝΑ Τηλ.: 5240241 ΣΗΜΕΙΩΜΑ Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει τις περίφημες είκοσιτέσσε- ρις σκηνές, πού έγραψε ό Μπρεχτ εξόριστος, ανάμεσα στο 1935 και το 1939. Μερικές άπ' αυτές τις σκηνές ανεβάστηκαν για πρώτη φορά στο Παρίσι το 1937, μέ σκηνοθεσία τοΰ συγγραφέα. "Οταν ό Μπρεχτ έγραφε αυτά τά μονόπρακτα, δέν είχε α- κόμα αποκαλυφθεί δλη ή φρίκη της φασιστικής εξουσίας. *Ηταν δμως αισθητή στη βαρειά ατμόσφαιρα της δημόσιας και της ι- διωτικής ζωής, στην προετοιμασία τής τρομοκρατίας μέ τήν κατασκευασμένη έκ των άνω διαστροφή τής γλώσσας, μέ την καταπίεση, τή δυσπιστία και τήν υποκρισία, πού κάποτε στά- θηκαν πιό καταλυτικές κι άπό τήν ίδια τήν ωμή τρομοκρατία. Ό Μπρεχτ μάς δείχνει σ' αυτές τις σκηνές, μέ διαύγεια πού φτάνει ώς τή φρίκη, πώς «πολύ πριν φανούν άπό πάνω μας τά βομβαρδιστικά», οι γερμανικές πόλεις δέν ήσαν κατοικήσιμες. Ό Μπέρτολτ Μπρεχτ, ποΰ γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρί- ου 1898 στό "Αουγκσμπουργκ, είναι ένας άπό τους μεγαλύτερους συγγραφείς τής Γερμανίας τοΰ εικοστού αιώνα. Σπούδασε στήν άρχή ιατρική και φυσικές επιστήμες, γρήγορα δμως στράφηκε στό θέατρο, και εργάστηκε σάν υπεύθυνος ρεπερτο- ρίου καϊ σκηνοθέτης στα «Κάμμερσπήλε» τοΰ Μονάχου, κι αρ- γότερα σάν υπεύθυνος ρεπερτορίου κοντά στον Μάξ Ράινχαρτ, στό Βερολίνο. Γιά τό δεύτερο κιόλας έργο του, τό «Τύμπανα μέσα στή νύχτα», πήρε τό βραβείο Κλάιστ. Τήν επομένη της πυρκαγιάς τοΰ Ράιχσταγκ, ό Μπρεχτ έφυγε στό εξωτερικό. Οί σταθμοί της προσφυγιάς του ήσαν ή Αυστρία, ή Δανία, ή Σουη- δία, ή Φινλανδία, ή Σοβιετική "Ενωση, οί ΗΠΑ και ή Ελβετία. 7 To 1948 ξαναγύρισε στή Γερμανία (Ανατολική), κι ώς τό θά- νατο του (14 Αυγούστου 1956) διεύθυνε μαζί μέ τή γυναίκα του Έλένε Βάιγκελ τό «Μπερλίνερ Άνσάμπλ», ένα θίασο πού ώς σήμερα εφαρμόζει τϊς θέσεις του περί «επικού θεάτρου». Ό Μπέρτολτ Μπρεχτ είναι κοινωνικός συγγραφέας: συνδυάζει την επιθετική κοινωνική κριτική άπό τό σημείο εκκίνησης τοϋ κοινού άνθρωπου, μέ τις σκληρές, νηφάλιες φόρμες της σύγχρονης αν- τικειμενικότητας. ΕΤναι κι ένας μεγάλος σατιρικός και δέχτηκε πολλές επιδράσεις, άπό τον Βιγιόν ώς τόν Κίπλιγκ. Ακούρα- στα πειραματίστηκε μέ τή δραματική τέχνη για νά δημιουργή- σει την κατάλληλη φόρμα, για τό ξεσκέπασμα ενός χαλασμέ- νου κόσμου και γιά τή διδασκαλία πού θά κάνει δυνατή την αλλαγή του. "Ολα δσα έγραψε ό Μπρεχτ προορίζονται, δπως εΤπε κάποτε ό ίδιος, «γιά τή χρησιμοποίηση τους άιτό τους ανα- γνώστες». 8 Επιθεώρηση του γερμανικού στρατεύματος "Οταν τόν πέμπτο χρόνο ακούσαμε, πώς αυτός πού λέει πώς είν' θεόσταλτος είναι πιά έτοιμος γιά τόν πόλεμο του, πώς σφυρηλατημένα είναι τά τάνκς, τά τουφέκια, τά καράβια, κι δτι στά υπόστεγα του έχει αεροπλάνα τόσα, πού αν διατάξει νά υψωθούν, θά σκοτεινιάσει ό ουρανός, αποφασίσαμε νά δούμε γύρω μας- τί σόι ανθρώπους, τί σόι λαό, σέ ποιά κατάσταση και μέ ποιες σκέψεις θέ νά καλέσει κάτω άπ' τή σημαία του. Κάναμ" επιθεώρηση. Νά τους πού κατεβαίνουν, πρόβατα πού διαβαίνουν. Και μπροστά περνούν ώραϊες (μ' ένα τσιγγέλι ό σταυρός, γιά νά κρέμετ' ό φτωχός) οϊ αίματόχρωμες σημαίες. Κι όσοι δέν προχωράνε, σά ζώα μπουσουλανε στά μεγάλα νικητήρια. Δέν άκοΟς παράπονα. Παίζουν τά μεγάφωνα τοΟ πολέμου εμβατήρια. Τις γυναίκες, τά παιδιά, τούς γερόντους στή σειρά τούς τραβοΟν. Και τους αρρώστους. Ζήσανε χειμώνες πέντε, δέ θά ζήσουν άλλους πέντε. Επιθεωρούμε τό στρατό τους. 1 Λαϊκή ενότητα * Νά οί "Ες - "Ες αξιωματικοί πού "χουν χορτάσει, βαρεθεί τούς λόγους και τή μπύρα του. Θέλουν νά είναι ό λαός φοβερός και τρομερός , κι υπάκουος στή μοίρα του. (Νύχτα της 30 Ιανουαρίου 1933. Δυό αξιωματικοί νΕς - "Ε; περπατοΟν στό δρόμο τρεκλίζοντας). Ο ΠΡΩΤΟΣ: Τώρα είμαστε άπό πάνω. Εντυπωσιακή λαμ- παδηφορία! Χτές χρεωκοπημένοι, σήμερα στήν Καγ- γελαρία. Χτές τά γεράκια τής αποτυχίας, σήμερα οί άϊτοΐ τοΰ Ράϊχ. (Κάνουν τό νερό τους). Ο ΔΕΪΤΕΡΟΣ: Και τώρα έρχεται ή λαϊκή ενότητα. Πε- ριμένω μιά καταπληκτική ανάταση τοΰ γερμανικού λαοΰ. Ο ΠΡΩΤΟΣ: Πρέπει δμως πρώτα νά ξορκίσουμε τόν γερ- μανικό άνθρωπο, γιά νά ξεπηδήσει μέσα άπ' αυτό τό 11 πλήθος τών ύπανθρώπιυν. Τί γειτονία εϊν' αύτη; Δέν έχει σημαίες. Ο ΔΕΠΈΡΟΣ: Χάσαμε τό δρόμο μας. Ο ΙΙΡΩΤΟΣ: Χάλια περιοχή. <Ι ΔΕΓΤΕΡΟΣ: Γειτονία κακοποιών. Ο ΙΙΡΩΤΟΣ: Λές νά κινδυνεύουμε 'δώ πέρα; Ο ΔΕΓΤΕΡΟΣ: Σε τέτοιες παράγκες δέ μπορεί νά μένουν καθώς πρέπει Γερμανοί. Ο ΙΙΡΩΤΟΣ: Δέν εχει και κανένα «ώς. <> ΔΕΓΤΕΡΟΣ: θά λείπουν άπ τά σπίτια τους. Ο ΙΙΡΩΤΟΣ: Μέσα είν' οί φίλοι. Λές νά πήγανε νά δουν από κοντά τό άρχίνημα τοΰ Τρίτου Ράιχ; "Ελα νά καλυφθούμε. (Ξαναρχίζουν νά κινούνται τρεκλίζοντας, ό πρώ- τος πίσω άπό τό δεύτερο). Ο ΠΡΩΤΟΣ: Έδώ δέν είναι ή γειτονιά πού περνάει τό κανάλι; Ο ΔΕΓΤΕΡΟΣ: Ξέρω γώ; Ο ΙΙΡΩΤΟΣ: Εκεί στή γωνιά ξεκαθαρίσαμε μιά μαρξιστι- κή φωλιά. Μετά είπανε πώς ήτανε σύλλογος καθολι- κών γιά μαθητευόμενους εργάτες. "OAc ψευτιές. Ού- τε ένας άπό δαύτους 3έ φορούσε γραβάτα. Ο ΔΕΓΤΕΡΟΣ: Λές νά τήν καταφέρει τήν λαϊκή ενό- τητα; Ο ΙΙΡΩΤΟΣ: Δέν υπάρχει τίποτα πού νά μήν τό καταφέρ- νει αυτός! (Στέκεται σάν πετρωμένος κι αφουγκράζεται "Ενα παράθυρο ανοίγει κάπου.) Ο ΔΕΓΤΕΡΟΣ: Τί 'ναι τοϋτο; (Βγάζει τήν ασφάλεια άτ»ό τό περίστροφο του. Ένας γέρος, μέ τά νυχτικά σκύβει άπό τό παρά- 12 θυρο και τόν ακούμε νά λέει σιγανά: «""Εμμα, έσϋ είσαι;») Ο ΔΕΓΤΕΡΟΣ: Νά τους! (Στριφογυρίζει σά λυσσασμένος κι αρχίζει νά πυροβολεί πρός δλες τις διευθύνσεις.) Ο ΠΡΩΤΟΣ (ουρλιάζει) : Κοήθεια! (Άπό ένα παράθυρο, απέναντι στό ανοιγμένο, ο- πού εξακολουθεί νά βρίσκεται ό γέρος, ακούγε- ται ή φοβερή κραυγή ενός τραυματισμέ%Όυ.) 2 Ή προδοσία Νά κι οί προδότε;. "Εχουν σκάψει (μά ό δρόμος δέν θά τούς ξεχάσει), τό λάκκο τ" αδερφού και τοΰ γειτόνου. Ξέρουν πώς οί άλλοι τούς γνωρίζουν. Τόν ύπνο τους δέν τόν ορίζουν: Δέν ήρθ" ακόμα τό πλήρωμα τοΰ χρόνου. (Μπρεσλάου, 1933. Κατοικία μικροαστική. Μια γυναίκα κι ενας άντρας στέκονται στήν πόρ- τα κι αφουγκράζονται. Είναι πολύ χλωμοί.) Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Τώρα είναι κάτω. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Οχι ακόμα. Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Σπάσανε τά κάγκελα/Ήταν λιπόθυμος 8- ταν τόν όγάλαν άπ' τό σπίτι. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Έγώ είπα μόνο πώς οί ραδιοφωνικές εκπομ- πές τοΰ εξωτερικού δέν έρχονται άπό '5ώ μέσα. Η ΙΎΝΑ1ΚΑ: Όχι δά, δέν είπες μόνο αυτό. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δέν είπα τιποτ' άλλο. Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μή μέ κοιτάζεις έτσι. 'Λφοΰ δέν είπες τι- ποτ' άλλο, δέν είπες τίποτ* άλλο. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αυτό λέω κι έγώ. 14 Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Γιατί δέν πάς στή φρουρά νά πεις πώς δέν είχαν καμιά επίσκεψη το Σάββατο; Ο ΑΝΤΡΑΣ. Λέν πάω στή φρουρά. Πρέπει νάναι κτήνη για τον κάνουν Ιτσι. Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Καλά νά πάθει. Τί 'θελε ν" ανακατεύεται μέ τήν πολιτική; (I ΑΝΤΡΑΣ: Πάντως δέν ήταν ανάγκη νά τοΰ σκίσουνε τό σακκάκι. Κανένας μας οέν είναι τόσο χοντρόπε- τσος. Η ΓΥΝΑΊΚΑ: Το σακκάκι δέν εχει σημασία. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Λέν ήταν ανάγκη νά τοΰ σκίσουν τό σακκάκι. 15 3 Ό σταυρός μέ τήν κιμωλία Νά κι οί λεβέντες τής "Ες - "Α πού κυνηγούν σάν τά σκυλιά τούς φίλους και τ* αδέρφια τους. Τά ρίχνουνε θυσία στο είδωλο τους κι υψώνουν στο γνωστό χαιρετισμό τους τά αδειανά και ματωμένα χέρια τους. (Βερολίνο, 1933. Ή κουζίνα ενός αρχοντι- κού. '0 άνθρωπος τής 'Ές-Ά, ή μα- γείρισσα, ή καμαριέρα, δ σωφέρ.) Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Αλήθεια, μόνο μισή ώρα καιρό Ιχεις; Ο ΕΣ-Α: Νυντερινή άσκηση! Η ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΑ: Τί κάνετε δηλαδή; Ο ΕΣ-Α: Αυτό είναι υπηρεσιακό μυστικό. Η ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΑ: Κάνετε αιφνιδιασμούς: Ο ΕΣ-Α: Ναι, πολύ θά θέλατε νά ξέρετε! Άπό μένα δμως δέν μαθαίνει κανένας τίποτα. Δέν ψαρεύομαι 'γώ. Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Και θά πάς τέτοια ώρα ϊξω στό Ράι- νικεντορφ; Ο ΕΣ-Α: Στο Ράινικεντορφ, ή στό Ρούμμελσμπουργκ, ή ίσος στό Αίχτερφελντε, εντάξει; 16 Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ (κάπως συγχισμένη) : Δέ θες νά φας κά- τι πριν φύγεις; Ο ΕΣ-Α: "Αν επιμένεις, δρμα μέ τό γκούλας! (Ή μαγείρισσα φέρνει Ενα δίσκο.) Ο ΕΣ-Α: Ναί, δέν Ιχει φλυαρίες! Πάντα αιφνιδιασμό στόν εχθρό! Πάντα επίθεση άπό 'κεϊ πού δέν τό περιμένει. Γιά δέστε τό Φύρερ, δταν ετοιμάζει κανένα κόλπο τόν παίρνει κανένας είδηση; Κανένας. Κανένας δέν ξέ- ρει τίποτα άπό πρίν. Μπορεί κι ό Ιδιος νά μήν ξέρει τίποτα άπό πρίν! Κι ύστερα, κεραυνοβόλα. Τί νά σας πώ. Αυτό τους κάνει νά μας φοβούνται τόσο πολύ. (Έχει δέσει τήν πετσέτα γύρω άπ' τό λαιμό του. Μέ σηκωμένο τό μαχαίρι και τό πηρούνι, λέει:) "Αννα, δέ φαντάζομαι νά ορμήσουν ξαφνικά τ' αφεντικά; Κι έγώ νά κάθομαι 'δώ μπουκωμένος μέ σάλτσες. (Υπερ- βάλλοντας, σάν μέ γεμάτο στόμα, λέει:) Χάιλ Χί- τλερ! Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: "Οχι, χτυπάνε πρώτα γιά τ' αμάξι, έτσι δέν είναι, κύριε Φράνκε; Ο ΣΩΦΕΡ: Πώς είπατε παρακαλώ; Ναί, βεβαίως. (Ό Ές-Ά, καθησυχασμένος, αρχίζει, ν' α- σχολείται μέ τό δίσκο.) Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: (καθίζοντας δίπλα του) : Δέν είσαι κου- ρασμένος ; Ο ΕΣ-Α: Τρομερά. Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: "Ομως τήν Παρασκευή έχεις ρεπό; Ο ΕΣ-Α (κουνώντας τό κεφάλι καταφατικά) : "Αν δέ συμ- βεί τίποτα στό μεταξύ. Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Νά σοΰ πώ, τό φτιάξιμο τοΰ ρολογιού Ικανέ τεσσεράμιση μάρκα. Ο ΕΣ-Α: Τούς ξεδιάντροπους! 2 17 Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: "Ολόκληρο το ρολόι τό είχα πάρει μό- νο δώδεκα μάρκα. Ο ΕΣ-Α: Ό μπακαλόγατος εξακολουθεί νά σοΰ κολλάει; Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: "Ωχ, θεέ μου. Ο ΕΣ-Α: Δέν έχεις παρά νά μοΰ τό πείς. Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Άφοΰ στα λέω δλα. Φοράς τις καινούρ- γιες μπόττες; Ο ΕΣ-Α (άκεφα) : Ναί, γιατί; Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Μίννα, είδες τις καινούργιες μπόττες τοΰ Τ/έο; Η ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΑ: "Οχι. Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Δεϊξ' τες της, Τέο! Τέτοιες τούς δίνουν τώρα. (Ό Ές-"Α μασώντας, απλώνει τό πόδι του γιά επιθεώρηση.) Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Όραϊες, Ιτσι; (Ό Ές-"Α κοιτάζει γύρω του ερευνητικά.) Η ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΑ: θες τίποτα; Ο ΕΣ-Α: Λιγάκι ξερό τό φαί. II ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: θές μπύρα; Νά σοΰ φέρω. (Τρέχει Ιξω.) Η ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΑ: Αύτη θά 'τρεχε μέχρι νά τής βγουν τά πόδια γιά τό χατήρι σας, κύριε Τέο! Ο ΕΣ-Α: Ναί κάτι τέτοια τά καταφέρνω 'γώ. Κεραυνο- βόλα! Η ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΑ: Εσάς τους άντρες σάς παραχαϊδεύ- ουμε. Ο ΕΣ-Α: Τό θηλυκό τό θέλει αυτό. (Καθώς ή μαγείρισ- σα πιάνει ένα βαρύ καζάνι) Τί βασανίζεσαι 'κεϊ; "Ασ' το αύ-'• σέ μένα. (Τής μετακινεί τό καζάνι.) 18 Η ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΑ: Καλοσύνη σα;. Κάθε φορά κάτι βρί- σκετε γιά νά μέ ξαλαφρώσετε. Αέν είναι ολοι τόσο υποχρεωτικοί. (Με μια ματιά στό σοφέρ.) Ο ΕΣ-Α: Μή το κάνει; τώρα μελόδραμα. Εμείς κάτι τέ- τοια τά κάνουμ' ευχαρίστως. (Χτυπάει ή πόρτα της κουζίνας.) Η ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΑ: Αυτός είν" ό αδερφός μου. Φέρνει τή λάμπα τοΰ ραδιοφώνου. ("Ανοίγει τήν πόρτα στον αδερφό τη;, έ /αν εργάτη.) Η ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΑ: Ό αδερφός μου. Ο ΕΣ-Λ ΚΑΙ Ο ΣΩΦΕΡ: Χάιλ Χίτλερ. (Ό εργάτης μουρμουρίζει κάτι, πού στήν ανάγ- κη Ηά μπορούσε νά ήτανε και Χάιλ Χίτλερ.) Η ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΑ: "Beeps; τή λάμπα; Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Ναί. Η ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΑ: θά τήν βιδώσεις τώρα: (ΟΊ δυό τους βγαίνουν έξω.) Ο ΕΣ-Α: Τί σόι πρά'ΐα είν" αυτός; Ο ΣΩΦΕΡ: "Ανεργος. Ο ΕΣ-Α: Έρχεται συχνά; Ο ΣΩΦΕΡ: (σηκώνει τού; ώμου;) : "Εγώ είμαι σπάνια εοω. Ο ΕΣ-Α: Βέβαια ή χοντρή είναι μάλαμα, πιστή μέ τήν εθνική σημασία. Ο ΣΩΦΕΡ: "Απολύτω;. 19 Ο ΕΣ-Α: "Ομως αυτό δέ θά πεί πώ; ο αδερφό; της δέν μπορεί νάναι ολότελα διαφορετικός. Ο ΣΩΦΕΡ: Έχετε καμιά συγκεκριμένη υποψία; Ο ΕΣ-Α: Έγώ; "Οχι. Ποτέ. Δέν έχω ποτέ υποψίες έγώ. Ξέρεις, υποψία ίσον βεβαιότητα. Κι αύτη έχει βέβαια συνέπειες. Ο ΣΩΦΕΡ (μουρμουρίζει) : Κεραυνοβόλες. Ο ΕΣ-Α: "Ετσι είναι. (Ακουμπάει πίσω, κλείνει τό Ινα μάτι.) Τί μουρμούρισε αυτός, κατάλαβες; (Μιμείται τό χαιρετισμό τοΰ εργάτη.) Μπορεί νά ήτανε Χάιλ Χίτλερ. Μπορεί και δχι. Ωραίοι εϊν* οί φίλοι. ψ (Γελάει ηχηρά. Ή μαγείρισσα κι ό εργάτης ξα- ναγυρίζουν. Ή μαγείρισσα βάζει στόν αδερφό της λίγο φαγητό.) Η ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΑ: Ό αδερφός μου τά καταφέρνει τόσο κα- λά μέ τά ραδιόφωνα! Κι δμω; δέ νοιάζεται ν' ακού- σει ράδιο. Έγώ αν είχα καιρό θά τό 'χα πάντα α- νοιχτό. (Στόν εργάτη:) Κι έσύ έχεις καιρό μέ τό πα- ραπάνω, Φράντς. Ο ΕΣ-Α: Αλήθεια; Έχετε ραδιόφωνο και δέν τό βάζετε: Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Λίγη μουσική καμιά φορά. Η ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΑ: Κι δμως, μέ τό τίποτα μαστόρεψε τό κα- λύτερο ραδιόφ<ι>νο. Ο ΕΣ-Α: Πόσες λάμπες έχει; Ο ΕΡΓΑΤΗΣ (κοιτάζοντας τον προκλητικά) : Τέσσερις. Ο ΕΣ-Α: Ό καθένα; κατά τό γούστο του. (Στόν σωφέρ:) Έτσ-.; Ο ΣΩΦΕΡ: Πώς είπατε παρακαλώ; Ναί, φυσικά. (Ή καμαριέρα μπαίνει μέ τή μπύρα.) Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Παγωμένη! Ο ΕΣ-Α (βάζει φιλικά τό χέρι του πάνω στό δικό της) : Κορίτσι μου, εσένα σοΰ 'χει κοπεί ή ανάσα. Δέ χρεια¬ 20 ζότανε νά τρέξε-.;, δέ θά πάθαινα τίποτε άν περίμενα λίγο ακόμα. (Τοΰ βάζει μπύρα άπ" το μπουκάλι.) * Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Δέν πειράζει. (Δίνει το χέρι της στόν εργάτη.) Φέρατε τή λάμπα; Μά καθειστε λιγάκι, "Ήρθατε πάλι δλο αυτό το δρόμο μέ τά πόδια. (Στόν 'Ές-'Α:) Μένει στό Μοαμπίτ. Ο ΕΣ-Α: Τί έγινε ή μπύρα μου; Κάποιος μοΰ ήπιε τή μπύ- ρα [ίου! (Στό σωφέρ:) Έσΰ μοΰ ήπιες τή μπύρα μου; Ο ΣΩΦΕΡ: "Οχι βέβαια! Πώς σας ήρθ' ή ιδέα; "Εξαφανί- στηκε ή μπύρα σας; Π ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Άφοΰ έγώ σοΰ τήν έβαλα. Ο ΕΣ-Α (Στή μεγείρισσα) : Έσύ μοΰ ρούφηξες τή μπύρα μου! (Γελάει ηχηρά). "Εμπρός, ήσυχάστε. "Ενα μι- κρό κόλπο τών ανθρώπων τής Ές-"Α. Πίνεις τή μπύ- ρα σου χωρίς νά σέ δει ή νά σ' ακούσει κανένας. (Στόν ερνάτη:) Κάτ; πήγες νά πεις. U ΕΡΓΑΤΗΣ: Παλιό κόλπο. Ο ΕΣ-Λ: Κάντο και σϋ ντέ! (Τόν κερνάει μπύρα.) Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: "Εντάξει. Λοιπόν ή μπύρα είν' έδώ - (υψώ- νει τό ποτήρι - και τώρα νά τό κόλπο. 411:νε• τή μπύρα πολύ ήρεμα και απολαυστικά.) Η ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΑ: Μά σέ είδαμε. Ο ΕΡΓΑΤΗΣ (σκουπίζοντας τό στόμα του) : Αλήθεια; τότε φαίνεται πώς δέν τό πέτυχα. (Ό σωφέρ γελάει δυνατά.) 21 Ό ΕΣ-Α: Τό βρίσκετε τόσο κωμικό; Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Κι έσεΐ; δέν μπορεί νά τό κάνετε διάφορε τικά. Itf~>r. τό κάνατε: Ο ΕΣ-Α: Πώ; νά σοΰ δείξω πού μοΰ ρούφηξε; ολη τή μπύρα; Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Ναί, αϋτο είναι σωστό. Χωρίς μπύρα δεν μπορείτε νά τό κάνετε το κόλπο. Δέν ξέρετε κανένα άλλο κόλπο; Έσεΐ; ξέρατε πολλά κόλπα. Ο ΕΣ Λ: Ποιό: εμεί; ; Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Εννοώ έσεΐ: ο• νέο•.. Ο ΕΣ-Α: "Λ, έτσι. Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Μά Τέο, ό κύριο; Αίνκε αστειεύτηκε! Ο ΕΡΓΑΤΗΣ (προτιμάει νά υποχώρησε•.) : Δέ θα με πα- ρεξήγησε": δά; 11 ΜΑΙΈ1ΡΤΣΣΑ: Ηά σα: φέρω 5λλη μ'.ά μπύρα. Ο ΕΣ-Α: Δέν είν' ανάγκη Φτάνε•, πού ξέπλυνα -ό -ττόμα μου. Η ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΑ: '() κύριο; Τέο καταλαβαίνε: άπό α- στεία. Ο ΕΣ-Α (στόν εργάτη) : Γιατί δέν κάθεσαι: Δέ θά σέ φάμε. (Ό εργάτη; κάθεται.) Ο ΕΣ-Α: Νά -Τή;, και ν' αφήνει: και τού; άλλου; νά ζουν. Και πότε - πότε και κανένα καλαμπούρι. Γιατί δχι; Αυστηροί είμαστε μονάχα γιά τά Φρονήματα. Η ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΑ: Πρέπει νά είσαστε. ' Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Και πώ; τά πάνε τώρα τά φρονήματα: Ο ΕΣ-Α: Τά φρονήματα είναι καλά. Δέ συμφωνείς; ί) ΕΡΓΑΤΗΣ: Συμφωνώ. Μόνο πού λέω... νά. κανένα: δέ λέει στόν άλλο τί σκέφτεται. Ο ΕΣ-Α: Κανένα; δέ λέει στόν άλλο: Γιατί; Έμενα μοΰ λένε. Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Αλήθεια; 22 Ο ΕΣ-Α: Φυσικά δέν έ'ρχεται κανένας νά σέ βρει γιά νά σοΰ εξηγήσει τί σκέπτεται, εμείς πάμε. Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Πού; Ο ΕΣ-Α: Νά, άς ποΰμε μέσα στά γραφεία ανεργίας. Τό πρωί είμαστε "κει, στά γραφεία. Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Σωστά, Ικεί γκρινιάζει κανένας καμιά φορά. Ο ΕΣ-Α: Ακριβώς. Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Έτσι δμως μπορεί νά πιάσετε κανέναν καμιά φοίρά, και τότε πιά θά σάς γνωρίζουν και δέ θά ξαναμιλήσουν. Ο ΕΣ-Α: Γιατί δηλαδή θά μέ γνωρίσουν; Νά σάς δείξω γιατί δέ θά μέ γνωρίσουν; Σας ενδιαφέρουν τά κόλ- πα, ετσι; Μιά κι έχουμε πολλά, μπορώ άνετα νά σάς δείξω Ινα. Και λέω πάντα πώς δταν καταλάβουνε πώς έχουμε δλα τά άτού και πώς δέ θά μας γλυτώσουν σε καμιά περίπτωση, θά τά παρατήσουν. Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Ναί, Τέο, πές μας πώς τό κάνετε: Ο ΕΣ-Α: Λοιπόν, άς υποθέσουμε δτι είμαστε στά γραφεία ανεργίας στή Μύντσστράσσε. "Ας ποΰμε —(κοιτάζει τόν εργάτη)— δτι στέκεσαι μπροστά μου στήν ουρά. "Ομως πρώτα πρέπει νά κάνω μερικές μικρές προε- τοιμασίες. (Βγαίνει έξω.) Ο ΕΡΓΑΤΗΣ (κλείνει τό μάτι στό σωφέρ) : Λοιπόν τώρα θά δοΰμε πώς τό κάνουνε. Η ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΑ: "Ολοι οί μαρξιστές πρέπει ν" άνακαλυ- φτοΰν, γιατί δέ θ" άνεχτοΰμε νά διαλύσουνε τά πάντα. Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Μάλιστα. (Ό "Ες-"Ά επιστρέφει.) Ο ΕΣ-Α: Φυσικά φοράο) πολιτικά. (Στόν εργάτη:) Λοι- πόν άρχισε νά γκρινιάζεις. "23 Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Γιά ποιό πράγμα; Ο ΕΣ-Α: Έλα τώρα, μήν κάνεις νάζια. "Ολο και κάτι θά Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Έγώ; "Οχι. Ο ΕΣ-Α: Είσ' εντελώς νερόβραστος. Δέν μπορείς νά ισχυ- ριστείς πώς τά πάντα είν" εντάξει! Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Γιατί δχι; Ο ΕΣ-Α: Έτσι δέ γίνεται. "Αν δέ μέ βοηθήσεις δέ γίνε- ται. Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Καλά τότε. Θά λερώσω τό στόμα μου. Μάς στήνουν έδώ πέρα, σάν νά μήν είχε άξια ό χρό- νος μας. Κι έκανα και δυό ώρες νά 'ρθω άπ' τό Ρούμ- μελσμπουργκ. Ο ΕΣ-Α: Αυτό δέν είναι τίποτα. Τό Ρούμμελσμπουργκ δέν είναι στό Τρίτο Ράιχ πιό |ΐακριά άπ' τά γραφεία, άπ' δσο ήταν στή δημοκρατία τών φαύλων τής Βαϊμάρης. "Εμπα στό ψητό. Η ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΑ: θέατρο παίζεις, Φράντς, δλοι ξέρουμε πώς αυτά πού κάνεις έδώ δέν συμφωνούν μέ τίς από- ψεις σου. Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Σάν νά πούμε παίζετε έναν ψιθυριστή. ΙΙρέπει νά είστε ήσυχος, ό Τέο δέν πρόκειται νά σας παρεξηγήσει, θέλει μονάχα νά μάς δείξει κάτι. Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Καλά. Τότε λέω: Όλη τήν Ές-"Α, μ' δ- λα της τά καλά, τήν Ιχω χεσμένη. Έγώ είμαι μέ τους μαρξιστές και τούς Εβραίους. Η ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΑ: Φράντς! Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Δέν είναι σωστό, κύριε Λίνκε! Ο ΕΣ-Α (γελώντας) : Μπράβο! Τότε θά βάλω τόν πρώ- το αστυφύλακα νά σέ συλλάβει! Μά δέν έχεις πεντά- ρα φαντασία; Πρέπει νά πεϊς κάτι πού νά μπορεί με- τά νά τό στρίψεις, κάτι σάν αυτά πού ακούει κανένας ζτ αλήθεια. Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: "Α, τότε πρέπει νά μπήτε στόν κόπο νά μέ προκαλέσετε. Ο ΕΣ-Α: Πάει καιρός πού δέν πιάνουν πιά οί προκλήσεις. 24 Ha μπορούσα νά πώ: '() Φύρερ μας είναι ό μεγαλύ- τερος άνθρωπος πού πέρασε ποτέ άπό τή γή, μεγα- λύτερος άπό τόν Ίησοΰ Χριστό και τό Ναπολέοντα (να- ζί. Τότε, τό πολύ πολύ νά πούν: Βεβαίως. Προτιμώ νά γυρίσω τό φύλλο και νά πώ: "Ολο λόγια είναι. "Ολο προπαγάνδα. Σ" αυτό είναι μάστορες. Ξέρετε τ' ανέκδοτο γιά τόν Γκαϊμπελς και τους ψύλλους; "Οχι; Λοιπόν, δυό ψύλλοι βάζουν στοίχημα, ποιος θά φτά- σει πρώτος άπό τή μιά άκρη τοΰ στάματος τού Γκαΐμ- πελ, στήν άλλη. Λένε πώς κέρδισε αυτός πού πήγε άπ' τό πίσω μέρος τοΰ κεφαλιού. Άπό "κει είναι 6 πιό σύντομος δρόμος. Ο ΣΩΦΕΡ: Ά. ναί. ("Ολο: γελούν.) Ο ΕΣ-Α: Αοιπόν, τώρα ή σειρά σου. Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Λυτό δέν είναι αρκετό γιά ν' αρχίσω νά φλυαρώ. Μπορεί παρ" δλα αυτά νά είσαστε σπιούνος. Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Αυτό είναι σωστό, Τέο. Ο ΕΣ-Α: Είσαστε αληθινοί χέστηδες! Μοΰ χτυπάτε στά νεύρα. Κανένας σας δέν τολμάει νά πει λέξη. Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Αυτό πού είπατε τό πιστεύετε, ή τό λέτι στά γραφεία ανεργίας; Ο ΕΣ-Α: Τό λέω και στά γραφεία. Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: "Αν τό λέτε στά γραφεία, έγώ σάς απαντώ στά γραφεία: Προσοχή, προσοχή, προσοχή. Έγώ εί- μαι δειλός, δέν Ιχω περίστροφο. Ο ΕΣ-Α: Τότε θά σοΰ πώ κάτι, συνάδελφε, μιά κ*, άγαπας τόσο τήν προσοχή: προσέχεις, προσέχεις, προσέχεις, κι ύστερα βρίσκεται ξαφνικά στήν Υπηρεσία Εθελον- τικής "Εργασίας. Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Κι δταν δέν προσέχεις; Ο ΕΣ-Α: Βέβαια και τότε έκεΐ θά καταλήξεις. Αυτό τό 25 παραδέχομαι. Εθελοντικά. Ωραίος εθελοντισμός, έ; Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Τώρα, άν κανένα; είχε γενναία ψυχή, και βρισκόσαστε στά γραφεία, κι έσεϊς τόν κοιτάζατε Ετσι μέ τά γαλανά σας μάτια, θά μπορούσε κι αυτός κάτι νά πει γιά τήν Υπηρεσία Εθελοντικής "Εργα- σίας. Τί θά μπορούσε νά πει; "Ισιος: Χτές φύγανε πά- λι δεκαπέντε. Άναροηιόμουνα πώς τά καταφέρνουν μ" αυτούς τούς εθελοντές, πού όταν κάνουν κάτι, δέν παίρνουν περισσότερα άπ" όταν δέν κάνουν τίποτα, ε- νώ έχουν πιο πολλή ανάγκη άπό φαγητό. "Γστερα ά- κουσα τήν ιστορία γιά τό Δόκτορα Αέυ και τή γάτα, και τότε κατάλαβα πώς γίνεται. Τήν ξέρετε αυτήν τήν ιστορία; Ό ΕΣ-Α: "Οχι, δέν τήν ξέρουμε. Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Λοιπόν, ό Δόκτωρ Αέυ κάνει μιά περιοδεία γιά τή «Δύναμη και χαρά», και συναντάει έναν άπό φαύλους τής Δημοκρατίας τής Βαϊμάρης, ονόματα δέν ξέρω, ίσως νά ήταν και σέ στρατόπεδο συγκέντρω- σης, άν και ό Δόκτωρ Λέυ δέν πάει σέ τέτοια μέρη, γιατί είναι πολύ φρόνιμος. Ό φαύλος τόν ρωτάει, πώς γίνεται τώρα νά μασάνε τά πάντα οί εργάτες, ακόμα κι οσα δέν δεχόντουσαν πρίν. Τότε, ό Δόκτωρ Λέυ δείχνει μιά γάτα, πού λιαζότανε έκεΐ, και λέει: "Ας ποϋμε πώς θές νά τήν κάνεις νά καταπιεί μιά γερή δόση μουστάρδα, είτε τής αρέσει είτε 3χι. Τί τής κά- νεις: Ό φαύλος παίρνει τή μουστάρδα και τήν πασα- λείβει στό μουσούδι τής γάτας, φυσικά τό ζωντανό τοΰ τή φτύνει στά μοΰτρα, δέν καταπίνει στάλα, και τόν γεμίζει και γρατζουνιές κι άπό πάνω. "Οχι έτσι, αδερφέ, λέει ό Δόκτωρ Λέυ μέ το συμπαθητικό τρό- πο του, έχασες. Κοίταξε έμενα! Παίρνει τή μουστάρ- δα μέ τρόπο και τήν κολλάει στά ξαφνικά στόν πισι- νό τής γάτας. (Στις κυρίες:) Μέ συγχιορεΐτε, άλλά έτσι είναι ή ιστορία. Τό ζωντανό, ξετρελαμένο και ζαλισμένο, γιατί τσούζει φοβερά, αρχίζει αμέσως νά γλύφει ολη τή μουστάρδα. Βλέπεις αγαπητέ μου, λέει ,2(> ό Δόκτωρ Λέυ θριαμβευτικά, τώρα τήν καταπίνει! Καί μάλιστα εθελοντικά! (Γελούν.) Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Ναί, είναι πολύ αστείο. Ο ΕΣ-Α: Τώρα κάπως πάει κι έρχεται. Ή Υπηρεσία Ε- θελοντικής Εργασίας είναι ενα αγαπητό θέμα. Τό κακό είναι πού κανένας 5έν αντιστέκεται πιά. Μάς δίνουν /αί τρώμε βρωμιές καί τού; λέμε κι ευχαρι- στώ άπό πάνω. Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Όχι, δέν είναι εντελώς έτσι. Βρισκόμου- να προχτές στήν πλατεία "Αλεξάντερ καί σκεφτόμου- να άν έπρεπε νά καταταγώ εθελοντικά στήν 'Γπηρε- σία Εθελοντικής Εργασίας, ή νά περιμένο) νά μέ πά- ρουν μέ τό ζόρι. 'Απ" τό μπακάλικο τής γωνιάς βγαί- νει μιά κοντούλα κι αδύνατη, φανερά γυναίκα προλε- τάριου. Γιά στάσου, λέω, άπό πότε υπάρχουν ακόμα προλετάριοι στό Τρίτο Ράιχ μέ τή λαϊκή ενότητα, πού περιλαμβάνει ακόμα καί τόν κύριο φόν Τύσσεν: "Οχι, λέει τώρα άκριβήνανε καί τή μαργαρίνη! "Από πενήντα πφέννιγκ πήγε στο ένα μάρκο, θά μοΰ πεις έμενα πώς αυτό είναι λαϊκή ενότητα; Κυρά μου, τής λέω, γιά πρόσεχε πώς μιλάς, έγώ είμαι εθνικιστής ώς τό κόκ- καλο. Κόκκαλα, λέει, χωρίς κρέας, καί πίτουρο στό ψωμί. "Ετσι έφτασε νά μιλήσει! "Αρχίζω νά τή βάζω στή θέση της: Αγόρασε βούτυρο! Είναι καί πιο υγι- εινό. Δέν πρέπει νά κάνουμε οικονομίες στο φαγητό, γιατί ετσι αδυνατίζουμε τό λαό, καί δέν έχουμε τό δι- καίωμα, τριγυρισμένοι άπό εχθρούς, όπως είμαοτε, ώς τά ανώτατα αξιώματα... τό λέει ή κυβέρνηση. Όχι, λέει, Ναζήδες είμαστε δλοι ώς τήν τελευταία μας ανά- σα, κι αυτή δέ θ' αργήσει μ' αυτόν τον πόλεμο πού έτοιμάζουνε. 'Αλλά τις προάλλες θέλησα νά δώσω τόν πιό ώραΐο μου καναπέ γιά τή Χειμερινή Βοήθεια, 27 λέει, μιά πού κι ό Γκαΐριγκ σίγουρα θά κοιμάται στό- πάτωμα, μέ τήν έλλειψη άπό πρώτες ΰλες ποϋ έχου- με, και μοΰ λένε στά γραφεία πώς προτιμάνε ένα πιά- νο γιά τή Δύναμη και χαρά», ξέρετε. Τότε παίρνω τόν καναπέ μου άπό τή Χειμερινή Βοήθεια και τόν πάω στόν παλιατζή, στή γωνία, άπό καιρό ήθελα ν' α- γοράσω ένα τέταρτο βούτυρο. Μά στό μπακάλη μοΰ λένε: Βούτυρο δέν έχει σήμερα, συμπατριώτισσα, θέ- λεις ένα κανόνι: Τότε λέω, φέρ' το, λέει. Τότε τής λέω: Τί στήν ευχή θά τό κάνεις τό κανόνι, κυρά μου; Μ" άδειο τό στομάχι; "Οχι, λέει, άν είναι νά πεθάνω τής πείνας, τότε άς τιναχτούνε ολα στόν αέρα, δλο τό σκυλολόι, μέ τό Χίτλερ πρώτο... τί λές, τί λές, φωνά- ζω μέ φρίκη... μέ τό Χίτλερ πρώτο, θά νικήσουμε και τή Γαλλία, λέει. Τώρα ποϋ βγάζουμε βενζίνη άπό τό μαλλί! Και τό μαλλί; τής λέω. Τό μαλλί θά τό βγάλουμε άπ" τή βενζίνη. Τό χρειαζόμαστε, βλέπεις, τό μαλλί! "Αμα ξεπέσει κανένα καλό καμμάτι άπ' τόν παλιό καλό καιρό στή Χειμερινή Βοήθεια, οί «έμπι- στοι τσακώνονται ποιος θά τό πρωτοπάρει, λέει. "Αν τά "ξερε αυτά ό Χίτλερ, λένε, μ' αυτός δέν ξέρει τίπο- τα, είναι βλάκας, λένε δτι δέν έβγαλε ούτε τό σχο- λείο. "Εμεινα άφωνος ακούγοντας αυτές τις συκοφαν- τίες. Κυρά μου, τής λέω, περίμενε με έδώ, έχω μιά δουλειά! Μά σκεφτείτε, όταν γύρισα μ' έναν αστυφύ- λακα, είχε φύγει! (Σταματάει νά παίζει.) Λοιπόν,. τί, λέτε γι" αυτό; Ο ΕΣ-Α (εξακολουθεί νά παίζει) : Έγώ; Τί νά πώ; "Ι- σως νά σέ κοιτάξο) επιτιμητικά. "Ισως νά πώ: μωρέ μπράβο! Κατ" ευθείαν στό τμήμα! Μέ σένα δέν μπο- ρεί κανείς νά ρισκάρει μιάν ελεύθερη κουβέντα! Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: "Οχι, δέν μπορεί. Μέ μένα δχι! "Αν μοΰ πεις τίποτα, κάηκες! Ξέρω τό πατριωτικό μου καθή- κον. Κι ή μάνα μου νά μοΰ σφυρίξει τίποτα γιά τήν τιμή τής μαργαρίνης, και τέτοια, θά πάω αμέσως στις αρχές. Και τόν ίδιο μου τόν αδερφό θά τόν καταγγεί¬ 28 λω, έτσι καί τ6ν ακούσω νά ψιθυρίζει γιά τήν 'Γπη- ρεσία Εθελοντικής Εργασίας. Όσο γιά τήν αρραβω- νιαστικιά μου, άν μοϋ γράψει πώς τή γκαστρώσανε, λέγοντας Χάιλ Χίτλερ στό στρατόπεδο εργασίας, θά τήν καρφώσω. Όχι έκτρο'ισεις, εμείς δέν τά κάνουμε αυτά. γιατί άν δέν προστατέψουμε τή σάρκα άπό τή σάρκα μας, τότε πάει τό Τρίτο Ράιχ, πού είναι πάνω άπ' ολα. Τό έπαιξα καλά τώρα; Είσαστε ικανοποιη- μένος άπό μένα; Ο ΕΣ-Λ: Λέ(ο πώς φτάνει. (Εξακολουθεί νά παίζει.) Καί τώρα μπορεί; νά πά; ήσυχα - ήσυχα νά πάρει; τή σφραγίδα σου, σέ κατάλαβα, σέ καταλάβαμε δλοι μας, έτσι δέν είναι συνάδελφοι; Σέ μένα δμως πρέπει νά "χεις εμπιστοσύνη, συνάδελφε, δ,τι καί νά μού πεις, είμαι τάφος! (Τόν χτυπάει στόν ώμο. Σταματάει νά παίζει.) Εντάξει, τώρα πήγαινε στήν Τπηρεσία Α- νεργίας καί σέ τσακώσανε αμέσως. Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Καί χωρίς νά βγείτε άπ" τήν ουρά καί νά μ' ακολουθήσετε; Ο ΕΣ-Α: Χωρίς. Ι) ΕΡΓΑΤΗΣ: Και χωρίς νά κάνετε νόημα σέ κανένα, γιατί τότε βέβαια θά γινόσαστε ύποπτος. '() ΕΣ-Α: Χωρίς νά κάνω κανένα νόημα. •() ΕΡΓΑΤΗΣ: Καί τότε πώς γίνεται αυτό; Ο ΕΣ-Λ: Βέβαια, αυτό τό κόλπο, θές νά τό μάθεις! Σήκω πάνω καί γύρνα μας τήν πλάτη. (Τόν γυρίζει κρα- τώντας τόν ώμο, έτσι πού νά μπορούν δλοι νά δούν τήν πλάτη του. Στήν καμαριέρα:) Τό βλέπεις; Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: "Εχει έναν άσπρο σταυρό στήν πλάτη του! Η ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΑ: Απάνω στόν βψο\ Ο ΣΩΦΕΡ: ΙΙραγματικά! Ό ΕΣ-Α: Καί πώς έγινε αυτό; (Δείχνει τήν παλάμη του.) Λοιπόν, νά τό άσπρο σταυρουδάκι, σέ πρώτη εκτέλε- ση καί σέ φυσικό μέγεθος. 29 (Ό εργάτη; βγάζει τό σακκάκι του καί παρατη- ρεί τό σταυρό.) Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Φίνα δουλειά. Ο ΕΣ-Α: Δέν είναι κι άσχημη, έτσι; Τήν κιμωλία τήν έ- χω πάντα απάνω μου. Έμ βέβαια, πρέπει νά 'χει; καί μυαλό, γ^ αυτά δέν υπάρχουν συνταγές. (Ικανο- ποιημένος.) Καί τώρα στό Ράινικεντορφ. (Διορθώνει τόν Ιαυτό του.) "Εχω μιά θεία έκεΐ. Δέ φαινόσαστε καί πολύ ενθουσιασμένοι. (Στήν καμαριέρα:) Τί μέ κοιτάς σά χαζή. "Αννα; Βάζω στοίχημα πώς δέν τό κατάλαβες το κόλπο. Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Τό κατάλαβα. Μή νομίζεις πώς είμαι καί τόσο χαζή. Ο ΕΣ-Α (Με ϋφος σάν νά τοΰ χάλασαν τό κέφι, τής απλώ- νει τό χέρι.) : Σκούπισε με. (Τοΰ σκουπίζει τό χέρι μ' ένα πανί.) Η ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΑ: Λυτά τά μέσα πρέπει νά μεταχειρίζε- ται κανένας μ' αυτούς πού θέλουν νά διαλύσουν όλα οσα δημιούργησε ό Φύρερ μας, πού γι" αυτά μάς ζη- λεύουνε δλοι οϊ λαοί. Ο ΣΩΦΕΡ: Πώς είπατε παρακαλώ; Πολύ σωστά. (Βγά- ζει τό ρολόι του.) Πρέπει νά πλύνω τ' αυτοκίνητο. ΧάΐΛ Χίτλερ. (Βγαίνει.) Ο ΕΣ-Α: Τί σόι πράμα είν' αυτός; II ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: "Ενας ήσυχος άνθρωπος. Δέν ανακατεύ- εται καθόλου στήν πολιτική. Ο ΕΡΓΑΤΗΣ (σηκώνεται) : Λοιπόν, Μίννα, πάω κι έγώ. Μή μοϋ κρατάτε κακία γιά τή μπύρα. Πρέπει νά σάς πώ, βεβαιώθηκα πάλι πώς κανένας άπ' αυτούς πού εί- ναι εναντίον στό Τρίτο Ράιχ δέν ξεφεύγει. Είμαι ήσυ- χος. Όσο γιά μένα, δέν έρχομαι ποτέ σ' επαφή μέ τέ- τοια δυαλυτικά στοιχεία, άν καί θά μ' άρεσε νά τούς εξουδετερώσω. Μά δέν εχω τή δική σας έξυπνά¬ 30 δα. (Δυνατά και καθαρά:) Λοιπόν, Μίννα, ευχαρι- στώ πολύ και Χάίλ Χίτλερ. ΟΙ ΑΛΛΟΙ: Χάιλ Χίτλερ. Ο ΕΣ-Α: "Αν θές ν' ακούσει; μιά συμβολή, καλύτερα μήν παριστάνεις τόσο πολύ τόν αθώο. Δέν περνάς έτσι α- παρατήρητος. Μ' έμενα μπορείς βέβαια νά κάνεις κα'ι κανένα αστείο. Έγώ Ιχω τό αίσθημα τοΰ χιούμορ. Λοιπόν, Χάιλ Χίτλερ! (Ό εργάτης φεύγει.) Ο ΕΣ-Α: Λίγο πολύ ςαφνικά φύγανε οί φίλοι. Φαίνεται πώς παρεξηγηθήκανε. Δέν έπρεπε νά πώ γιά τό Ρά- ινικεντορφ. Αυτοί Ιχουν τεντωμένα τ'αύτιά τους, σάν κυνηγόσκυλα. Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: θέλω κάτι νά σέ ρωτήσο), Τέο. Ο ΕΣ-Α: Λέγε, κούκλα. Η ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΑ: Πάω ν' απλώσω τά ρούχα. "Ημουν κι έγώ νέα κάποτε. (Βγαίνει.) Ο ΕΣ-Α: Tt 'vat; Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: θά στο πώ μονάχα άν είμαι σίγουρη πώς δέ θά μοΰ θυμώσεις, αλλιώς δέ λέω τίποτα. Ο. ΕΣ-Α: "Ελα, βγάλτο. Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Νά, επειδή... δέ μοΰ είναι ευχάριστο... χρειάζομαι είκοσι μάρκα άπό τά λεφτά μας. Ο ΕΣ-Α: Είκοσι μάρκα; Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Βλέπεις, σοΰ κακοφαίνεται. Ο ΕΣ-Α: Είκοσι μάρκα άπό τις καταθέσεις μας, αυτό δέ μ' αρέσει καθόλου. Τί τά θέλεις τά είκοσι μάρκα; Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: θά προτιμούσα νά μή σοΰ πώ. Ο ΕΣ-Α: "Ετσι έ; Δέ θέλεις νά μοΰ πεις. Περίεργο. Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Ξέρω πώς δέν θά συμφωνήσεις μαζί μου, 31 και γΓ αυτό προτιμώ νά μή σοΰ τό πώ, Τέο. Ο ΕΣ-Α: "Αν δέν μοΰ 'χεις εμπιστοσύνη... Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Και βέβαια σοΰ 'χω εμπιστοσύνη. Ο ΕΣ-Α: Δηλαδή εννοείς πώς θές νά χωρίσουμε τις κατα- θέσεις μας; Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Πώς μπορείς νά τό σκέφτεσαι αυτό! "Άν τραβήξω τά είκοσι μάρκα, μένουνε έβδομηντα- εννέα μάρκα στό λογαριασμό. Ο ΕΣ-Α: Δέν είναι ανάγκη νά μοΰ κάνεις τόσο ακριβείς λογαριασμούς. Ξέρω κι έγώ πόσα είναι. Τό μόνο ποϋ μπορώ νά φανταστώ είναι πώς έχεις σκοπό νά τά χα- λάσουμε, ίσως νά 'χεις βάλει στό μάτι κανέναν άλλο. "Ισως θέλεις νά τόν βάλεις νά ελέγξει τούς λογαρια- σμούς. Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Δέν έχω στό μάτι κανέναν άλλο. Ο ΕΣ-Α: Τότε, πές μου τί τά θές. II ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Άφοΰ δέ θά μοΰ τά δώσεις. Ο ΕΣ-Α: Πού θές νά ξέρω άν δέν τά θές γιά κάτι πού δέν είναι σωστό; Αισθάνομαι ευθύνη. II ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Δέν είναι τίποτα κακό. "Αν δέν τά χρει- αζόμουνα, δέν θά τά ζητοΰσα, αυτό τό ξέρεις. ί) ΕΣ-Α: Δέν ξέρω τίποτα. Ξέρω μονάχα πώς δλ' αυτά μοΰ φαίνονται σκοτεινά. Τί μπορεί νά τά θέλεις ξα- φνικά τά είκοσι μάρκα; Είναι μεγάλο ποσό. Μήπως είσαι έγν.υος; Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: "Οχι. Ο ΕΣ-Α: Είσαι σίγουρη; Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Ναί. Ο ΕΣ-Α: "Αν μάθω τίποτα, πώς σκέφτεσαι νά κάνεις τί- ποτα παράνομο, άν πάρω μυρωδιά τίποτε τέτοιο, κάη- κες, στό λέω. Ξέρεις βέβαια πώς τό σοβαρότερο έγκλη- μα είναι ενάντια στόν καρπό. "Αν ό γερμανικός λαός δέν πολλαπλασιαστεί, τότε πάει ή ιστορική αποστολή του. Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ:Μά Τέο, τί V αυτά πού μοΰ λές. Δέν είναι τίποτα τέτοιο, αότό θά στό 'λεγα γιατί 0' άφο- 32 ρούσε καί σένα. "Ομως άφοΰ πιστεύεις κάτι τέτοιο θά στο πώ. Τά θέλω γιά νά πάρω ενα παλτό γιά τή Φρίντα. Ο ΕΣ-Α: Καί γιατί ή αδερφή σου δέν αγοράζει μόνη της τό παλτό της; Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Δεν τής φτάνει ή αναπηρική της σύν- ταξη, είναι μόνο εϊκοσιέξι μάρκα κι ογδόντα τό μήνα. Ο ΕΣ-Α: Κι ή Χειμερινή Βοήθεια; Άλλα βέβαια, δέν I- χετ' εμπιστοσύνη στό έθνικοσοσιαλιστικό κράτος. Αυ- τό φαίνεται καθαρά κι άπό τις κουβέντες πού γίνον- ται σ' αυτήν εδώ τήν κουζίνα. Νομίζεις πώς δέν πή- ρα χαμπάρι, πώς ξύνισες τά μούτρα σου πρίν, μέ τό πείραμα μου; Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Γιατί ξύνισα τά μοΰτρα μου; Ο ΕΣ-Α: Ναί, τά ξύνισες'. "Ακριβώς κι δπιος οι φίλοι ποΰ τό στρίψανε ξαφνικά. Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: "Αν θες τήν πραγματική μου γνώμη, αυτά τά πράματα δέ μ' αρέσουνε. Ο ΕΣ-Α: ΙΙοιά πράματα δέ σ' αρέσουνε, μπορώ νά μάθω; Β ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Πού βάζεις σέ μπελά τούς φουκαρά- δες μέ υποκρισίες καί κόλπα καί τέτοια. Κι ό πατέ- ρας μου είναι άνεργος. Ο ΕΣ-Λ: Εντάξει, αυτό ήθελα ν' ακούσω. "Ετσι κι άλ/.ιώς είχα σχηματίσει μιάν ιδέα κουβεντιάζοντας μ' αυτόν τόν Αίνκε. Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: θές νά πεις πώς θά τοΰ περάσεις τή θη- λειά. στό λαιμό, επειδή σοΰ έκανε τό χατήρι, κι δλοι μας τοΰ τό ζητήσαμε; Ο ΕΣ-Α: Έγώ δέ λέω τίποτα, στό 'χω ξαναπεί. Κι άν έ- χεις αντίρρηση νά κάνω τό καθήκον μου, πρέπει νά σοΰ πώ, πώς μπορείς νά διβάσεις στό «Ό άγων μου». ότι ό ίδιος ό Φύρερ δέ δίστασε νά ελέγχει τά φρονή- ματα τοΰ λαοΰ, καί μάλιστα γιά μιά ολόκληρη περί- οδο, ήταν τό επάγγελμα του αυτό, δταν δούλευε στή Ράιχσβερ, κι αυτό τό 'κανε γιά τή Γερμανία κι είχε τά καλύτερα αποτελέσματα. 3 33 Ή-ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Άφοΰ μοΟ μιλάς έμενα έτσι, Τέο, τότε πές μου μόνο άν μπορώ νά πάρω τά είκοσι μάρκα, και τίποτ' άλλο. Ο ΕΣ-Α: Τότε σοΰ λέω μόνο, πώς αυτή τή στιγμή δέν εί- μαι στήν κατάλληλη διάθεση γιά νά μοΰ βουτήξεις λεφτά. Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Τί θά πεί νά σοΰ βουτήξω λεφτά; Δι- κά σου είναι τά λεφτά ή δικά μου; Ο ΕΣ-Α: Ξαφνικά μιλάς μέ περίεργο τρόπο γιά τά λεφτά μας! Γι' αυτό διώξαμε τούς Εβραίους άπό τήν εθνι- κή μας ζωή, γιά νά μάς πίνουνε τώρα τό αίμα οί συμ- πατριώτες μας; Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Μά δέν μπορείς νά τό πεις αυτό γιά τά είκοσι μάρκα. Ο ΕΣ-Α: Αρκετά έξοδα έχω. Μόνο οί μπόττες μοΰ κόστ•- σαν εικοσιεφτά μάρκα. Η ΚΑΡΑΡΙΕΡΑ: Μά δέν σάς τις Ιδοσαν; Ο ΕΣ-Α: Ναί, Ιτσι νομίζαμε. Καί γι' αυτό διάλεξα τις κα- λύτερες. Κι ύστερα τά τσεπώσανε καί μάς αφήσανε στά κρύα τοΰ λουτροΰ. Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Μά είκοσιεφτά μάρκα γιά μπόττες; Καί τί άλλα έξοδα είν' αυτά; Ο ΕΣ-Α: Τί άλλα έξοδα; Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Είπες πώς έχεις πολλά Ιξοδα. Ο ΕΣ-Α: Δέ θυμάμαι τώρα. Καί πάντως δέ θά μοΰ κάνεις εσύ ανάκριση. Ησύχασε. Δέν πρόκειται νά σέ ρίξω. "Οσο γιά τά είκοσι μάρκα, θά τό σκεφτώ. Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ (κλαίγοντας) : Τέο, δέν μπορείς νά μοΰ λές πώς τά λεφτά εϊν' εντάξει καί νά μήν είναι. Δέν ξέρω πιά τί νά σκεφτώ. Δέν μπορεί άπ' δλα αυτά τά λεφτά νά μήν έχουμε είκοσι μάρκα στήν τράπεζα! Ο ΕΣ-Α (χτυπώντας της στόν ώμο) : Μά ποιος σοΰ είπε πώς δέν έχουμε τίποτα πιά στην τράπεζα; Δέν είναι δυνατόν! Έχε μου εμπιστοσύνη. "Ο,τι μοΰ εμπιστευ- τείς έμενα, είναι σά νά μπαίνει σέ χρηματοκιβώτιο. 34 Λοιπόν, Ιχεις ξανά εμπιστοσύνη στόν Τέο σου; (Εκείνη κλαίει χωρίς ν' απαντήσει.) Ο ΕΣ-Α: Αυτά είναι νευράκια, επειδή παραδούλεψες. Λοι- πόν, πάω στήν άσκηση μου. Τήν Παρασκευή θά 'ρθω νά σέ πάρω. Χάιλ Χίτλερ. (Βγαίνει) (Ή καμαριέρα προσπαθεί νά κρατήσει τά δά- κρυα της καί πηγαινοέρχεται απελπισμένη στήν κουζίνα. Ή μαγείρισσα γυρίζει μ' Ινα καλάθι ροϋχα.) Η ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΑ: Τί έπαθες; Τσακωθήκατε. Κι δμως ό Τέο είναι τόσο καλός άνθρωπος. Μακάρι νά 'τανε πολ- λοί σάν κι αυτόν. Δέ φαντάζομαι νά 'τανε τίποτα πο- λύ σοβαρό; Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ (εξακολουθώντας νά κλαίει) : Μίννα, δέν μπορείς νά πάς νά βρείς τόν αδερφό σου καί νά τοΰ πεϊς νά προσέχει; Η ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΑ: Μά γιατί; Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Νά, Ιτσι, λέω. Η ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΑ: Γι* αυτό πού Ιγινε απόψε; Δέ φαντά- ζομαι νά μιλάς σοβαρά; Ό Τέο δέν κάνει τέτοια πρά- ματα; Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ: Δέν ξέρω πιά τί νά σκεφτώ, Μίννα. Εί- ναι τόσο αλλαγμένος. Τόν χαλάσανε ολότελα. Δέν έ- χει καλές παρέες. Τέσσερα χρόνια είμαστε μαζί, καί τώρα μοΰ 'ρχεται.. σέ παρακαλώ, κοίταξε στόν ώμο μου, μήπως έχω κι έγώ κανένα σταυρό! 35 4 Στρατιώτες τοΰ Βάλτου Άπό παντοϋ ξεφυτρώνει ή "Ες - "Α. Κι εκείνοι συνεχίζουν τόν καυγά γιά τοΟ Μπέμπελ καί τού Λένιν τό αι- σθητήριο. "Ωσπου, μέ τοΰ Κάουτσκυ καί τοϋ Μαρξ τά τεφτέρια στά κουρασμένα, φαγωμένα τους χέρια, συμφωνούν στων Ναζί τό άπομονωτή- ριο. (Στρατόπεδο συγκέντρωσης Έστερβέγκεν, 1934. Μερικοί κρατούμενοι ανακατεύουν τσιμέντο.) ΜΙΙΡΓΛ (σιγανά στόν Ντήβενμπαχ) : Κρατήσου μακριά άπ' τόν Λόμαν, δέν είναι σίγουρος. ΝΤΗΒΕΝΜΠΑΧ (δυνατά) : "Ε, Λόμαν, ό Μπρύλ λέει νά κρατηθώ μακριά σου, γιατί δέν είσαι σίγουρος. ΜΠΡΓΛ: Γουρούνι. ΛΟΜΑΝ: Έσύ τό λές αυτό, Ιούδα; Γιατί πήγε απομόνω- ση δ Κάρλ; ΜΠΡΪΆ: Μήποις έξ αιτίας μου; Μήπως έγώ Ιχω τσιγάρα, πού κανένας δέν ξέρει πού τά βρίσκω; ΛΟΜΑΝ: Πότε είχα έγώ τσιγάρα; 36 Ο ΕΡΕ1ΓΝΗΤΗΣ ΤΩΝ ΓΡΑΦΩΝ: Προσοχή! (Ή φρουρά των Ές-Ές περνάει στό πρόχω- μα άπό πάνω τους.) ΕΣ-ΕΣ: Έδώ ακούστηκαν κουβέντες. ΙΙοιός μίλησε; (Κα- νείς δέν απαντάει.) "Αν ξαναγίνει, θά πάτε δλοι στήν απομόνωση. Καταλάβατε; Τραγουδάτε! (01 κρατούμενοι τραγουδούν τήν πρώτη στρο- φή τοΰ τραγυδιοΰ «Οι στρατιώτες τοΰ βάλ- του». Ό "Ες-"Ες προχωρεί.) Όπου κι άν τό μάτι ρίξεις βάλτος καί ξερά κλαδιά τά πουλιά δέν κελαηδούνε στήν ξερή βελανιδιά. Στρατιώτες τού βάλτου τραβάμε μέ φτυάρια στό βάλτο. Ο ΕΡΕΓΝΗΊΉΣ ΤΩΝ ΓΡΑΦΩΝ: Μά γιατί τσακωνόσα- στε ακόμα καί τώρα; ΝΤΗΒΕΝΜΠΑΧ: Μή σέ νοιάζει εσένα, ερευνητή, δέν κα- ταλαβαίνεις εσύ. (Γιά τόν Μπρύλ.) Αύτουνοΰ έδώ τό κόμμα υπερψήφισε χτές στό Ράιχσταγκ τήν εξωτερι- κή πολιτική τοΰ Χίτλερ. Κι αυτός —(δείχνει τό Λό- μαν)— λέει πώς ή εξωτερική πολιτική του σημαίνει πόλεμο. ΜΠΡ1ΓΛ: Όχι δμως άν είμαστε μεΐς παρόντες. ΛΟΜΑΝ: Μ' εσάς παρόντες ϊγινε κιόλας ένας πόλεμος. ΜΠΡΓΛ: "Αλλωστε ή Γερμανία είναι πολύ αδύνατη στρα- τιωτικά. ΛΟΜΑΝ: Πάντως στό γάμο σας μέ τό Χίτλερ τοΰ δώσατε προίκα Ινα θωρηκτό. Ο ΕΡΕΓΝΗΤΗΣ ΤΩΝ ΓΡΑΦΩΝ (στόν Ντήβενμπαχ) : 37 Έσύ τι ήσουνα; Σοσιαλδημοκράτης, ή κομμουνιστής; ΝΤΗΒΕΝΜΠΑΧ: Κρατιόμουνα άπ' Ιξω. ΛΟΜΑΝ: Κι δμως, τώρα είσαι μιά χαρά μέσα, μέσα στό στρατόπεδο, δηλαδή. Ο ΕΡΕΓΝΗΤΗΣ ΤΩΝ ΓΡΑΦΩΝ: Προσοχή! (Ό "Ες-'Ες παρουσιάζεται ξανά. Τούς παρατη- ρεί. 'Αργά-'Αργά, δ Μπρύλ αρχίζει τή δεύτε- ρη στροφή τοΰ τραγουδιού «Στρατιώτες τοΰ βάλτου». Ό Ές-Ές προχωρεί.) Πάνω κάτω πάν οί σκύλοι, θάνατος είν' ή φυγή. Και κανείς δέ θά γλυτώσει κλειδωμένη ή φυλακή. Στρατιώτες τοΰ βάλτου τραβάμε μέ φτυάρια στδ βάλτο. ΛΟΜΑΝ (πετάει κάτω τό φτυάρι) : "Οταν σκέφτομαι πώς βρίσκομαι έδώ μέσα γιατί έξ αιτίας σας δέ μπόρεσε νά γίνει τό Ενωτικό Μέτωπο, μοΰ 'ρχεται καί τώρα ακόμα, νά σοϋ σπάσω τό κεφάλι. ΜΠΡΓΛ: "Ωστε Ιτσι, I; «Ή γινόμαστε αδέρφια ή σοδ σπάω τό κεφάλι», I; Ενωτικό Μέτωπο! Πουλί μου τό ξέρω τό τραγούδι σου: θά σάς ερχότανε καλά νά μάς φάτε τά μέλη. ΛΟΜΑΝ: "Οχι, αφήστε καλύτερα νά σάς τά φάει δ Χί- τλερ. Είσαστε προδότες τοϋ λαοϋ! ΜΠΡΓΛ (έξω φρενών σηκώνει τό φτυάρι του εναντίον τοϋ Λόμαν, πού κι αυτός ϊχει έτοιμο τό δικό του) : θά σοΰ δείξω 'γώ! Ο ΕΡΕΓΝΗΤΗΣ ΤΩΝ ΓΡΑΦΩΝ: Προσοχή! (Αρχίζει νά τραγουδάει βιαστικά τήν τελευταία στροφή τοϋ τραγουδιού. Ό Ές-Ές παρουσιάζε- 38 tat πάλι, κι οί άλλοι μπαίνουν ατό τραγούδι, ανα- κατεύοντας τό τσιμέντο.) Μά γιά μάς δέν Ιχει θρήνους ό χειμώνας θά χαθεί: μέ χαρά θά ξαναδούμε τής πατρίδας μας τή γή. Στρατιώτες τοΰ βάλτου δέν πάμε πιά μέ φτυάρια στό βάλτο. ΕΣ-ΕΣ: Ποιος φώναξε 'δώ «προδότες τοΰ λαοΟ»; (Κανένας δέν απαντάει.) ΕΣ-ΕΣ: Δέ βάζετε μυαλό. (Στό Λόμαν:) Ποιος; (Ό Λόμαν κοιτάζει τόν Μπρύλ και δέν μιλάει.) ΕΣ-ΕΣ (στόν Ντήβενμπαχ) : Ποιος; ("Ο Ντήβενμπαχ μένει σιωπηλός.) ΕΣ-ΕΣ (στόν ερευνητή τών γραφών) : Ποιος; (Ό ερευνητής δέν μιλάει.) ΕΣ-ΕΣ (στόν Μπρύλ): Ποιος; (Ό Μπρύλ δέν μιλάει.) ΕΣ-ΕΣ: Σάς δίνω άλλα πέντε δευτερόλεπτα, αλλιώς θά σάς κλείσω στήν απομόνωση μέχρι νά τά τινάξετε. (Περιμένει πέντε δευτερόλεπτα. "Ολοι κοιτάζουν ίσια μπροστά τους, σιωπηλοί.) ΕΣ-ΕΣ: Εμπρός, στήν απομόνωση. 39 5 Στήν υπηρεσία τοΰ λαοΰ Νά καί οί δεσμοφύλακες, χαφιέδες, χωροφύλακες, υπηρέτες τοϋ λαοΰ τής Γερμανίας. Καταπιέζουν, μαστιγώνουν, βασανίζουν παλουκώνουν, όλα σέ τιμή ευκαιρίας. (Στρατόπεδο συγκέντρωσης "Οράνιενμπουργκ, 1934. Μικρή αυλή ανάμεσα σέ παράγκες. ΙΙρίν ανάψουν τά φώτα, ακούγεται ήχος άπό μαστίγωμα. "Ύστερα βλέπουμε έναν "Ες-Ές νά μαστιγώνει έναν κρατού- μενο. "Ενας αξιωματικός Ές-Ές στέκει πιό πίσω καπνίζοντας, μέ τήν πλάτη γυρισμένη στους άλ- λους δυό. "Ύστερα φεύγει.) Ο ΕΣ-ΕΣ (κουρασμένος κάθεται σ* ένα βαρέλι) : Συνέχι- σε τή δουλειά σου. (Ό κρατούμενος σηκώνεται καί μέ αργές κινήσεις αρχίζει νά καθαρίζει τό αποχωρητήριο.) Ο ΕΣ-ΕΣ: Γιατί, βρε κτήνος, δέ λές δχι, όταν σέ ρωτάνε άν είσαι κομμουνιστής; Κι έσύ γίνεσαι κουρέλι, κι έ¬ 40 μένα απ* τήν κούραση πάει χαμένει ή άδεια μου. Ή- θελα νά "ξέρα γιατί δέ βάζουνε τον Κλάπροτ νά κά- νει αυτή τή δουλειά, άφοΰ τ" άρεσε: κιόλας. "Άν ξα- νάρθει αυτός ό πορνοβοσκός θά πάρεις τό μαστίγιο καί θ" αρχίσεις νά μαστιγώνεις τό χώμα, κατάλαβες; Ο ΚΡΑΤΟΓΜΕΝΟΣ: Μάλιστα, κύριε ομαδάρχη. Ο ΕΣ-ΕΣ: Κι αυτό τό κάνιο μόνο γιατί ίχω βαρεθεί νά βαράω βρωμόσκυλα σάν κι εσένα, κατάλαβες; Ο ΚΡΑΤΟΓΜΕΝΟΣ: Μάλιστα, κύριε ομαδάρχη. Ο ΕΣ-ΕΣ: ΙΙροσοχή! ("Ακούγονται απ" έξ<υ βήματα, κι ό Ές-Ές δείχνει τό μαστίγιο. Ό κρατούμενος τό παίρνη καί μαστι- γώνει τό χώμα. Επειδή δ θόρυβος δέν είναι πειστι- κός, ό "Ές-Ές δείχνει τεμπέλικα ένα πανέρι, πού βρίσκεται δίπλα. Τά βήματα σταματούν άπ' έξω. '() "Ές-Ές σηκώνεται γρήγορα καί νευρικά, αρπάζει άπ" τόν κρατούμενο τό μαστίγιο καί τόν χτυπάει.) Ο ΚΡΑΤΟΪ'ΜΕΝΟΣ (σιγανά) : "Οχι στήν κοιλιά. (Ό Ες- Ές τόν χτυπάει στήν πλάτη. Ό αξιωμα- τικός παρουσιάζεται.) Ο ΑΞΙΰΜΑΤΙΚΟΣ: Χτύπα τον στήν κοιλιά. (Ό Ές-"Ές χτυπάει τόν κρατούμενο στήν κοιλιά.) 41 6 Γυρεύοντας τή δικαιοσύνη Νά οί κύριοι δικαστές. Τους λένε οί καταπιεστές πώς δίκιο είναι τό λαό δ,τι συμφέρει. Μ' αυτοί δέν ξέρουν ποιό είν' αυτό Kt έτσι δικάζουν στό σωρό μέχρι νά βάλουν τό λαό ολόκληρο στό χέρι. ("Αουγκσμπουργκ, 1934. Αίθουσα συσκέψεων ε- νός δικαστικού μεγάρου. Άπό τό παράθυρο φαί- νεται τό γαλατερό γεναριάτικο πρωινό. Μιά σφαιρική γυάλινη λάμπα είναι ακόμα αναμένη. Ό δικαστής φοράει τήν τήβεννο του. Χτυπάει ή πόρτα.) Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Εμπρός! (Μπαίνει ό αστυνομικός επιθεωρητής.) Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Καλημέρα, κύριε πρόεδρε. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Καλημέρα, κύριε Τάλλιγκερ. Σάς κάλε- σα γιά τήν υπόθεση Χαίμπερλε, Σύντ καί Γκάουνι¬ 42 τσερ. Πρέπει νά ομολογήσω δτι αυτή ή υπόθεση δέν είναι γιά μένα εντελώς σαφής. ■Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: ; Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Άπό τή δικογραφία συμπεραίνω, δτι το κατάστημα δπου έγινε ή επίθεση, τό κοσμηματοπω- λείο "Αρντ, είναι ένα εβραϊκό κατάστημα; Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: ; Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Κι δτι δ Χαίμπερλε, ό Σύντ κι δ Γκάου- νιτσερ εξακολουθούν νά είναι μέλη τοδ έβδομου τομέ- ως τής Ές-"Α; (Ό επιθεωρητής κουνάει τό κεφάλι καταφατικά.) ' Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Καί ή Ές-Ά δέν θεώρησε αναγκαίο νέ λάβει πειθαρχικά μέτρα εναντίον τών τριών, ή νά τους αποβάλει; (Ό επιθεωρητής κουνάει τό κεφάλι αρνητικά.) Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Δηλαδή, αυτό σημαίνει δτι μετά τό θόρυ- βο πού προκάλεσε στή γειτονιά τό γεγονός αυτό, ή Ές-Ά έκανε τΙς έρευνες της; (Ό επιθεωρητής σηκώνει τούς ώμους.) Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: θά σάς ήμουν υπόχρεος, Τάλλιγκερ, άν μοΰ δίνατε μιά γενική ίδέα πρίν άπό τή διαδικασία. Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ (μηχανικά) : ΣτΙς δύο Δεκεμβρίου παρελθόντος έτους, στίς οκτώ καί δεκαπέντε τό πρωΐ, οί Ές-'Α Χαίμπερλε, Σύντ καί Γκάουνιτσερ, μπήκαν στό κοσμηματοπωλείο "Αρντ, καί μετά άπό σύντομη λογομαχία, έτραυμάτισαν στό πίσω μέρος τοΰ κρανίου τόν "Αρντ, ηλικίας πενηντατεσσάρων ετών. Υπήρξε καί υλική ζημία δψους έντεκα χιλιάδων διακοσίων τριαντατεσσάρων μάρκων. Τήν Έβδομη Δεκεμβρίου 43 περελθόντος έτους διετάχθησαν έρευνα: υπό τής αστυ- νομίας, οί όποιες απέδωσαν... Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Μά αγαπητέ μου Τάλλιγκερ, δλα αυτά είναι γραμμένα στή δικογραφία. (Δείχνε^ θυμωμένος τή δικογραφία, πού αποτελείται άπό μιά μόνο σελίδα.) Ή δικογραφία αυτή είναι ή πιό ισχνή κι ή πιό κακο- φτιαγμένη πού έχω δει στή ζωή μου, καί δέν μπο- ρώ νά πώ δτι τά κατηγορητήρια τών τελευταίων μη- νών ήσαν ιδανικά! Μά αυτά πού μοΰ λέτε είναι γραμ- μένα έδώ! Περίμενα δτι θά μπορούσατε νά μοΰ πείτε κάτι γιά τό βάθος τοΰ πράγματος. Ο ΕΗΙΘΕίΙΡΗΤΗΣ: Μάλιστα, κύριε πρόεδρε. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Λοιπόν: Ο ΕΙΙΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Τό πράγμα δέν έχει κανένα βάθος, κύριε πρόεδρε. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Τάλλιγκερ, δέν προσπαθείτε νά μοΰ πεί- τε δτι ή υπόθεση είναι σαφής; Ο ΕΙΙΙΘΕΩΡΗΤΗΣ (χαμογελώντας βιασμένα) : "Οχι, σα- φής δέν είναι. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Φαίνεται δτι εξαφανίστηκαν καί κοσμή- ματα κατά τήν συμπλοκή. Ξαναβρέθηκαν; Ο ΕΙΙΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Δέν έχω ιδέα. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: : Ο ΕΙΙΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Κύριε πρόεδρε, έχω οικογένεια. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Κι έγώ έχω οικογένεια, Τάλλιγκερ. Ο ΕΙΙΙΘΕΩΡΗΡΗΣ: Μάλιστα. (Παύση.) Ο ΕΙΙΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Ό "Αρντ είναι Εβραίος, ξέρετε. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: "Οπως φαίνεται -κι άπ' τό δνομά του. Ο ΕΙΙΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Μάλιστα. Στή γειτονιά ψιθυριζόταν γιά ένα διάστημα δτι υπήρξε κάποιο ηθικό θέμα, φυ- λετικής αναμίξεως. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ (φωτίζεται λιγάκι) : Άχά! Ποιος ήταν α- νακατεμένος σ' αυτό; 44 Ο Ε1ΠΘΕΩΡΙΠΊ1Σ: Έ κόρη τοΰ "Αρντ. Είναι δεκαεννέα χρόνων κι, δπο>; λέγεται, όμορφη. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Ή υπόθεση εξετάστηκε άπό τί; αρχές; Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ (επιφυλακτικά) : Όχι. *() θόρυβος κόπασε γρήγορα. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Ποιος τόν προκάλεσε; ■Ο ΕΙΙΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: '() ιδιοκτήτης τοΰ κτιρίου. Κάποιος κύριο; Φόν Μήλ. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: θά "θελε βέβαια νά βγάλει άπό τδ σπίτι του τό έβραίικο μαγαζί. Ο ΕΙΙΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Αυτό σκεφτήκαμε κι έμεΐς. "Αλλά φαίνεται πώς αργότερα τά ανακάλεσε όλα. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: ΙΙάντως έτσι εξηγείται τό γεγονός δτι στή γειτονιά υπήρξε κάποια δυσαρέσκεια κατά τοΰ "Αρντ. Δηλαδή, οί νεαροί ενήργησαν άπό κάποιο εί- δος εθνικής αγανάκτησης... '() ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ (αποφασιστικά) : Δέν νομίζω, κύριβ Πρόεδρε. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Δέν νομίζετε τί; Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Πώς ό Χαίμπερλε, ό Σύντ κι ό Γκά- ουνιτσερ θά ποντάρουν στήν υπόθεση τής φυλετικής άνααίξεωα. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Γιατί δχι; Ο ΕΙΙΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Τό" δνομα τοΰ έν λόγω "Αρείου, δ- πιυς σάς είπα, δέν έχει γίνει επισήμως γνωστό. Μπο- ρεί νά είναι οποιοσδήποτε. "Οπου υπάρχουν μιά ομά- δα "'Αρειοι, μπορεί νά βρίσκεται ανάμεσα τους, έτσι δέν είναι; Καί πού υπάρχει μιά τέτοια ομάδα 'Αρει- οι; Μέ δυό λόγια, ή Ές-'Α δέν θέλει νά θέσει τό θέμα επί τάπητος. Ό ΔΙΚΑΣΤΗΣ (ανυπόμονα) : Τότε γιατί τοΰ τό αναφέ- ρατε ; Ό ΕΙΙΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Επειδή μού είπατε πώς έχετε οικο- γένεια. Γιά νά μήν θέσετε τό θέμα έπί τάπητος. Επει- δή είναι πολύ φυσικό νά τό αναφέρει κάποιος άπό τούς μάρτυρες άπό τή γειτονιά. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Καταλαβαίνω. Όμως γενικά, δέν κατα- λαβαίνω καί πολλά πράγματα. Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Όσο λιγότερα, τόσο τό καλύτερο, μεταξύ μας. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Έτσι λέτε έσεϊς. Έγώ δμως πρέπει νά. βγάλω μιάν απόφαση. Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ (αόριστα) : Ναί, ναί. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Επομένως μένει μόνο ή άμεση πρόκληση άπό μέρους τοΰ "Αρντ, αλλιώς δέν εξηγούνται τά συμ- βάντα. Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Συμφωνώ απολύτως, κύριε πρόεδρε. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Λοιπόν, τί είδους πρόκληση Ιγινε στους ανθρώπους τής Ές-"Α; Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Κατά τήν κατάθεση τους, τούς προ- κάλεσε τόσο ό ίδιος ό "Αρντ, δσο κι Ινας άνεργος, πού τόν είχε βάλει ό "Αρντ νά καθαρίσει τά χιόνια, μπρο- στά στό μαγαζί. Λένε δτι πήγαιναν νά πιουν μιά μπύ- ρα, κι δτι καθώς περνούσαν ό άνεργος Βάγκνερ, κα- θώς κι δ "Αρντ άπό τήν πόρτα, τούς έβρισαν χυδαία, Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Μάρτυρες δμως δέν έχουν, I; Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Έχουν. Ό ιδιοκτήτης τοΰ ακινήτου, αυτός ό Φόν Μήλ, κατέθεσε δτι είδε άπό τό παράθυ- ρο του τόν Βάγκνερ νά προκαλεί τούς Ές-"Α. Κι ό συνεταίρος τοΰ "Αρντ, κάποιος Στάου, πήγε τό ίδιο απόγευμα στόν τομέα τής Ές-"Α καί είπε ενώπιον τών Χαίμπερλε, Σύντ και Γκάουνιτσερ, δτι ό "Αρντ α- νέκαθεν μιλούσε περιφρονητικά γιά τήν Ές-"Α, ακό- μα καί σ' αυτόν τόν ίδιο. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: "Α, ώστε ό "Αρντ έχει συνεταίρο; "Λ- ρειος; Ο ΕΙΙΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Φυσικά "Αρειος. Λέτε νά έπαιρνε γιά προκάλυμμα Εβραίο; Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Μά τότε, ό συνεταίρος του δέ θά μαρτυ- ρήσει βέβαια εναντίον του; Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ (πονηρά) : "Ισως ναί. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ (ερεθισμένος) : Ποίς; Τό κατάστημα δέν 46 μπορεί βέβαια νά εγείρει απαιτήσεις γιά αποζημίωση, άν αποδειχθεί δτι δ "Αρντ προκάλεσε τους Χαίμπερ- λε, Σύντ καί Γκάουνιτσερ νά τοϋ επιτεθούν; Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Πώς ξέρετε πώς δ Στάου ενδιαφέρε- ται γι' αποζημίωση; Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Δέν το καταλαβαίνω αύτδ. 'Αφοΰ είναι συνεταίρος. Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Ακριβώς. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: ; Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Διαπιστώσαμε — συγκεκαλυμμένα φυσικά, αύτδ δέν είναι επίσημο — πώς ό Στάου μπαι- νοβγαίνει στόν τομέα τής Ές-"Α. Ήταν κι ό ίδιος μέλος της, καί ίσως νά είναι ακόμα. Προφανώς γι' αυ- τό τό, λόγο τόν πήρε συνέταιρο δ "Αρντ. Ό Στάου ή- ταν κι άλλοτε άνακατεμμένος σέ μιά τέτοια υπόθεση, σέ μιά «επίσκεψη» τής Ές-"Α. Τότε είχε πέσει σέ λά- θος άνθρο>πο, καί χρειάστηκε κάμποση δουλειά γιά νά μπει ή υπόθεση στό συρτάρι. Φυσικά, δέν υποστη- ρίζω δτι δ ίδιος ό Στάου στήν προκειμένη περίπτω- ση... Πάντως δέν είναι εντελώς ακίνδυνος τύπος. Σάς παρακαλώ αυτό νά τό θεωρήσετε εντελώς εμπιστευ- τικό, επειδή πρίν μιλήσατε γιά τήν οικογένεια σας. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ (κουνώντας τό κεφάλι) : Μόνο πού δέ βλέ- πω τί συμφέρον έχει ό κύριος Στάου νά ζημιώσει ή επιχείρηση έντεκα χιλιάδες μάρκα. Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Ναί, άλλά τά κοσμήματα εξαφανί- στηκαν. 'Εννοώ δτι πάντως οί Χαίμπερλε, Σύντ καί Γκάουνιτσερ δέν τά Ιχουν. Ούτε τά ρευστοποίησαν. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: "Ωστε έτσι. Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Φυσικά δέν πρέπει νά περιμένει κα- νείς άπό τόν Στάου νά κρατήσει τόν "Αρντ γιά συνε- ταίρο, άν μπορεί ν' αποδειχτεί ή προκλητική συμπε- ριφορά του. Καί φυσικά, δ "Αρντ θά υποχρεωθεί ν' αποζημιώσει τόν Στάου, γιά τή ζημιά πού τοϋ προ- κάλεσε, καταλαβαίνετε; Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Ναί, αυτό βέβαια τό καταλαβαίνω πολύ 47 καλά. (Κοιτάζει μιά στιγμή σκεπτικά τόν επιθεωρητή, πού έχει ξαναπάρει τό καθαρά υπηρεσιακό, ανέκφρα- στο δφο; του.) Ναί, δηλαδή ή υπόθεση θά καταλή- ξει στό δτι ό "Αρντ προκάλεσε τούς "Ες-"Α. Φαίνε- ται δτι εχει γίνε: αντιπαθή; σέ δλους. Δέν είπατε πώς με τί; σκανδαλώδεις καταστάσει; στήν οικογένεια του, είχε δώσει αφορμή γιά παράπονα στόν σπιτονοι- κοκύρη του; Χαί, ναί, ξέρω, ή υπόθεση αυτή δέν πρέ- πει νά τεθεί επί τάπητος, άλλά μπορεί κανείς νά υ- ποθέσει πώ; κι αυτή ή πλευρά θά ικανοποιηθεί, άν γίνει μετακόμιση σέ σύντομο χρονικό διάστημα. Σάς ευχαριστώ, Τάλλιγκερ, αλήθεια μου προσφέρατε με- γάλη βοήθεια. ,•; (Ό δικαστή; δίνει στόν επιθεωρητή Ινα πούρο. '() επιθεωρητή; βγαίνει. Στήν πόρτα διασταυ- £ ρο>νεται με τόν εισαγγελέα, πού μπαίνει.) Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ (στόν δικαστή) : Μπορώ νά σά; άκα- σχολήσω μιά στιγμή; Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ (καθαρίζοντας Ινα μήλο γιά πρωινό) : Μπορείτε. Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Πρόκειται γιά τήν υπόθεση Χαίμπερ- λε, Σύντ καί Γκάουνιτσερ. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ (απασχολημένος) : Ναί; Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Έ υπόθεση είναι βέβαια ώς τώρα αρ- κετά σαφής... ■Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Ναί.'Δεν καταλαβαίνω κάν γιατί ή εισαγ- γελία θειόρησε αναγκαία τη διαδικασία, γιά νά είμαι ειλικρινής. Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Ηώς. Έ υπόθεση προκάλεσε δυσάρε- στο θόρυβο στή γειτονιά. Καί οι αρχές θεώρησαν α- ναγκαία μιά έρευνα. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Έγώ βλέπω μιά σαφέστατη περίπτωση ε- βραϊκή: προκλήσεω:. Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κουταμάρε;, Γκόλλ! Μή νομίζετε πώς 48 οί τωρινές δικογραφίες μας, επειδή είναι λιγάκι λακω- νικές, δέν αξίζουν βαθύτερη προσοχή. Τό φαντάστη- κα, δτι μέ τήν αθωότητα πού σάς χαρακτηρίζει, θά καταλήγατε στό πιό άπλό συμπέρασμα. Όμως, κάνε- τε λάθος. Μπορεί νά βρεθείτε στά βάθη τής Πομερα- νίας πολύ πιό γρήγορα, άπ' δσο φαντάζεσθε. Κι έκεϊ δέν είναι τόσο ευχάριστα, σήμερα. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ (συγχισμένος, σταματάει νά τρώει τό μή- λο) : Αυτό μοΰ είναι εντελώς ακατανόητο. Μή μοΰ πείτε πώς σκοπεύετε νά βγάλετε τόν Εβραίο "Αρντ αθώο; Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ (μέ μεγαλοπρέπεια) : Ασφαλώς. Ό άνθρωπος ούτε πού σκέφτηκε νά προκαλέσει. Εννοεί- τε δτι επειδή είναι Εβραίος δέν μπορεί νά βρει τό δί- κηο του σ ένα δικαστήριο τοΰ Τρίτου Ράιχ; Ακου- στέ, αυτές οί απόψεις πού αναπτύσσετε, είναι πολύ παράξενες, Γκόλλ. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ (θυμωμένα) : Δέν ανέπτυξα καμιάν άποψη. Απλώς, είχα τήν εντύπωση, δτι έγινε πρόκληση στους Χαίμπερλε, Σύντ καί Γκάουνιτσερ. Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Ναί μά ή πρόκληση αυτή δέν Ιγινε άπό τόν "Αρντ, αλλά άπό 'κείνον τόν άνεργο, πώς τόν λένε, πού φτυάριζε τό χιόνι, τόν Βάγκνερ. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Σχετικά μ" αυτόν δέν υπάρχει λέξη στή δικογραφία σας, αγαπητέ μου Σπίτς. Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Πράγματι. Γιατί στ" αυτιά τής εισαγ- γελίας έφτασε δτι οί Ές-"Α έπετέθησαν εναντίον τοΰ 'Αρντ. Καί ή εισαγγελία προχώρησε, δπως ήταν τό καθήκον της. 'Αλλά άν δ μάρτυς φόν Μήλ π.χ. κατα- θέσει στή δίκη δτι ό "Αρντ δέν ήταν καν στό δρόμο δταν περνούσαν οί τρεις, ένώ εκείνος ό άνεργος, πώς τόν λένε, ά ναί, ό Βάγκνερ, έβρισε χυδαία τήν "Ες- "Α, αυτό πρέπει νά τό λάβουμε υπ1 δψει μας. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ (πέφτει άπό τά σύννεφα) : Ό Φόν Μήλ θά τό καταθέσει αυτό; Μά αυτός είναι δ σπιτονοικο- 4 49 κύρης, πού θέλει νά διώξει τόν "Αρντ. Δέ γίνεται βέ- βαια νά καταθέσει υπέρ τοΰ "Αρντ; Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Τί έχετε πάλι εναντίον τοΰ Φβν Μήλ; Γιατί δέν θά πει τήν αλήθεια άφοΰ θά ορκιστεί; "Ι- σως δέν ξέρετε πώς ό Φβν Μήλ, έκτδς πού είναι Ές- Ές, διαθέτει εξαίρετες σχέσεις στό Υπουργείο Δικαι- οσύνης; θά σάς συμβούλευα νό τόν θεωρείτε τίμιο άν- θρωπο, αγαπητέ Γκόλλ. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Μά αυτό κάνυ>. Στό κάτω-κάτω σήμερα δέ μπορεί νά θεωρηθεί ανέντιμο τό νά μή θέλει κά- ποιος στό σπίτι του ένα έβραίικο μαγαζί. Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ (μεγαλόψυχα) : Όσο ό άνθρωπος πλη- ρώνει τό ενοίκιο... Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ (μέ διπλωματία) : Φαίνεται δτι τόν έχει καταγγείλει κι άλλη μιά φορά, γιά κάποιον άλλο λόγο... Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: "Ωστε τό ξέρετε κι αυτό. Άλλά ποιος σάς λέει δτι μ' αυτόν τόν τρόπο θέλησε νά τόν διώ- ξει; Ιδιαίτερα, μιά και απέσυρε τήν καταγγελία; Αότό δείχνει μάλλον εξαιρετικά καλές σχέσεις, έτσι δέν είναι; Αγαπητέ μου Γκόλλ, μήν είσαστε αφελής. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ (θυμώνει τώρα στ' αλήθεια) : Αγαπητέ μου Σπίτς, δέν είναι καί τόσο απλό. Ό ίδιος του ό συνεταίρος, πού νόμιζα πώς θά θέλει νά τόν καλύψει, >: καταθέτει εναντίον του, κι ό σπιτονοικοκύρης του, πού τόν είχε καταγγείλει, τόν καλύπτει. "Αντε βρές άκρη. Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Γι' αυτό δέν παίρνουμε τούς μισθούς μας; ί) ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Φοβερά περίπλοκη περίπτωση, θά πάρε- τε ένα Βραζιλίας; (Ό εισαγγελέας παίρνει ένα ποΰρο καί κα- πνίζουν σιωπηλά. Ύστερα, σκυθρωπός ό δικαστής αναλογίζεται:) Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Όμως άν τό δικαστήριο διαπιστώσει δτι 50 ό "Αρντ δέν προκάλεσε, τότε μπορεί δ "Αρντ εύκολα νά απαιτήσει αποζημίωση άπό τήν Ές-"Α. Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Πρώτον, δέν μπορεί νά τήν απαιτή- σει άπό τήν Ές-"Α, αλλά τό πολύ-πολύ άπό τούς Χαίμπερλε, Σύντ καί Γκάουνιτσερ. Αυτοί δμως δέν έ- χουν πεντάρα. "Αν δέν αναγκαστεί ν' αρκεστεί σ' ε- κείνον τόν άνεργο, μά πώς τόν λένε, S, ναί, τόν Βάγ- κνερ. (Μέ έμφαση). Δεύτερον, μάλλον θά τό σκεφτεί πολύ νά μηνύσει ανθρώπους τής Ές-"Α. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Πού βρίσκεται τώρα; Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Στήν κλινική. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Κι ό Βάγκνερ; Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Στό στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ (κάπως πιό ήσυχος τώρα) : Βέβαια, δπως έχουν τά πράγματα, δ "Αρντ δέν πρόκειται νά επιχει- ρήσει νά μηνύσει τήν Ές-*Ά. Κι δ Βάγκνερ, δέ θά θελήσει νά κάνει θόρυβο μέ τήν αθωότητα του. "Ομως ή "Ες-"Α δέν θά μείνει καθόλου ευχαριστημένη, άν αφεθεί ελεύθερος ό Εβραίος. Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Τό δικαστήριο θά διαπιστώσει δτι τής Ές-"Α τής έγινε πρόκληση. "Αν τής Ιγινε άπό τόν Εβραίο ή άπό τό-μαρξιστή, αυτό σίγουρα θά πρέπει νά τής είναι αδιάφορο. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ (εξακολουθώντας ν' αμφιβάλλει) : Όχι εντελώς. Μέ τόν καυγά ανάμεσα στήν "Ες-"Α καί στόν άνεργο Βάγκνερ, Ιπαθε ζημιά τό κοσμηματοπω- λείο. Κάποια ευθύνη θά εξακολουθήσει νά 'χει ή Ές-"Α. Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Δέν μπορούμε νά τά 'χουμε δλα. Δέν μπορείτε νά τούς ευχαριστήσετε δλους. Καί ποιόν άπ' δλους πρέπει νά ευχαριστήσετε, αυτό θά σάς τό πει τό εθνικό σας αίσθημα, αγαπητέ Γκόλλ. 'Εγώ μπορώ νά σάς τονίσω μόνο, δτι μερικοί εθνικοί κύκλοι —καί μιλώ καί γιά ενα πολύ υψηλό αξίωμα των Ές-Ές— θά ήθελαν περισσότερα κότσια άπό τό γερμανικό δι- καστικό σώμα. 51 Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ (άναστενάζ οντάς βαθιά) : Ή εξεύρεση τοΰ δικαίου δέν είναι πάντως καί τόσο εύκολη πιά σήμε- ρα, αγαπητέ μου Σπίτς. Αυτό πρέπει νά τό παραδε- Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Ευχαρίστως. 'Αλλά υπάρχει μιά θαυ- μάσια φράση τοΰ κομισσαρίου μας τής δικαιοσύνης, στήν οποία μπορείτε νά βασιστείτε: Δίκαιο είναι δ,τι συμφέρει στό γερμανικό λαό. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ (ανόρεχτα) : Ναί, ναί. Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κυρίως μή φοβάστε τίποτε. (Σηκώ- νεται.) Τώρα γνωρίζετε τό βάθος τής υποθέσεως. Δέ θά πρέπει νά δυσκολευτείτε, θά σάς δώ αργότερα, α- γαπητέ μου Γκόλλ. (Βγαίνει. Ό δικαστής είναι πολύ δυσαρεστη- μένος. Στέκεται γιά λίγο στό παράθυρο. Ύστερα ξεφυλλίζει αφηρημένα δικογρα- φίες. Τέλος, χτυπάει ένα κουδούνι. Μπαίνει ένας κλητήρας.) Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Φωνάξτε μου ξανά τόν επιθεωρητή Τάλ- λιγκερ άπό τήν αίθουσα τών μαρτύρων. Μέ τρόπο. (Ό κλητήρας βγαίνει. Ξαναμπαίνει δ επιθεωρητής.) Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Τάλλιγκερ, παρά λίγο νά μέ βάλετε σέ μεγάλο μπελά μέ τή συμβουλή σας νά θεωρήσω τήν υπόθεση σάν πρόκληση άπό μέρους τοΰ "Αρντ. Φαί- νεται πώς & κύριος Φόν Μήλ είναι έτοιμος νά κατα- θέσει ενόρκως δτι ή πρόκληση έγινε άπό τόν άνεργο Βάγκνερ, κι δχι άπ' τόν "Αρντ. Ο ΕΙΙΙΘΕΩΡΗΤΗΣ (μυστηριώδης) : Ναί, έτσι λένε, κύ- ριε πρόεδρε. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Τί σημαίνει πάλι αυτό; «"Ετσι λένε»! Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: "Οτι ό Βάγκνερ είπε τις βρισιές. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ; Καί δέν eiv' αλήθεια; Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ (συγκρατημένα) : Κύριε πρόεδρε, τό άν είναι αλήθεια ή δχι, δέν μπορούμε... Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ (μέ χαρακτήρα) : Γιά άκουσε 'όώ, άνθρω- πε μου. Βρίσκεστε σ' Ινα γερμανικό δικαστήριο. Ό Βάγκνερ ομολόγησε, ναί ή δχι; Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Κύριε πρόεδρε, άν θέλετε νά ξέρετε, δέν ήμουν αυτοπροσώπως στό στρατόπεδο συγκεντρώ- σεως. Τά πρακτικά τής ανακρίσεως —ό Βάγκνερ αρ- ρώστησε άπό τά νεφρά του— λένε, δτι ομολόγησε. Μόνο πού... Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Επομένως, ομολόγησε. Τό «μόνο πού»; Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Ήταν στόν πόλεμο κι έχει Ινα βλή- μα στό λαιμό, κι δπως κατέθεσε δ Στάου, ξέρετε, ό συνεταίρος τοΰ "Αρντ, δέν μπορεί ν' αρθρώσει λέξη. Τώρα πώς τόν άκουσε δ Φόν Μήλ άπό τόν πρώτο ό- ροφο νά βρίζει, αυτό δέν είναι εντελώς... Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: "Ε, καλά, τότε θά ειπωθεί δτι γ:ά νά προσβάλει κανείς κάποιον, δέν χρειάζεται φωνή. Μιά χειρονομία είναι αρκετή. Γενικά, εχω τήν εντύπωση δτι ή εισαγγελία θέλει νά κρατήσει μιά τέτοια διέξο- δο γιά τήν Ές-"Α. Γιά νά είμαι ακριβής: αυτήν τή διέξοδο καί καμιάν άλλη. Ο ΕΙΠΘΕΩΡΗΤΗΣ: Μάλιστα, κύριε πρόεδρε. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Τί κατέθεσε ό "Αρντ; Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: "Οτι δέν ήταν κάν εκεί κι δτι χτύ- πησε τό κεφάλι του πέφτοντας άπό τή σκάλα. Δεν μπο- ρέσαμε νά τοΰ βγάλουμε τίποτ' άλλο. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Φαίνεται πώς ό άνθρωπος είναι εντελώς αθώος κι δτι μπλέχτηκε τυχαία. Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ (συνθηκολογώντας) : Μάλιστα, κύριε πρόεδρε. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Κι ή "Ες-"Α μπορεί ν' αρκεστεί στό ν' α- θωωθούν οί άνθροΜίοί της. Ο Ε11ΊΘΕΩΡΗΤΗΣ: Μάλιστα, κύριε πρόεδρε. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Μή μού λέτε συνέχεια μάλιστα, σάν αυτό- ματο. Γ>3 Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Μάλιστα, κύριε πρόεδρε. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Τί ακριβώς θέλετε νά πείτε; Μή μέ πα ρεξηγεΐτε, Τάλλιγκερ, καταλαβαίνετε βέβαια δτι εί- μαι λίγο εκνευρισμένος. Ξέρω πώς είστε τίμιος άνθρω- πος. Καί γιά νά μοΰ δώσετε μιά συμβουλή, κάτι θά είχατε όπ' δψει σας. € ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ (καλόκαρδος καθώς είναι, τό αποφα- σίζει) : Σκεφτήκατε άν δ δεύτερος εισαγγελέας δέν αποβλέπει απλώς στή θέση σας καί σάς στήνει παγί- δα γιά νά τήν αποκτήσει; Τέτοια ακούγονται πολλά τελευταία. "Ας υποθέσουμε, κύριε πρόεδρε, δτι διαπι- στώνετε τήν αθωότητα τοΰ Εβραίου. Δέν προκάλεσε τόν καυγά. Δέν ήταν κάν έκεΐ. Τήν τρύπα πού έχε. στό κεφάλι του τήν απέκτησε σ' εναν καυγά μέ άλλα πρόσωπα. Μετά άπό λίγο καιρό λοιπόν, ξαναγυρίζει στό μαγαζί του. "Ο Στάου δέν μπορεί βέβαια νά τόν εμποδίσει. Καί ή επιχείρηση έχει ζημιώσει έντεκα χι- λιάδες μάρκα. "Ετσι δμως ζημιο>νεται δ Στάου, γιατί δέν μπορεί βέβαια νά ζητήσει τίς έντεκα χιλιάδες ά- πό τόν "Αρντ. Τότε ό Στάου, άπ' δ,τι ξέρω γι' αυτόν τόν τύπο, θ" αποταθεί στήν "Ες-"Α γιά τά κοσμήμα- τα του. Δέν θά πάει φυσικά ό ίδιος, γιατί σάν συνε- ταίρος τοΰ "Αρντ θεωρείται σκλάβος τών Εβραίων. θά έχει δμως ανθρώπους στό χέρι. Τότε θά ειπωθεί δτι ή "Ες-"Α βουτάει κοσμήματα άπό εθνικό αίσθημα. Ποιά γνώμη θά Ιχει τότε ή "Ες-"Α γιά τήν απόφα- ση σας, μπορείτε νά τό φανταστείτε. Ό απλός άνθρω- πος έτσι κι αλλιώς δέν θά μπορεί νά καταλάβει τί έ- γινε. Γιατί πώς είναι δυνατό στό Τρίτο Ράιχ Ινας Εβραίος νά πάρει δίκιο σέ βάρος τής "Ες-"Α: (Έδώ καί λίγο ακούγεται θόρυβος άπό μέσα. Τώρα γίνεται πολύ δυνατός.) Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Τί φοβερός θόρυβος είν' αυτός; Μιά στιγ- μή, Τάλλιγκερ. (Χτυπάει τό κουδούνι, μπαίνει δ κλη¬ 54 τήρας.) Τί φασαρία είν' αυτή, άνθρωπε μου; Ο ΚΛΗΤΗΡΑΣ: Ή αίθουσα είναι γεμάτη. Καί τώρα εί- ναι τόσο στριμωγμένοι στις πόρτες, ποϋ δέν μπορεί νά περάσει πιά κανένας. Καί είναι καί μερικοί άπό τήν "Ες-'Α, πού λένε ότι πρέπει νά περάσουν, γιατί έχουν διαταγή νά παραστούν στή δίκη. (Ό κλητήρας βγαίνει, μιά κι ό δικαστής δέν κάνει τίποτ' άλλο άπό τό νά τόν κοιτά- ζει φοβισμένος.) Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ (συνεχίζει) : Τότε θά τούς Ιχετε στό σβέρκο, ξέρετε. Σάς συμβουλεύω νά περιοριστείτε στόν "Αρντ καί ν" αφήσετε ήσυχη τήν Ές-"Α. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ (κάθεται συντριμμένος μέ τό κεφάλι ανά- μεσα στά χέρια του, κουρασμένος) : Καλά, Τάλλιγ- κερ, πρέπει νά τό σκεφτώ τό πράγμα. Ο ΕΙΙΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Πρέπει στ' αλήθεια νά τό σκεφτεί- τε κύριε πρόεδρε. (Βγαίνει. Ό δικαστής σηκώνεται βαριά καί χτυ- πάει δυνατά τό κουδούνι. Μπαίνει ό κλητήρας.) ί) ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Πηγαίνετε στόν σύμβουλο Φευ, καί πέστε του δτι τόν παρακαλώ νά έρθει νά μέ βρεί δυό λε- φτά. (Ό κλητήρας βγαίνει. Μπαίνει ή υπηρέτρια τοΰ δικαστή, μ' ένα πακέτο μέ τό κολατσιό του.) Η ΓΠΗΡΕΤΡΙΑ: Πάλι ξεχαστήκατε, κύριε πρόεδρε. Εί- σαστε φοβερός. Τί ξεχάσατε πάλι σήμερα; Γιά,-σχε=- φτεϊτε καλά: τό σπουδαιότερο! (Τοΰ δίνει τό πακετΑ- κι.) Τό κολατσιό σας! θ' αγοράζατε πάλι εκείνα τά ψωμάκια, θά τά τρώγατε πάλι ζεστά, καί θά 'χατε 55 πάλι φούσκωμα, δπως τήν περασμένη βδομάδα. Δέν προσέχετε καθόλου τδν εαυτό σας. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Ευχαριστώ, Μαρία. Η ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Μόλις πού κατάφερα νά μπώ. Όλο τό δικαστήριο είναι γεμάτο Ές-"Α, επειδή είναι αυτή ή δίκη. "Ομως σήμερα θά τήν πάθουνε, ε, κύριε πρόε- δρε ; Στδ χασάπικο λέγανε: Καλά πού υπάρχει ακό- μα δικαιοσύνη. "Ακούς έκεϊ νά χτυπάνε στά καλά κα- θούμενα Ινα μαγαζάτορα! Στήν Ές-"Α οί μισοί εί- ναι παλιοί εγκληματίες, τό ξέρει δλ' ή γειτονιά. "Αν δέν είχαμε τούς νόμους μας θά κλέβανε καί τήν εκ- κλησιά τήν ίδια. Τό κάνανε γιά τά δαχτυλίδια, ό Ι- νας, ό Χαίμπερλε, είναι αρραβωνιασμένος μέ μιά πού "κανε πεζοδρόμιο ώς πρίν έξι μήνες. Καί τοΰ ά- νεργου τοΰ Βάγκνερ, πού "χει τό βλήμα στό λαιμό, τοϋ ριχτήκανε τήν ώρα πού φτυάριζε τά χιόνια, δλοι τους είδανε. Καί τά κάνουν δλα αυτά στά φανερά γιά νά τρομοκρατούν τόν κοσμάκη, κι άν πει κανένας τίπο- τα, πάνε καί τόν ξυλοφορτώνουνε μέχρι νά τά τινάξει. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Εντάξει, Μαρία. Πήγαινε τώρα. Η ΠΙΗΡΕΤΡΙΑ: Τούς λέω στό χασάπικο, άπ' τό δικαστή θά τό βρούνε, ψέματα; "Ολοι οί τίμιοι άνθρωποι είναι μέ τό μέρος σας, αυτό είναι σίγουρο, κύριε πρόεδρε. Μόνο μή φάτε τό κολατσιό σας πολύ γρήγορα, μπο- ρεί νά σάς πειράξει. Δέ σάς κάνει καθόλου καλό, καί τώρα φεύγω, νά μή σάς κρατάω άλλο, πρέπει νά πά- τε στή δίκη, καί νά μή νευριάσετε στή δίκη, αλλιώς καλύτερα νά φάτε πρίν, τά λίγα λεπτά πού θέλετε γιά νά φάτε δέν έχουν σημασία, γιά νά μή φάτε μέ νευ- ρωμένο στομάχι. "Η υγεία είναι τό πολυτιμότερο α- γαθό, δμως τώρα πάω, εσείς ξέρετε καλύτερα, βλέπω δτι διαζόσαστε νά πάτε στή δίκη, κι έγώ πρέπει νά πεταχτώ στό μπακάλη. (Ή υπηρέτρια βγαίνει. Μπαίνει ό σύμβουλος Γ>('. Φέυ, Ινας ηλικιωμένος δικαστικός, ποϋ είναι φίλος μέ τό δικαστή.) Ο ΣΓΜΒΟΥΛΟΣ: Τί συμβαίνει; Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: "Ηθελα νά συζητήσω κάτι μαζί σου άν έχεις λιγάκι καιρό. "Εχω μιά αρκετά δυσάρεστη υ- πόθεση σήμερα τό πρωί. Ο ΣΓΜΒΟΓΑΟΣ: Ναί, τήν υπόθεση τής Ές-"Α. (Κάθε- ται.) Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ (σταματάει νά κόβει βόλτες) : Πώς τό ξέ- ρεις; Ο ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ: Πέρα συζητήθηκε άπό χτές τ' απόγευ- μα. Δυσάρεστη περίπτωση. (Ό δικαστής αρχίζει πάλι νά πηγαινοέρχεται νευρικά.) Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Και τί λένε πέρα; Ο ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ: Δέν σέ ζηλεύουνε καθόλου (Μέ περι- έργεια:) Λοιπόν, τί σκοπεύεις νά κάνεις; Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Αυτό είναι πού δέν ξέρω. Πάντως δέν φαντάζομαι πώς ή υπόθεση είναι ήδη τόσο γνωστή. Ο ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ (μέ απορία) : Μπά; Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Αυτός ό συνεταίρος φαίνεται νά 'ναι αρ- κετά επικίνδυνο υποκείμενο. Ο ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ: "Ετσι λένε. 'Αλλά κι αυτός δ Φόν Μήλ δέ διακρίνεται καί πολύ γιά τις φιλάνθρωπες τάσεις του, έ; Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Ξέρετε τίποτε γι" αυτόν; Ο ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ: Αρκετά. "Εχει βλέπεις αυτές τις σχέ- σεις. (Παύση ) Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Πολύ υψηλές; Ο ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ: Πολύ υψηλές. (Παύση.) 57 Ο ΣΪΜΒ01ΓΛ()Σ (προσεχτικά) : "Αν αφήσεις Ιξω τόν Έ βραΐο και αθωώσεις τούς Χαίμπερλε, Σύντ καί Γκά- ουνιτσερ, επειδή τούς προκάλεσε ό άνεργος νά τόν κυ- νηγήσουν στό κατάστημα, λές νά μείνει ευχαριστημέ- νη ή Ec-Ά; Ό "Αρντ πάντως δέν θά μηνύσει τήν "Ες-" Λ. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ (γεμάτος έγνοια) : Ναί μά ό συνεταίρος τοΰ "Αρντ; θά πάει στήν Ές-Ά καί θά ζητήσει τά κοσμήματα. Και τότε έχω στο σβέρκο μου δλη τήν η- γεσία τής "Ες-"Α, Φέυ. Ο ΣΓΜΒΟΓΛΟΣ (άφοΰ σκέφτηκε αυτό τό επιχείρημα, πού φαίνεται πώς τόν ξάφνιασε) : Όμως άν δέν αφήσεις έξω τόν Εβραίο, τότε τουλάχιστον θά βρεις τόν μπε- λά σου άπό τόν Φόν Μήλ. "Ισως δέν ξέρεις δτι ό "Αρντ Ιχει στήν τράπεζα συναλλαγματικές μέ τήν υ- πογραφή τοΰ Φόν Μήλ; Γι' αυτό χρειάζεται τόν Ε- βραίο σά σανίδα σωτηρίας. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ (τρομαγμένος) : Συναλλαγματικές! (Χτυπάει ή πόρτα.) Ο ΣΓΜΒΟΓΑΟΣ: "Εμπρός! (Μπαίνει ό κλητήρας.) Ο ΚΛΗΤΗΡΑΣ: Κύριε πρόεδρε, πραγματικά δέν ξέρω τί νά κάνω, πώς νά κρατήσω θέσεις γιά τόν Πρώτο Ει- σαγγελέα καί τόν δικαστή Σαίνλιγκ... "Αν αυτοί οί κύριοι μέ ειδοποιούσαν νωρίτερα... Ο ΣΓΜΒΟΓΛΟΣ (μιά κι ό δικαστής δέν μιλάει) ; Ελευ- θέρου δυό θέσεις καί μή μάς ενοχλείς έδώ. (Ό κλητήρας βγαίνει.) Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Αυτοί μοΰ λείπανε! Ο ΣΓΜΒΟΓΛΟΣ: Ό Φόν Μήλ δέν πρόκειται σέ καμιά 58 περίπτωση ν" αφήσει τόν "Αρντ ν* καταστραφεί. Τόν χρειάζεται. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ (εκμηδενισμένος) : Γιά νά τόν απομυζά. Ο ΣΓΜΒΟΓΛΟΣ: Έγώ δέν είπα τίποτε τέτοιο αγαπητέ Γκόλλ. Καί δέν καταλαβαίνω μέ ποιό δικαίωμα μου καταλογίζεις κάτι τέτοιο, πραγματικά δέν καταλα- βαίνω. Θά ήθελα νά τονίσω δτι δέν είπα τίποτα απο- λύτως εναντίον τοΰ κυρίου Φόν Μήλ. Αυποΰμαι, άλλά αυτό είναι απαραίτητο, Γκόλλ. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ (αγανακτεί) : Μά γιατί τό παίρνεις έτσι, Φέυ. Μέ τούς δεσμούς πού έχουμε εμείς οί δυό... Ο ΣΓΜΒΟΓΛΟΣ: Τί εννοεί; μέ τους δεσμούς πού έχουμε εμείς οί δυό»; Δέν μπορώ ν" αναμιγνύομαι στις υπο- θέσεις σου. "Αν θές νά τά χαλάσεις μέ τόν κομισσάριο τής δικαιοσύνης ή μέ τήν "Ες-Ά, δικαίωμα σου."Άλλω- στε σήμερα, ό καλύτερος φίλος τού καθενός, είναι ό εαυτός του. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Κι έμενα ό καλύτερος μου φίλος είναι ό εαυτός μου. Μόνο πού δέν ξέρει τί νά με συμβουλέψει. (Στέκεται δίπλα στήν πόρτα κ: αφουγκράζεται ται τό θόρυβο πού έρχεται άπ" έξω.) Ο ΣΓΜΒΟΓΛΟΣ: Αρκετά ανησυχητικό. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ (φανατικά) : Είμαι έτοιμος γιά δλα, γιά όνομα τοΰ θεοΰ, κατάλαβε με λοιπόν! Έσύ έχεις αλ- λάξει τρομερά, θά αποφασίσω έτσι ή έτσι, δπως θέ- λουν, άλλά πρέπει τουλάχιστον νά ξέρω τί θέλουν. "Ο- ταν δέν ξέρεις οδτ' αυτό, δέν υπάρχει πιά δικαιοσύνη. Ο ΣΓΜΒΟΓΛΟΣ: "Αν ήμουνα στή θέση σου, Γκόλλ, δέν θά φώναζα τόσο δυνατά πώς δέν υπάρχει πιά δικαι- οσύνη. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Τί είπα πάλι; Δέν εννοούσα αυτό. "Ηθε- λα νά πώ πώς δταν υπάρχουν τέτοιες αντιθέσεις... Ο ΣΓΜΒΟΓΛΟΣ: Δέν υπάρχουν αντιθέσεις στό Τρίτο Ράιχ. 59 Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Ναί, φυσικά. Δέν είπα τίποτα διαφορετι- κό. Μή βάζεις κάθε λέξη στη ζυγαοιά. Ο ΣΓΜΒΟΓΛΟΣ: Γιατί δχι; Δικαστής δέν είμαι; Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ (που έχει αρχίσει νά ιδρώνει) : "Αν βάζα- με κάθε λέξη στή ζυγαριά, αγαπητέ Φέυ! 'Αλλά εί- μαι πρόθυμος πάντα νά εξετάσω μέ τή μεγαλύτερη προσοχή κι ευσυνειδησία τά πράγματα, δμως πρέπει νά μοϋ πούν ποιά απόφαση θά 'ναι ή πιό συμφέρου- σα! "Αν αφήσω τόν Εβραίο στό μαγαζί, θά δυσαρε- στήσω φυσικά τόν ιδιοκτήτη... δχι, τόν συνεταίρο, τά 'χω πιά χαμένα... κι άν ή πρόκληση έγινε άπό τόν άνεργο, τότε δ ιδιοκτήτης θά... έτσι, δ Φόν Μήλ θέ- λει βέβαια νά... Δέν -μπορούνε νά μέ μεταθέσουνε στήν ΙΙομερανία, έχω έλκος, καί δέ θέλω πάρε-δώσε μέ τήν Ές-Ά, τέλος πάντων, έχω οικογένεια, Φέυ! Ή γυ- ναίκα μου μπορεί μιά χαρά νά λέει δτι δέν έχω παρά εξετάσω απλώς τά συμβάντα. Αυτό τό πολύ πολύ νά μ' έκανε νά συνέλθω σέ καμιά κλινική! Μίλησα έγώ γιά επίθεση; Έγώ μίλησα γιά πρόκληση. Λοιπόν τι θέλουν; Φυσικά δέν θά καταδικάσω τούς 'Ές-"Α, άλ- λα τόν Εβραίο, ή τον άνεργο, δμως ποιόν άπό τούς δυό; Πώς νά διαλέξω ανάμεσα στόν άνεργο καί στόν Εβραίο, δηλαδή ανάμεσα στόν ιδιοκτήτη καί τό συν- εταίρο; Στήν ΙΙομερανία δέν θά πάω σέ καμιά περί- πτωση, προτιμώ τό στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Φέυ. δέν είναι δυνατόν, μή μέ κοιτάζεις έτσι! Δέν είμαι κατηγορούμενος! Είμαι πρόθυμος γιά οτιδήποτε. Ο ΣΓΜΒΟΓΛΟΣ (σηκώνεται) : Τό νά είσαι πρόθυμος δέν είναι τό πάν, αγαπητέ μου. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Μά τί απόφαση νά βγάλω; Ο ΣΓΜΒΟΓΛΟΣ: Συνήθως, αύτο τό λέει στό δικαστή ή συνείδηση του, κύριε Γκόλλ. Νά τό έχετε ΰπ' όψει σας. Χαίρετε. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Ναί, φυσικά, μέ τή μεγαλύτερη ευσυνει- δησία. "Αλλά σ" αυτήν τήν περίπτωση: Τί νά διαλέ- ξω: Τί, Φέυ; (Ό σύμβουλος φεύγει. Ό δικαστής τόν κοιτά- ζει άφωνος. Χτυπάει τό τηλέφωνο.) Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ (σηκώνει τό ακουστικό) : Ναί, —Έμμη; — Τί αρνήθηκαν; Νά έρθουν στή δεξίωση μας; — Ποιος τηλεφώνησε;— Ό ανακριτής Πρήσνιτς; —- —Ποϋ τό ξέρει αυτός κιόλας;— Τί σημαίνει αυτό; Έχω νά βγάλω μιάν απόφαση. (Κλείνει τό τηλέφωνο. Μπαίνει ό κλητήρας. Ό θό- ρυβος άπό τό διάδρομο δυναμώνει αισθητά.) Ο ΚΛΗΤΗΡΑΣ: Χαίμπερλε, Σύντ καί Γκάουνιτσερ, κύ- ριε πρόεδρε. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ (μαζεύοντας τά χαρτιά του) : Αμέσως. Ο ΚΛΗΤΗΡΑΣ: Τό δικαστή τόν έβαλα στις θέσεις τών δημοσιογράφων. Έμεινε πολύ ευχαριστημένος. "Ομως ό πρώτος εισαγγελέας αρνήθηκε νά καθήσει στις θέ- σεις τών μαρτυρούν. "Ηθελε νά καθήσει στή δικαστι- κή έδρα. Όμως τότε έσεΐς θά έπρεπε νά δικάσετε άπό τό εδώλιο τοΰ κατηγορουμένου, κύριε πρόεδρε. (Γελάει ανόητα γιά τό αστείο του.) Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Αυτό δέν θά τό κάνω σέ καμιά περίπτωση. Ο ΚΛΗΤΗΡΑΣ: Περάστε, κύριε πρόεδρε. Μά πού είναι τό ντοσσιέ σας μέ τή δικογραφία; Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ (σέ ολοκληρωτική σύγχιση) : Ναί, αυτό τό χρειάζομαι. Αλλιώς δέν θά ξέρω κάν ποιος είναι κα- τηγορούμενος, έτσι δέν είναι; Τί θά κάνουμε λοιπόν μέ τόν πρώτο εισαγγελέα; •Ο ΚΛΗΤΗΡΑΣ: Μά κύριε πρόεδρε, αυτό πού πήρατε εί- ναι τό βιβλιαράκι τών διευθύνσεων. Νά τό ντοσσιέ σας. (Τοΰ τό βάζει κάτω άπό τή μασχάλη. Ό δικα- στής βγαίνει σά χαμένος, σκουπίζοντας τόν ίδρωτα του.) 61 7 Ή επαγγελματική ασθένεια Νά καί κύριοι γιατροί υπάλληλοι εξαιρετικοί, πληρώνονται μέ τό κομμάτι. Μέ τέχνη μπαλώνουνε καί δένουν καί στό γδάρτη ξανά πίσω στέλνουν τό υλικό πού 'ναι σταλμένο άπό τό γδάρτη. (Βερολίνο, 1984. Αίθουσα τοΰ νοσοκομείου CHA- RITE. Έφεραν Ιναν καινούργιο ασθενή. Νοσοκό- μες γράφουν τ' δνομά του στόν πίνακα, στό κάτω μέρος τοΰ κρεβατιοΰ. Δυό άρρωστοι στά διπλανά κρεβάτια κουβεντιάζουν.) Ο ΕΝΑΣ: Τί 'ναι πάλι αυτός; Ο ΑΛΛΟΣ: Τόν είδα στό θάλαμο επιδέσεων. Κάθισα δί- πλα στό φορείο του. Τότε είχε ακόμα τις αισθήσεις του, αλλά δέν απάντησε δταν τόν ρώτησα τί έχει. "Ο- λο του τό σώμα είναι μιά πληγή. Ο ΕΝΑΣ: Τότε δέν χρειαζότανε νά τόν ρωτήσεις τί έχει. Ο ΑΛΛΟΣ: Τόν είδα μετά δταν τοΰ βάζανε τούς επιδέ- σμους. ΜΙΑ ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Ησυχία, ό καθηγητής! 62 (Ακολουθούμενος άπό βοηθούς και νοσοκόμες μπαί- νει στήν αίθουσα δ χειρούργος. Σταματάει μπρο- στά σ' Ινα κρεβάτι και διδάσκει:) Ο ΧΕΙΡΟΓΡΓΟΣ: Κύριοι, εδώ έχουμε μιά πάρα πολύ ω- ραία περίπτωση, πού δείχνει δτι χωρίς συνεχείς ερω- τήσεις καί διερεύνηση των βαθύτερων αιτίων τής α- σθενείας, ή ιατρική καταντά κομπογιαννιτισμός. '() ασθενής έχει δλα τά συμπτώματα μιάς νευραλγίας, καί γι' αυτήν θεραπευόταν γιά πολύν καιρό. Στήν πραγματικότητα πάσχει άπό τή νόσο τού Ραιϋνώ, άπό τήν οποία προσεβλήθη εργαζόμενος στά εργοστάσια πε- πιεσμένου αέρος: επομένως μιά επαγγελματική ασθένει- α, κύριοι.Τώρα μόνο τοΰ γίνεται ή σωστή θεραπεία.Ά- πό αυτήν τήν περίπτωση βλέπετε πόσο μεγάλο σφάλ- μα είναι τό νά θεωρεί κανείς τόν ασθενή απλώς σάν Ινα μέρος τής κλινικής, άντί νά τόν ρωτάει: άπό πού έρχεται, ποΰ τόν προσέβαλε ή νόσος, καί πού θά πάει δταν άποθεραπευθεί. Ποια είναι τά τρία πράγματα πού πρέπει νά γνωρίζει Ινας γιατρός; Πρώτον; Ο ΠΡΩΤΟΣ ΗΟΗΗΟΣ: Νά ρωτάει. Ο ΧΕΙΡΟΓΡΓΟΣ: Δεύτερον; Ο ΔΕΓΤΕΡΟΣ ΒΟΗΘΟΣ: Νά ρωτάει. Ο ΧΕΙΡΟΓΡΓΟΣ: Τρίτον; Ο ΤΡΙΤΟΣ ΗΟΗΗΟΣ: Νά ρωτάει, κύριε καθηγητά. Ο ΧΕΙΡΟΓΡΓΟΣ: Σωστά. Νά ρωτάει. Καί κυρίι»; γιά τις; Ο ΤΡΙΤΟΣ ΗΟΗΗΟΣ: Για τί; κοινωνικές συνθήκες, κύ- ριε καθηγητά. Ο ΧΕΙΡΟΓΡΓΟΣ: Κυρίως δέν πρέπει νά φοβάστε νά ρί- ξετε τό μάτι στήν ιδιωτική ζωή τοϋ ασθενούς, πού δυ- στυχώς συχνά είναι θλιβερή. "Οταν ένας άνθρωπος εί- ναι αναγκασμένος νά εξασκεί Ινα επάγγελμα, πού αρ- γά ή γρήγορα τοΰ καταστρέφει τήν υγεία, έτσι πού, σάν νά λέμε πεθαίνει άπό αρρώστια γιά νά μήν πε- •13 Θάνε: τής πείνας, αυτό δέν είν' ευχάριστο νά τό ακού- με κι επομένως δέ ρωτάμε ευχαρίστως. (Προχωρεί μέ τήν ακολουθία του στό κρεβάτι τοΰ καινούργιου.) Ο ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ: Τί έχει αυτός ό άνθρωπος! (Ή προϊσταμένη τοΰ ψιθυρίζει κάτι στ' αυτί.) Ο ΧΕ1ΡΟΓΡΙΌΣ: "Α, μάλιστα. (Τόν εξετάζει φευγαλέα καί φανερά δυσαρεστη- * μένος.) Ο ΧΕ1ΡΟΓΡΓΟΣ (υπαγορεύει) : Εκχυμώσεις στήν πλάτη και τους μηρούς. Ανοικτό τραύμα στήν κοιλιακή χώ- ρα. "Αλλα συμπτώματα; Η 1ΙΡΟΤΣΤΑΜΕΝΉ (διαβάζει) : Αίμα στά ούρα. Ο ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ: Διάγνωση κατά τήν παράδοση; Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ: Σχίσιμο τοΰ αριστερού νεφρού. Ο ΧΕΙΡΟΓΡΓΟΣ: Νά περάσει άπό ακτίνες (Κάνει νά προχωρήσει.) Ο ΤΡΙΤΟΣ ΒΟΗΘΟΣ (πού σημειώνει τό ιστορικό τοΰ άρ- ρωστου) : Αίτια τής ασθενείας, κύριε καθηγητά; Ο ΧΕΙΡΟΓΡΓΟΣ: Τί αίτια αναφέρονται; Η 1ΙΡΟΤΣΤΑΜΕΝΗ: Πέσιμο άπό σκάλα. Ο ΧΕΙΡΟΓΡΓΟΣ (υπαγορεύει) : Πέσιμο άπό σκάλα. — Γιατί είναι δεμένα τά χέρια του; Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ: Ξέσκισε δυό φορές τούς επιδέσμους του, κύριε καθηγητά. Ο ΧΕΙΡΟΓΡΓΟΣ: Γιατί; Ο ΕΝΑΣ ΑΡΡΩΣΤΟΣ (μέ σιγανή φωνή) : Άπό ποΰ έρ- χεται δ ασθενής, καί ποΰ πάει ο ασθενής; 04 (Όλα τά κεφάλια γυρίζουν προς τό μέρος του.) Ο ΧΕΙΡΟΓΡΓΟΣ (ξεροβήχοντας) : "Αν ό ασθενής είναι ανήσυχος, δώστε του μορφίνη. (Προχωρεί στό επόμε- νο κρεβάτι.) Λοιπόν; Πάμε καλύτερα; Βλέπω, ξανα- βρίσκουμε τίς δυνάμεις μας. (Εξετάζει τό λαιμό τοΰ αρρώστου.) ΕΝΑΣ ΒΟΗΘΟΣ (στόν άλλον): Εργάτης. Φερμένος άπ' τό Όράνιενμπουργκ. Ο ΑΛΛΟΣ (ειρωνικά) : "Αλλη μιά περίπτωση επαγγελ- ματικής ασθένειας. 5 6Γ> 8 Φυσικοί Νά καί οί κύριοι επιστήμονες, οί τρομαγμένοι καί αΐδήμονες, μέ τό βλέμμα γεμάτο ταραχή. Τή σωστή τή φυσική τήν αγνοούν. Είναι "Αρειοι αυτοί καί προτιμούν τήν επίσημη, τήν "Αρεια φυσική. (Γκαίτιγγεν, 1935. Ινστιτούτο Φυσικής. Δυο επι- στήμονες, ό Χ καί δ Γ. Ό Γ μόλις μπήκε. Έχει ΰφος συνομωτικό.) Γ: Τήν έλαβα! Χ: Ποιά; Γ: Τήν απάντηση των ερωτήσεων μας στόν Μινκόβσκι, στό Παρίσι. Χ: Γιά τά κύματα βαρύτητος; Γ: Ναί. Χ: Λοιπόν; Γ: Ξέρεις ποιος μάς έγραψε αυτά ακριβώς πού χρειαζόμα- στε ; Χ: Ποιος; (Ό Γ γράφει ένα δνομα σ' ένα χαρτί καί τό δίνει 66 στόν Χ. Όταν δ Χ τό διαβάσει, ό Γ ξαναπαίρνει τό χαρτί, τό σκίζει κομματάκια καί τό ρί- χνει ατή σόμπα.) Γ: Ό Μινκόβσκι προώθησε τις ερωτήσεις μας σ' αύτόν.Νά ή απάντηση. Χ: (απλώνει τό χέρι του μέ λαχτάρα) : Δώσ' μου το! (Ξα- φνικά συγκρατείται). Όμως άν μάς πάρουν είδηση δτι έχουμε τέτοια αλληλογραφία μ' αυτόν... Χ: Δέν πρέπει σέ καμιά περίπτωση. Χ: Όμως δέν μπορούμε νά προχωρήσουμε διαφορετικά. Δώσ' μου το. Γ: Δέν θά μπορέσεις νά τό διαβάσεις, τό Ιχω στενογρα- φήσει μέ τό σύστημα μου γιά περισσότερη ασφάλεια. θά στό διαβάσω έγώ. Χ: Πρέπει νά προσέχεις. If: Ό στρογγυλοκέφαλος είναι στό εργαστήριο; (Δείχνει μέ τό κεφάλι δεξιά.) Χ: (δείχνει αριστερά) : Όχι, ό Ράινχαρτ. Κάθισε άπό 'δώ. Γ: (διαβάζει) : Πρόκειται γιά δυό ανύσματα ανεξάρτητα, αντιθέτου ροπής, ψ καί ν, κι ένα άνυσμα αντιτιθέμε- νο t Μέ τή βοήθεια τους σχηματίζονται οί. συνθέτου- σες ενός τένοντος δευτέρου βαθμού, τοΰ οποίου ή δο- μή έχει τόν τύπο Χ: (πού κρατούσε σημειώσεις του κάνει ξαφνικά νόημα νά σωπάσει) : Μιά στιγμή! (Σηκώνεται καί πηγαίνει νυχοπατώντας στόν α- ριστερό τοίχο, Φαίνεται πώς δέν ακούει τίποτα 8- ποπτο καί ξαναγυρίζει στή θέση του. Ό Γ εξακο- λουθεί νά διαβάζει, διακοπτόμενος πότε-πότε μέ 67 τόν ίδιο τρόπο. Ψάχνουν τό τηλέφωνο, ανοίγουν ξαφνικά τήν πόρτα, κλπ.) Γιά τήν μή συνεκτική, μή ενεργούσα μέ τάσεις αμοι- βαίες ϋλη έν ηρεμία έ τύπος Τ=μ αντιστοιχεί μέ τή μοναδική συνθέτουσα τής ενεργείας τοϋ τένοντος, πού είναι διάφορος τοΰ μηδενός. Κατά συνέπεια, περικλείε- ται Ινα στατικό πεδίο βαρύτητας, τοΰ δποίου ή εξίσω- ση είναι, άφοΰ υπεισέλθει δ σταθερός παράγων τής α- ναλογίας 8 πκ: Μ = 4πκμ Μέ μιά κατάλληλη εκλογή τών διαστημικών συντε- ταγμένων, δ δρισμός τοϋ c2dt3 είναι πολύ περιορι- σμένος. (Κάπου χτυπάει μιά πόρτα, προσπαθούν νά κρύ- ψουν τίς σημειώσεις τους. "Ομως φαίνεται δτι δέν είναι ανάγκη. Άπό τώρα καί στό έξης κι οί δυό βυθίζονται στό υλικό τους καί μοιάζουν νά ξεχνοΰν πόσο επικίνδυνο είν' αυτό πού κάνουν.) (συνεχίζει νά διαβάζει) : Έξ άλλου, οί έν λόγω μάζες, σέ σχέση μέ τή μάζα ηρεμίας είναι πολύ μικρές, καί συνεπώς, ή κίνηση τών σωμάτων πού εισχώρησαν στό πεδίο βαρύτητας δίνεται άπό μιά γεωδετική καμπύ- λη τοΰ σύμπαντος, στό εσωτερικό τοΰ στατικού πεδίου βαρύτητας. Αυτή ή καμπύλη Ικανοποιεί τήν άρχή τής μεταβολής 0 γιά τήν οποία παραμένουν σταθερά τά άκρα τοϋ τε- μαχίου τής καμπύλης τοΰ διαστήματος. Άλλά τί Ιχει νά πει δ Αϊνστάιν γιά... (Άπό τή φρίκη τοΰ Γ δ Χ καταλαβαίνει τή γκά- φα του καί κοκκαλώνει κι δ ίδιος άπό φρίκη. Ό Γ τοΰ αρπάζει τίς σημειώσεις άπό τά χέρια και κρύβει δλα τά χαρτιά επάνω του.) 68 Υ: (πολύ δυνατά, προς τον αριστερό τοίχο) :Ναί, γνήσια έ- βραίικη σοφιστεία! Τί σχέση εχει αυτό μέ τή φυ- σική ; (Ξαλαφρωμένοι, βγάζουν ξανά τΙς σημειώσεις τους καί εξακολουθούν τή δουλειά τους σιωπη- λά, μέ τις μεγαλύτερες προφυλάξεις.) 69 9 Ή Εβραία Νά κι αύτοϊ πού ήταν παντρεμένοι μέ Όβριές, αισχρά ζευγαρωμένοι, μέ γυναίκες τής κατώτερης φυλής. Ήταν δλοι παραστρατημένοι τώρα δμως μέ "Αρειες παντρεμένοι ξαναμπήκανε στό δρόμο τής τιμής. (Φραγκφούρτη, 1935. Είναι βράδυ. Μιά γυναίκα ■ετοιμάζει τις βαλίτσες της. Διαλέγει τί θά πάρει μαζί της. Πότε-πότε, βγάζει κάτι άπό μιά βαλίτσα καί τό ξαναβάζει στή θέση του στό δωμάτιο, γιά νά βάλει στή βαλίτσα κάτι άλλο. Γιά πολύ άμφιτα- λαντεύεται άν θά πάρει μαζί της μιά μεγάλη φω- τογραφία τοΰ άντρα της, πού βρίσκεται πάνω στή σιφονιέρα. Τελικά αφήνει τή φωτογραφία στή θέ- ση της. Κουράζεται νά μαζεύει καί κάθεται γιά λίγο πάνω σέ μιά βαλίτσα στηρίζοντας τό κεφάλι στό χέρι της. Ύστερα σηκώνεται καί τηλεφωνεί.) Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Έδώ Γιούντιτ Κάιτ. Γιατρέ, έσεΐς; Καλη- σπέρα. Είπα νά σάς τηλεφωνήσω γιά νά σάς πώ νά ψάξετε νά βρείτε τώρα κανέναν άλλον παρτνέρ γιά τό μπριτζ, γιατί έγώ θά πάω ταξίδι. —"Οχι, δχι γιά πο¬ 70 λύ, μερικές βδομάδες. —θά πάω στό "Αμστερνταμ. —Ναί, λένε δτι είναι πολύ ωραία τήν άνοιξη. —Έ- χω φίλους έκεΐ. —"Οχι, φίλους, πολλούς, δσο κι άν δέν τό πιστεύετε. —Πως θά παίζετε μπρίτζ; —Έτσι κι αλλιώς, έχουμε βδομάδες νά παίξουμε. —Φυσικλ ήταν και τό κρυολόγημα τοΰ Φρίτς. Μέ τόσο κρύο δέν μπορούμε νά παίξουμε μπρίτζ, αυτό λέω κι έγώ. —Μά δχι, γιατρέ, γιατί; -—Καί ή Θέκλα είχε τούς γονείς της πού ήρθαν νά τήν δοδν. —Ξέρω. —Γιατί νά σκεφτώ κάτι τέτοιο; —"Οχι, δέν είναι καί τόσο ξα- φνικό, μόνο πού τό άνέβαλλα πολύν καιρό, τώρα δμως πρέπει... Ναί, έτσι δέ θά πάμε σινεμά, χαιρετισμούς στήν Θέκλα. —"Αν τού τηλεφωνούσατε τήν Κυριακή; —Αοιπόν, καλή αντάμωση. —Ναί, βέβαια, ευχαρί- στως! —'Αντίο! (Κλείνει καί παίρνει Ιναν άλλο αριθμό) : Έδώ Γιούντιτ Κάιτ. "Ηθελα νά μιλήσω στήν κυρί* Σαίκ. —Λόττε; Ήθελα νά σοΰ πώ Ινα αντίο, θά πάω ταξίδι γιά λίγον καιρό. —"Οχι, δέν Ιχω τίποτα, μο- νάχα πού χρειάζομαι λίγη αλλαγή. —"Α ναί, τί 'θε- λα νά πώ, δ Φρίτς έχει καλέσει τόν καθηγητή, τήν Τρίτη τό βράδυ, ίσως θά μπορούσατε νά έρθετε κι ε- σείς, δπως σοΰ είπα, φεύγω απόψε. —Ναί, τήν Τρί- τη. "Οχι, ήθελα μονάχα νά σοΰ πώ δτι φεύγω απόψε, δέν έχει καμιά σχέση μ' αυτό, σκέφτηκα δτι θά μπο- ρούσατε νά 'ρθετε κι εσείς. —"Ας ποΰμε λοιπόν: παρ* δλο πού δέ θά 'μαι έδώ, έτσι; —Τό ξέρω πώς έσεΐς δέν εϊσαστ' έτσι, μά ακόμα κι άν είσαστε, οί καιροί είν' ανήσυχοι κι δλος ό κόσμος προσέχει, λοιπόν θά 'ρθετε; —"Αν μπορεί δ Μάξ; —Σίγουρα θά μπορεί. θά 'ναι κι ό καθηγητής Ιδώ, πές του το. —Τώρα πρέ- πει νά κλείσω. Λοιπόν, αντίο! (Κλείνει τό τηλέφωνο καί παίρνει Ινα άλλο νούμερο.) 71 Γκέρτρουντ, Ιού; Έδώ Γιούντιτ. Μέ συγχωρείς πού σ' ενοχλώ. —Ευχαριστώ. "Ηθελα νά σέ ρωτήσω άν μπορείς νά 'χεις στό νοΰ σου τόν Φρίτς. Έγώ φεύγω γιά μερικούς μήνες. —Νομίζω δτι έσύ, σάν αδελφή του... Γιατί δέ θέλεις; —Μά δέ θά φανεί καθόλου έ- τσι, τουλάχιστον δχι στόν Φρίτς. —Φυσικά ξέρει δ- τι,... δέν τά πηγαίναμε καί τόσο καλά, δμως... — Τότε θά σοΰ τηλεφωνήσει εκείνος, άν θέλεις. —Ναί, θά τοΰ τό πώ. —"Ολα είναι περίπου εντάξει, τό σπί- τι είναι μόνο λίγο μεγάλο. —Ή "Ιντα ξέρει τί πρέ- πει νά γίνει στό/ γραφείο του, άσ' την νά κάνει τή δουλειά της. —Τή βρίσκω πολύ άξια, κι εκείνος τήν έχει συνηθίσει. —Καί κάτι ακόμα, σέ παρακαλώ μήν τό παρεξηγήσεις αότό, δέν τοΰ αρέσει νά συζητάει πριν άπό τό φαγητό, θά τό θυμηθείς; Έγώ πάντα περίμενα... —Δέ θά 'θελα νά τό συζητήσω αυτό τώ- ρα, τό τραίνο μου φεύγει σέ λίγο, δέν έχω τελειώσει ακόμα τις βαλίτσες μου, ξέρεις. —Ρίχνε καμιά μα- τιά στά κουστούμια του, και θύμισε του νά περάσει άπ' τό ράφτη, έχει παραγγείλει ένα παλτό, καί φρόν- τισε ν' ανάβει ή σόμπα στό δωμάτιο του, κοιμάται πάντα μ' ανοιχτό παράθυρο, καί κάνει κρύο. —Όχι, δέ νομίζω δτι τοΰ χρειάζεται σκληραγωγία, τώρα δ- μως σ' αφήνω. —Σ' ευχαριστώ πολύ, Γκέρτρουντ, καί θά σοΰ γράφω, —Αντίο. (Κλείνει καί παίρνει άλλον αριθμόν.) "Αννα; Έδώ Γιούντιτ, φεύγω τώρα. —"Οχι, πρέ- πει, γίνεται δλο καί πιό δύσκολο. —Ηιό δύσκολο! —Ναί, δχι, ό Φρίτς δέ θέλει, δέν ξέρει ακόμα τίπο- τα, απλώς μάζεψα τά πράγματα μου. —Δέν πι- στεύω. —Δέν πιστεύω πώς θά πει καί πολλά πράγ- ματα. Είναι πάρα πολύ δύσκολο γι' αυτόν, καθαρά τυπικά. —Δέν συμφωνήσαμε τίποτα γι' αυτό. —Πο- τέ δέ μιλήσα|ΐε κάν γι' αυτό, ποτέ! —Όχι δέν ή¬ταν διαφορετικός, τό αντίθετο. —θά 'θελα νά τόν κοιτάξετε λίγο, τόν πρώτο καιρό. —Ναί, ιδιαίτερα τήν Κυριακή, καί νά τόν πείσετε νά μετακομίσει. —Τό σπίτι είναι πολύ μεγάλο γι' αυτόν. —θά 'θε- λα πολύ νά σ' αποχαιρετήσω άπό κοντά, δμως ξέρεις, ό θυρωρός! —Λοιπόν, αντίο, δχι, μήν έρθεις στό στα- θμό, σέ καμιά περίπτωση! —Γειά σου καί θά σοΰ γράψω. —Σίγουρα. (Κλείνει τό τηλέφωνο καί δέν παίρνει άλλον αρι- θμό. "Εχει καπνίσει ένα τσιγάρο. Τώρα καίει τό σημειωματάριο μέ τά τηλέφωνα. Πηγαινοέρχεται με- ρικές φορές. Ύστερα, αρχίζει νά μιλάει. Κάνει πρό- βα στό λαγίδριο πού θά βγάλει στόν άντρα της. Α- πευθύνεται σέ μιά ορισμένη καρέκλα.) Ναί, λοιπόν, τώρα φεύγω, Φρίτς. Ίσως νά έμεινα ή- δη πάρα πολύ, πρέπει νά μέ συγχωρέσεις γι' αυτό, άλλά... (Σταματάει καί συλλογίζεται, αρχίζει αλλιώς.) .Φρίτς, δέν πρέπει νά με κρατήσεις άλλο... Είναι φα- νερό πώς θά σέ καταστρέψω, ξέρω, δέν είσαι δειλός, τήν αστυνομία δέν τήν φοβάσαι, δμως υπάρχουν καί χειρότερα. Δέ θά σέ πάνε βέβαια εσένα σέ στρατό- πεδο, άλλά θά σέ διώξουν άπ' τήν κλινική, αύριο, ή μεθαύριο, δέ θά πεις τίποτα τότε, άλλά θ' αρρω- στήσεις. Δέ θέλω νά σέ δώ νά κάθεσαι στό σπίτι καί νά ξεφυλλίζεις περιοδικά, είναι καθαρός εγωισμός άπό μέρους μου, πού φεύγω, καί τίποτ' άλλο... (Σταματάει πάλι. Αρχίζει ξανά άπό τήν άρχή.) Μή μοΰ πεις πώς δέν άλλαξες, έχεις αλλάξει! Τήν περασμένη βδομάδα θεώρησες εντελώς άντικειμενι- 73 κό δτι τό ποσοστό τών Εβραίων επιστημόνων δέν είναι καί τόσο μεγάλο. Πάντα μέ τήν αντικειμενι- κότητα αρχίζετε, καί γιατί μου λές συνέχεια δτι πο- τέ δέν ήμουνα τόσο έθνικίστρια Εβραία, δσο τώρα. Φυσικά είμαι. Είναι κολλητικό. "Ω Φρίτς, τί πάθαμε! (Σταματάει πάλι. Αρχίζει ξανά άπό τήν άρχή•) Δέ σοϋ είπα πώς θέλω νά φύγω, πώς άπό πολύν και- ρό θέλω νά φύγω, γιατί δταν σέ βλέπω, δέν μπορώ νά σοΰ μιλήσω, Φρίτς. Τότε μοΰ φαίνονται τόσο ά- χρηστες οί κουβέντες! "Ολα είναι προκαθορισμένα. Μά τί πάθανε; Τί θέλουνε πραγματικά; Τί κακό τούς κάνω; Έγώ δέν ανακατεύτηκα ποτέ στήν πολιτική. Μήπως ήμουνα μέ τόν Ταιλμαν; Έγώ είμαι μιά άπ' αυτές τις μικροαστές πού έχουνε υπηρέτριες καί τά λοιπά, καί ξαφνικά αυτό επιτρέπεται μονάχα στις ξανθιές. Τόν τελευταίο καιρό σκεφτόμουνα συχνά αυτό πού μοΰ 'πες πρίν άπό χρόνια, πώς υπάρχουνε άνθρωποι, πού αξίζουνε περισσότερα κι άλλοι πού α- ξίζουνε λιγότερα πράγματα, κι έτσι άλλων δίνετε ιν- σουλίνη δταν έχουν ζάχαρο κι άλλων δχι. Κι αυτό τό 'βρισκα σωστό ή ηλίθια! Τώρα κάνανε έναν και- νούργιο διαχωρισμό αύτοΰ τοΰ είδους, καί τώρα έγώ ανήκω σ' αυτούς πού αξίζουν λιγότερα. Καλά νά πάθω. (Σταματάει ξανά. Αρχίζει πάλι άπ' τήν άρχή.) Ναί, φτιάχνω τίς βαλίτσες μου. Μήν παριστάνεις πώς δέν τό 'χες καταλάβει τις τελευταίες μέρες. Φρίτς, δ- λα μπορώ νά τά δεχτώ, έκτος άπό Ινα πράγμα: νά μήν τολμάμε νά κοιταχτοϋμε κατάματα τήν τελευταία ώρα πού μάς μένει. Αυτό δέν πρέπει νά τό πετύχου- νε οί ψεύτες, πού κάνουν δλο τόν κόσμο νά λέει ψέ- ματα. Πρίν δέκα χρόνια, δταν κάποιος είχε τή γνώ¬μη πώς δέν Ιμοιαζα μ' Εβραία, έλεγες αμέσως: κι δμως μοιάζει. Κι αυτό μοϋ 'δινε χαρά. "Ητανε σαφή- νεια. Γιατί ν' αποφεύγουμε τήν αλήθεια τώρα; Φεύ- γω, γιατί αλλιώς θά σοδ 'πάρουνε τή θέση σου στήν κλινική. Καί γιατί δέ σέ χαιρετάνε πιά στήν κλινι- κή καί γιατί δέν κοιμάσαι πιά τΙς νύχτες. Δέ θέλω νά μοΰ πεις «μή φεύγεις». Βιάζομαι γιατί δέ θέλω νά σ' ακούσω νά μοΰ πεις «φύγε». Αυτό είναι θέμα χρό- νου. Ό χαρακτήρας είναι θέμα χρόνου. Κρατάει μό- νο γιά Ινα ορισμένο διάστημα, σάν ένα ζευγάρι γάν- τια. Υπάρχουν καλά γάντια, πού κρατούν γιά πολύν καιρό. 'Αλλά δχι γιά πάντα. Πάντως δέν κρατάω κα- κία. Κι δμως, κρατάω. Γιατί νά δείξω κατανόηση; Τί κακό υπάρχει στό χρώμα τών μαλλιών μου, στό σχήμα τής μύτης μου; Είμαι αναγκασμένη νά φύγω άπ' τήν πόλη πού γεννήθηκα, γιά νά μή δώσουν μιά μερίδα βούτυρο παραπάνω. Τί σόι άνθρωποι είσαστε, ναί κι έσύ! Βρίσκετε τή θεωρία τοΰ κβάντα άπ' τή μιά, κι άπό τήν άλλη αφήνετε νά σάς διατάζουν μι- σοάγριοι νά κυριεύσετε τόν κόσμο, άλλά καί νά μή σάς αφήνουν νά 'χετε τή γυναίκα πού θέλετε. Άπό τή μιά τεχνητή αναπνοή, κι άπό τήν άλλη «κάθε ντουφέκια καί Ρώσσος». Είσαστε ή τέρατα, ή δοΰλοι τεράτων. Ναί, δέν είναι λογικό άπό μέρους μου, άλ- λά σέ τί βοηθάει ή λογική σ' έναν τέτοιο κόσμο; Κά- θεσαι καί βλέπεις τή γυναίκα σου νά φεύγει, καί δέ λές τίποτα. Κι οί τοίχοι έχουν αυτιά, Ι; Μά είναι άχρηστα, γιατί εσείς δέ λέτε τίποτα! Οί μισοί στή- νουν αότί, κι οί άλλοι μισοί σωπαίνουν. Σιχαίνομαι. Κι έγώ θά 'πρεπε νά σωπαίνω. "Αν σ' αγαπούσα θά 'πρεπε νά σωπαίνω! Σ' αγαπάω πραγματικά Δώσ' μου εκείνα τά εσώρουχα! Είναι προκλητικά, θά τά χρειαστώ. Είμαι τριανταέξη χρόνων, δέν είμαι ακόμα γριά, άλλά δέ μπορώ νά κάνω άλλα πειράματα. Στή χώρα ποΰ πάω, δέν πρέπει νά ξανασυμβεί έτσι. Τόν επόμενο άντρα πού θά βρω πρέπει νά μπορώ νά τόν 75 κρατήσω. Καί μή μοΰ πεϊς πώς θά στείλεις λεφτά, δέν μπορείς. Κι ούτε πρέπει νά τό κάνεις, σάν νά 'φευγα γιά τέσσερις βδομάδες. Τό ξέρεις καί τό ξέ- ρω. Μήν πεις λοιπόν: Τέλος πάντων, δέν θά 'ναι πα- ρά τέσσερις βδομάδες, δίνοντας μου τό γούνινο παλ- τό, πού δέν θά τό χρειαστώ παρά τό χειμώνα. Κι άς μή μιλάμε γιά δυστυχία. "Ας μιλάμε γιά ντροπή. "Ω, Φρίτς! (Σταματάει. Μιά πόρτα ανοίγει. Φτιάχνεται βιαστικά. Μπαίνει δ άντρα της.) Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τί κάνεις, συγυρίζεις; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: "Οχι. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί οί βαλίτσες• Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Λέω νά φύγω. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τί θα πεί αυτό; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Είπαμε αρκετές φορές δτι πρέπει νά φύγω γιά λίγον καιρό. Δέν είναι πιά πολύ ωραία έδώ. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αυτά είν' άνοησίε:. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Νά μείνω* Ο ΑΝΤΡΑΣ: Πού λές νά πας; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Στό "Αμστερνταμ. 'Απλώς γιά νά φύγω. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μά δέν Ιχεις κανέναν έκεϊ. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: "Οχι. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί δέ θές νά μείνεις. Σίγουρα δέν χρειά- ζεται νά φύγεις γιά μένα. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: "Οχι. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ξέρεις πώς δέν Ιχω αλλάξει, τό ξέρεις, Γι- ούντιτ; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Ναί. ( Τήν αγκαλιάζει. Στέκονται σιωπηλοί ανάμεσα στίς βαλίτσες.) Ο ΑΝΤΡΑΣ: Καί δέν υπάρχει κανένας άλλος λόγος πού φεύγεις; 76 Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Αυτό τό ξέρεις. Ο ΑΝΤΡΑΣ: "Ισως νά μήν είναι καί τόσο κουτό. Χρειά- ζεσαι μιάν ανάσα. Έδώ είναι ασφυξία, θά 'ρθω νά σέ πάρω. "Αν μείνω δυό μέρες έξω άπ' τά σύνορα, θά νιώσω αμέσως καλύτερα. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Ναί, θά 'πρεπε. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αυτή ή κατάσταση δέν μπορεί νά κρατήσει πιά πολύ. Άπό κάπου θά 'ρθει ή αλλαγή. Είναι σά μόλυνση. Είναι στ' αλήθεια δυστυχία... Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Ασφαλώς. Είδες τόν Σαίκ; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ναί, δηλαδή, διασταυροιθήκαμε στή σκάλα. Νομίζω δτι τελικά μετάνοιωσε πού μάς κάνανε πέρα. Ήταν πολύ αμήχανος. Τέλος πάντων, δέν μπορούν νά μάς περιφρονούν γιά πάντα, εμάς τά τέρατα τής επι- στήμης. Μέ τομάρια χωρίς σπονδυλική στήλη, ούτε τόν πόλεμο τους δέν μπορούν νά κάνουν. Οί άνθρωποι δέν είναι τόσο εχθρικοί δταν τούς αντιμετωπίζεις μέ σθένος. Τί ώρα φεύγεις; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Στις εννέα καί τέταρτο. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Καί πού θά στείλω τά χρήματα; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: "Ισως πόστ-ρεστάντ στό κεντρικό ταχυδρο- μείο τού "Αμστερνταμ. Ο ΑΝΤΡΑΣ: θά πάρω μιάν ειδική άδεια. Τί διάολο, δέν μπορώ ν' αφήσω τή γυναίκα μου νά φύγει μέ δέκα μάρκα τό μήνα! Αηδία δλ' αυτά. Αισθάνομαι απαί- σια. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: "Αν έρθεις νά μέ πάρεις, θά σοΰ κάνει καλό. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Νά διαβάσει κανείς γιά μιά φορά καί μιάν εφημερίδα πού νά γράφει κάτι! Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Τηλεφώνησα στήν Γκέρτρουντ. θά σέ φρον- τίσει. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δέ χρειαζότανε, γιά λίγες βδομάδες. Η ΓΓΝΑΙΚΑ (άρχισε ξανά νά ετοιμάζει τίς βαλίτσες της) : Μοΰ δίνεις τό γούνινο παλτό άπό 'κεί; Ο ΑΝΤΡΑΣ (τής τό δίνει) : Τέλος πάντων, μόνο μερικές βδομάδες θά 'ναι. 77 10 Ό σπιούνος Νά και οί καθηγητές, άπ' τ' αύτΐ οί μαθητές τούς αρπάζουν και τούς στήνουν προ- σοχή. Κάθε μαθητής κατάσκοπος. Ή μόρφωση ή γνώση είναι άσκοπος. Μά ποιος γνωρίζει τίποτα στή σημε- ρινή εποχή ; "Υστερα, νά τά νειάτα τά χρυσά πού μέ τό δήμιο τά 'χουνε καλά. Τόν παίρνουν καί τόν φέρνουν σπίτι. Καρφώνουν τόν πατέρα τους μέ μιά καταγγελία καί τόν κατηγορούν γιά έσχατη προ- δοσία" δεμένος βγαίνει ό πατέρας άπ' τό σπίτι. (Κολωνία, 1935. Βροχερό κυριακάτικο απόγευμα. Ό άντρας, ή γυναίκα καί τό αγόρι μετά τό γεύ- μα. Μπαίνει ή υπηρέτρια.) Η ΠΙΉΡΕΤΡΙΑ: Ό κύριος καί ή κυρία Κλίμπτς ρωτούν 78 άν οί κύριοι είναι σπίτι; Ο ΑΝΤΡΑΣ (απότομα) : Όχι. (Ή υπηρέτρια βγαίνει.) Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Έπρεπε νά πάς στό τηλέφωνο. Άφοΰ ξέ- ρουν πώς δέν μπορεί νά 'χουμε βγει ακόμα. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί δέν μπορεί νά 'χουμε βγει; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Επειδή βρέχει. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αυτός δέν είναι λόγος. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Καί ποΰ θά μπορούσαμε νά 'χουμε πάει; θ' άναρωτηθοΰν αμέσως. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Υπάρχουν ένα σωρό μέρη. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Τότε γιατί δέ βγαίνουμε; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Για νά πάμε ποΰ; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Τουλάχιστον άν δέν έβρεχε. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Καί ποΰ θά πηγαίναμε άν δέν έβρεχε; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Τουλάχιστον άλλοτε μπορούσε κανείς νά βρεθεί μέ κάποιον. (Παύση.) Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Δέν ήταν σωστό πού δέν πήγες στό τηλέ- φωνο. Τώρα ξέρουν πώς δέν τούς θέλουμε 'δώ. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τό ξέρουν δέν τό ξέρουν! Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Είναι άσχημο πού τούς αποφεύγουμε τώρα πού τούς αποφεύγουν δλοι. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δέν τούς αποφεύγουμε. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Τότε γιατί νά μήν έρθουν νά μάς δουν; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί αυτόν τόν Κλίμπτς τόν βαριέμαι φο- βερά. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: "Αλλοτε δέν τόν βαριόσουνα. Ο ΑΝΤΡΑΣ: "Αλλοτε! Μοΰ δίνουν στά νεύρα τά «άλλο- τε» σου! Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Πάντως, άλλοτε δέν θά τόν απέφευγες έπει¬ 79 δή εκκρεμεί εναντίον του μιά δίκη τοΰ σχολικού επι- θεωρητή. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δηλαδή θές νά πείς πώς φοβάμαι; (Παύση.) Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τότε τηλεφώνησε καί πές τους πώς μόλις γυρίσαμε, έξ αιτίας τής βροχής. (Ή γυναίκα μένει καθισμένη.) Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Νά ποΰμε στους Λέμκε, άν θέλουν νά 'ρθουν; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Γιά νά μάς κάνουνε πάλι παρατήρηση δτι δέν αγαπάμε αρκετά τήν αεράμυνα; Η ΓΓΝΑΙΚΑ (στό αγόρι) : Κλάους-Χάινριχ, άφησε ήσυ- χο τό ραδιόφωνο! * (Τό αγόρι αρχίζει νά ξεφυλλίζει τίς εφημερίδες.) Ο ΑΝΤΡΑΣ: Καταστροφή αυτή ή βροχή σήμερα. Όμως σέ μιά χώρα πού ή βροχή είναι καταστροφή, δέν μπο- ρεί κανείς νά ζήσει. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Νομίζεις πώς είναι πολύ λογικό νά λές δυ- νατά τέτοιες σκέψεις; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μέσα στους τέσσερις τοίχους τοΰ σπιτιοΰ μου θά λέω δτι θέλω. Δέν πρόκειται μέσα στό ίδιο μου τό σπίτι ν' αφήσω νά... (Τόν διακόπτει ή είσοδος τής υπηρέτριας, πού φέρνει τό σερβίτσιο τοΰ καφέ. Όσο είναι στό δω- ι μάτιο, δέν μιλάει κανείς.) Ο ΑΝΤΡΑΣ: Είναι ανάγκη νά χουμε γιά υπηρέτρια τήν κόρη τοΰ θυρωροΰ; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Αυτό τό συζητήσαμε αρκετά, νομίζω. Τό 80 τελευταίο πράγμα ποΰ είπες ήταν πώς αυτό είχε κα,Ι τά υπέρ του. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Καί τί δέν Ιχω πει έγώ. Πές μονάχα κάτι τέτοιο στή μητέρα σου καί γινόμαστε αμέσως σαλάτα. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: "Οταν μιλάω μέ τή μητέρα μου... (Μπαίνει ή υπηρέτρια μέ τόν καφέ.) Η ΓΓΝΑΙΚΑ: "Ασε, "Ερνα, έσύ μπορείς νά φύγεις, τό κά- νω 'γώ αυτό. Η ΓΠΗΡΕΤΡΙΑ: Ευχαριστώ πολύ, κυρία. (Βγαίνει.) ΤΟ ΑΓΟΡΙ: (σηκώνοντας τό κεφάλι άπό τήν εφημερίδα) : Τά κάνουν αυτά δλοι οί παπάδες, μπαμπά; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ποιά; ΤΟ ΑΓΟΡΙ: Αυτά πού γράφει έδώ. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τί διαβάζεις έσύ; (Τοΰ αρπάζει άπό τά χέρια τήν εφημερίδα.) ΤΟ ΑΓΟΡΙ: Μά δ ομαδάρχης μας μας είπε πώς μποροΟ- με δλοι νά διαβάζουμε δλα δσα γράφει αότή ή εφημε- ρίδα. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δέ μ' ενδιαφέρει τί 'πε δ ομαδάρχης σας. ΤΙ επιτρέπεται νά διαβάζεις καί τί δχι, τ' αποφασίζω έγώ. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Νά, πάρε δέκα πφέννιγκ, Κλάους-Χάινριχ, καί πήγαινε απέναντι κι αγόρασε δτι θέλεις. ΤΟ ΑΓΟΡΙ: Μά βρέχει. (Τριγυρίζει αναποφάσιστος κοντά στό παράθυρο.) Ο ΑΝΤΡΑΣ: "Αν δέν σταματήσουνε τά άρθρα αυτά γιά τίς δίκες τών παπάδων θά τήν σταματήσω αυτή τήν εφη- μερίδα. Β ΓΓΝΑΙΚΑ: Καί ποιάν θά παίρνεις; Αυτά τά γράφουν δλες. 6 81 Ο ΑΝΤΡΑΣ: "Αν δλες οί εφημερίδες γράφουνε τέτοιες α- ηδίες, θά σταματήσω νά διαβάζω εφημερίδα. Έτσι κι αλλιώς, δέ θά μαθαίνω λιγότερα γιά τό τί γίνεται στόν κόσμο. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Δέν είναι καί τόσο κακό νά ξεκαθαρίζουν αυτά. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ξεκαθαρίζουν! Αυτά είναι μόνο πολιτική. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Πάντως εμάς δέ μάς ενδιαφέρει, άφοΰ είμα- στε προτεστάντες. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τό λαό δμως τόν ενδιαφέρει, νά μή μπορεί νά σκεφτεί τό δωμάτιο ενός παπά, χωρίς νά σκέφτε- ται κι αυτά τά αίσχη. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Τί νά κάνουνε άφοΰ αυτά συμβαίνουν; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τί νά κάνουνε; Νά κοιτάζουν τά δικά τους. Καί στό δικό τους «φαιό σπίτι» δέν θά πρέπει νά εί- ναι δλα εντελώς καθαρά, δπως ακούω. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Μά αυτό είναι μιά απόδειξη τής εξυγιάνσε- ως τοΰ λαοΰ μας, Κάρλ! Ο ΑΝΤΡΑΣ: Εξυγίανση. Ωραία εξυγίανση. "Αν ή υγεία είναι έτσι, τότε Ιγώ προτιμώ τήν αρρώστια. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Είσαι πολύ νευρικός σήμερα. Έγινε τίπο- τα στό σχολείο; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τϊ νά 'γινε στό σχολείο; Καί σέ παρακαλώ, σταμάτα νά μοΰ λές πώς είμαι νευρικός, μοΰ χτυπάει στά νεΰρα. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Δέν θά 'πρεπε νά τσακωνόμαστε συνέχεια, Κάρλ. "Αλλοτε... Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αυτό μοΰ 'λειπε τώρα! "Αλλοτε! Ούτε άλ- λοτε ήθελα, ούτε σήμερα θέλω νά δηλητηριάζεται ή φαντασία τοΰ παιδιού μου! II ΓΓΝΑΙΚΑ: Μά ποΰ είναι τό παιδί; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ποΰ θές νά ξέρω; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Τόν είδες νά φεύγει; Ο ΑΝΤΡΑΣ: "Οχι. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Δέν καταλαβαίνω ποΰ μπορεί νά 'χει πάει. (Φωνάζει:) Κλάους-Χάινριχ! 82 (Τρέχει έξω άπό τό δωμάτιο. Τήν άκοϋμε νά φω- νάζει. Ξαναγυρίζει.) Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Έφυγε στ' αλήθεια. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί νά μή φύγει; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Μά χαλάει ό κόσμος άπ' τή βροχή! Ο ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί νευριάζεις τόσο πολύ επειδή τό παιδί βγήκε Ιξω; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Γιά τί πράγμα μιλούσαμε; Ο ΑΝΤΡΑΣ Τι σχέση Ιχει αυτό; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Δέν συγκρατιέσαι καθόλου τόν τελευταίο καιρό. ■Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αυτό δέν είν' αλήθεια, άλλά ακόμα κι άν ή- τανε, τί σχέση έχει μέ τ' δτι έφυγε δ μικρός; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Μά ξέρεις δτι βάζουν αυτί. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Έ, καί; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Έ, καί; Κι άν τό συζητήσει; Ξέρεις τί τούς μαθαίνουν τώρα στή Χιτλερική Νεολαία. Τούς λένε στά ϊσια νά τά μαρτυράνε δλα. Είναι περίεργο πού έφυγε τόσο αθόρυβα. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ανοησίες. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Δέν είδες πότε έφυγε; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τριγύριζε αρκετή ώρα στό παράθυρο. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: "Ηθελα νά 'ξερα τί πρόλαβε ν' ακούσει. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μά ξέρει τί συμβαίνει στους ανθρώπους πού τούς καταγγέλλουν. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Καί τό παιδί πού μάς έλεγαν οί Σμοϋλκες; Φαίνεται πώς δ πατέρας του είναι ακόμα στό στρατό- πεδο. "Αν ξέραμε πόσο έμεινε στό δωμάτιο. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Όλ' αυτά είναι κουταμάρες. (Τρέχει στά άλλα δωμάτια φωνάζοντας τό αγόρι.) Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Δέν μπορώ νά καταλάβω πώς φεύγει χω- ρίς νά πεΐ λέξη. Δέν είναι τέτοιο παιδί. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μήπως πήγε σέ κανένα συμμαθητή του; 83 Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Μόνο στό Μούμμερμαν μπορεί νά 'χει πά- ει, θά τηλεφωνήσω. (τηλεφωνεί.) Ο ΑΝΤΡΑΣ: Νομίζω πώς άδικα αναστατωθήκαμε. Η ΓΓΝΑΙΚΑ (στό τηλέφωνο) : Έδώ ή σύζυγος τοϋ καθη- γητού Φοδρκε. Καλημέρα, κυρία Μούμμερμαν. Μήπως είναι 'κεί 0 Κλάους-Χάινριχ; —"Οχι; —Δέν καταλα- βαίνω ποΰ μπορεί νά πήγε αυτό τό παιδί. —Πέστε μου, κυρία Μούμμερμαν, τήν Κυριακή είναι ανοιχτά τά γραφεία τής Χιτλερικής Νεολαίας; —Ναί; —Ευ- χαριστώ πολύ, τότε θά ρωτήσω κι έκεΐ. (Κλείνει τό τηλέφωνο. Κι οί δυό τους κάθονται σιωπηλοί.) Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μά τί μπορεί ν' άκουσε; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Μίλησες γιά τήν εφημερίδα. Καί δέν έπρε- πε νά πεις εκείνο γιά τό «φαιό σπίτι». Έχει τόσο ε- θνικιστικά αισθήματα. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Καί τί είπα δηλαδή γιά τό «φαιό σπίτι»; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Δέν μπορεί νά μή θυμάσαι! Πώς έκεΐ δέν είναι δλα τόσο καθαρά. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μά αυτό δέν μπορεί νά θεωρηθεί κατηγορία. Δέν είναι δλα καθαρά, ή μάλλον δπως είπα, δέν εί- ναι δλα εντελώς καθαρά, πράγμα πού διαφέρει, καί μάλιστα ουσιαστικά, αυτό είναι μάλλον μιά χιουμορι- στική παρατήρηση λαϊκοδ τύπου, δηλαδή στήν καθο- μιλουμένη, αυτό δέ σημαίνει τίποτα παραπάνω άπό τό δτι έκεΐ μερικά πράγματα δέν φαίνονται νά είναι πάντα καί ύπό δλες τίς συνθήκες ακριβώς δπως τά θέ- λει ό Φύρερ. Πάντως εξέφρασα μέ απόλυτη επίγνωση τόν υποθετικό χαρακτήρα, λέγοντας, δπως θυμάμαι πο- λύ καλά, «δέν πρέπει» — τό πρέπει έδώ μέ τήν υπο- θετική του έννοια — νά είναι δλα εντελώς καθαρά. 84 Δέν θά πρέπει νά είναι! Όχι: δέν είναι! Δέν μπορώ νά πώ πώς υπάρχει κάτι τό δχι καθαρό, δέν υπάρχει καμιά απόδειξη. Όπου υπάρχουν άνθρωποι, υπάρ- χουν ατέλειες. Δέν εννοούσα τίποτε περισσότερο. Καί πέρα άπ' αυτό, σέ κάποια περίπτωση, δ ίδιος ό Φύ- ρερ εξαπέλυσε μιά πολύ mb αυστηρή κριτική πρός τήν ίδια κατεύθυνση. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Δέν σέ καταλαβαίνω. Σ' έμενα δέν είναι α- νάγκη νά μιλάς Ιτσι. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δέν είναι ανάγκη, θέλω νά σοΰ μιλάω Ιτσι. Δέν είμαι σίγουρος γιά τό πόσο έσύ ή ίδια φλυαρείς γι' αυτά πού ίσως λέγονται κάποτε μέσα σ' αυτούς τούς τοίχους, σέ μιά στιγμή εκνευρισμού. Κατάλαβε με, δέν προσπαθώ νά σοΰ προσάψω οποιεσδήποτε επιπολαιό- τητες εις βάρος τοΰ συζύγου σου, ακριβώς δπως δέν πιστεύω στιγμή δτι ό μικρός θά κάνει κάτι εναντίον τοΰ πατέρα του. Άλλά ανάμεσα στό κακό καί στήν επίγνωση του, υπάρχει δυστυχώς τεράστια διαφορά. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Γιά σταμάτα τώρα! Καλύτερα θά 'κανες νά πρόσεχες τή γλώσσα σου. Όλη αυτή τήν ώρα σπάω τό κεφάλι μου, άν είπες πρίν ή μετά άπό κείνο γιά τό φαιό σπίτι, δτι δέν μπορεί νά ζήσει κανείς στή Χι- τλερική Γερμανία. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αυτό δέν τό είπα καθόλου. II ΓΓΝΑΙΚΑ: Έσύ κάνεις σάν νά 'μουνα έγώ ή αστυνομία! Έγώ απλώς βασανίζω τό μυαλό μου τί μπορεί ν' 4- κουσε ό μικρός. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ή λέξη Χιτλερική Γερμανία δέν υπάρχει κάν στό λεξιλόγιο μου. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Κι αυτό γιά τό θυρωρό, κι δτι οί εφημερί- δες είναι γεμάτες ψέματα, κι αυτό πού είπες μετά γιά τήν αεράμυνα, τό παιδί δέν ακούει απολύτως τίποτα θετικό. Αυτό δέν είναι καθόλου καλό γιά μιά νεανι- κή ψυχή, τήν καταστρέφει, κι ό Φύρερ πού λέει πώς τό μέλλον τής Γερμανίας είναι ή νεολαία της. Στ' ά¬ 85 λήθεια δέν είναι τέτοιο παιδί νά πάει έκεΐ νά καταδώ- σει κάποιον. Δέν αισθάνομαι καλά. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Είναι δμως εκδικητικός. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Καί γιατί θά 'θελε νά εκδικηθεί; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ό θεός ξέρει, δλο καί κάτι θά χει. Ίσως επειδή τοΰ πήρα τό βάτραχο του. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Μά αυτό έγινε έδώ καί μιά βδομάδα. Ο ΑΝΤΡΑΣ: "Ομως αυτά τά θυμούνται τά παιδιά. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Κι έσύ γιατί νά τοΰ τόν πάρεις; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Γατί δέν τοΰ έπιανε μΰγες. Τόν άφηνε νά πεθάνει τής πείνας. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Μά είναι αλήθεια πώς έχει πολλά μαθή- ματα. Ό ΑΝΤΡΑΣ: Ό βάτραχος δμως δέν έφταιγε τίποτα γι' αυτό. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Μά δέν μίλησε καθόλου γι' αυτό, καί μό- λις τοΰ 'δωσα δέκα πφέννιγκ. Τοΰ παρέχουμε δτι ζη- τήσει. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ναί, αυτό είναι δωροδοκία. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Τί εννοείς; Ο ΑΝΤΡΑΣ: θά ποΰνε αμέσως δτι δοκιμάζαμε νά τόν δω- ροδοκοΰμε γιά νά κρατάει τή γλώσσα του. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Δηλαδή, τί νομίζεις δτι μποροΰν νά σοΰ κά- νουν ; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ότιδήποτε. Έδώ δέν υπάρχουν ορια! Θεέ μου! Καί νά 'σαι καί δάσκαλος! Εκπαιδευτής τής νε- ολαίας: Τή φοβάμαι! Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Μά ενα παιδί δέν μπορεί νά 'ναι αξιόπιστος μάρτυρας. "Ενα παιδί δέν ξέρει τί λέει. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αυτό τό λές έσύ. Μά άπό πότε χρειάζονται μάρτυρες γιά οτιδήποτε; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Δέν μπορούμε νά σκεφτούμε τί εννοούσες μέ τις παρατηρήσεις σου; θέλω νά πώ δτι μπορεί απλώς νά σέ παρεξήγησε. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τί είπα; Δέν μπορώ ούτε νά θυμηθώ. Γιά ό- λα φταίει αυτή ή άτιμη ή βροχή. Γίνεσαι κακοδιάθε¬ 86 τος. Τελικά είμαι ό τελευταίος, ποΰ θά 'λεγα κάτι ε- ναντίον τής ψυχικής άνατάσεως ποΰ ζει σήμερα δ γερ- μανικός λαός. Έγώ τά είχα προβλέψει βλ' αυτά άπό τό τέλος τοΰ 1932. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Κάρλ, δέν Ιχουμε τώρα καιρό νά μιλάμε γι' αυτά. Πρέπει τά νά ξεκαθαρίσουμε δλα μέ ακρίβεια, καί αμέσως μάλιστα. Δέν πρέπει νά χάνουμε καιρό. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δέν μπορώ νά τό πιστέψω αυτό άπό τόν Κλά- ους-Χάινριχ. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Λοιπόν πρώτα αυτό γιά τό «φαιό σπίτι» καί τά αίσχη. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μά δέν είπα λέξη γιά αίσχη. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Είπες πώς ή εφημερίδα είναι γεμάτη αί- σχη καί θά τήν σταματήσεις. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ναί, ή εφημερίδα! "Οχ: δμως τό φαιό σπίτι! Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Δέν μπορεί νά 'πες πώς αποδοκιμάζεις αυτά τά αίσχη τών παπάδων; Κι δτι τό θεωρείς πο- λύ πιθανό δτι αυτοί οί άνθρωποι πού είναι κατηγορού- μενοι σήμερα, έβγαλαν τά απαίσια παραμύθια γιά τό φαιό σπίτι κι δτι έκεΐ δέν είναι δλα καθαρά; Κι δτι καλύτερα θά 'καναν νά κοίταζαν τά δικά τους; Κι δ- τι είπες στό παιδί, ν' αφήσει τό ραδιόφωνο καί νά πά- ρει καλύτερα τήν εφημερίδα, γιατί Ιχεις τή γνώμη δτι ή νεολαία τοΰ Τρίτου Ράϊχ πρέπει νά παρατηρεί μ' ανοιχτά μάτια τί γίνεται γύρω της. Ο ΑΝΤΡΑΣ: "Ολ' αυτά δέν βοηθάνε σέ τίποτα. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Κάρλ, δέν πρέπει τώρα νά σκύψεις τό κε- φάλι. Πρέπει νά 'σαι δυνατός, δπως λέει κι δ Φύρερ... Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μά δέν μπορώ νά παρουσιαστώ στό δικαστή- ριο καί σά μάρτυρας κατηγορίας νά καταθέσει ή ίδια ή σάρκα άπό τή σάρκα μου. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Δέν πρέπει νά τό παίρνεις Ιτσι. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Οί σχέσεις μέ τούς Κλίμπτς ήταν μεγάλη επιπολαιότητα. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Μά αύτονών δέν τούς έκαναν τίποτα. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ναί άλλά οί έρευνες συνεχίζονται. 87 Η ΓΓΝΑΙΚΑ: "Αν απελπίζονταν δλοι ποΰ γίνονται γι' αυ- τούς Ιρευνες. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ό θυρωρός, λές νά 'χει τίποτα εναντίον μας; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Εννοείς άν τόν ρωτήσουν; Τού χάναμε δώ- ρο ένα κουτί πούρα γιά τά γενέθλια του, καί τό δώ- ρο του τής Πρωτοχρονιάς ήταν αρκετό. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Οί Γκάουφς άπό δίπλα τοΰ 'δοσαν δεκαπέν- τε μάρκα. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Ναί, μά αότοί διάβαζαν ώς τό '32 τό «Εμ- πρός», καί τό Μάη τοΰ '33 είχαν βάλει σημαία μαύ- ρη-άσπρη-κόκκινη! (Χτυπάει τό τηλέφωνο.) Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τό τηλέφωνο! Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Νά πάω; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δέν ξέρω. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Ποιος μπορεί νά 'ναι; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Περίμενε. "Αν χτυπήσει ξανά πηγαίνεις. (Περιμένουν. Τό τηλέφωνο σταματάει.) Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δέν είναι πιά ζωή αυτή! Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Κάρλ! Ο ΑΝΤΡΑΣ: Έναν Ιούδα μοΰ γέννησες. Κάθεται στό τραπέζι, τρώει τό φαί πού τοΰ δίνουμε καί στήνει αυ- τί καί θυμάται δλα δσα λένε οί γονείς του, δ χαφιές. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Δέν πρέπει νά μιλάς ίτσι! (Παύση.) Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Νομίζεις πώς θά πρέπει νά κάνουμε τίποτα προετοιμασίες; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Λές νά τούς φέρει μαζί του αμέσως; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Δέν είναι απίθανο, έ; 88 Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μήπως πρέπει να φορέσω τό παράσημο μου; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Όπωσδήποτε, Κάρλ! (Εκείνος φέρνει τό παράσημο καί τό φοράει μέ τρεμάμενα χέρια.) Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Πάντως στό σχολείο δέν υπάρχει τίποτα ε- ναντίον σου; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Καί ποΰ θές νά ξέρω; Είμαι πρόθυμος νά δι- δάξω δ,τι θέλουν, άλλά τί θέλουν νά διδάξω; Μακά- ρι νά 'ξερα! ΠοΟ νά ξέρω πώς θέλουν νά ήταν δ Μπί- σμαρκ; Άφοΰ άργοϋν τόσο νά βγάλουν τά σχολικά βι- βλία! Δέν μπορείς νά κάνεις αύξηση άλλα δέκα μάρ- κα στήν υπηρέτρια; Κι αυτή κρυφακούει συνέχεια. Η ΓΓΝΑΙΚΑ (γνέφει καταφατικά) : Καί τή φωτογραφία τοΰ Χίτλερ, νά τήν κρεμάσουμε πάνω άπ' τό γραφείο σου; Φαίνεται καλύτερα. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ναί, νά τό κάνεις αυτό. (Ή γυναίκα πάει νά τής αλλάξει θέση.) Ο ΑΝΤΡΑΣ: "Ομως, άν τό παιδί τούς πεϊ δτι τής αλλά- ξαμε θέση επίτηδες, θά συμπεράνουν ένοχη συνεί- δηση. (Ή γυναίκα ξανακρεμάει τή φωτογραφία στήν παλιά της θέση.) Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ή πόρτα δέν ήταν αυτή; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Δέν άκουσα τίποτα. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Κι δμως! Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Κάρλ! (Τόν αγκαλιάζει.) 89 Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μή χάνεις τήν ψυχραιμία σου. Ετοίμασε μου μου μερικά εσώρουχα. ("Αλλη πόρτα ακούγεται. Ό άντρας κι ή γυ- ναίκα στέκουν δ ένας δίπλα στδν άλλο, κοκαλω- μένοι, στή γωνιά τοΰ δωματίου. Ή πόρτα ανοί- γει καί μπαίνει τό αγόρι μέ μιά χαρ- τοσακκούλα στό χέρι. —Παύση.) ΤΟ ΑΓΟΡΙ: Μά τί έχετε; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Ποΰ ήσουνα; (Τό αγόρι δείχνει τή σακκούλα μέ τίς σοκολάτες.) Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Μόνο σοκολάτες αγόρασες; ΤΟ ΑΓΟΡΙ: Τί άλλο; Φυσικά. (Διασχίζει τό δωμάτιο μασουλώντας. Οί γονείς του τόν κοιτάζουν ερευνητικά.) Ο ΑΝΤΡΑΣ: Νομίζεις πώς λέει αλήθεια: (Ή γυναίκα σηκώνει τούς ώμους.) 90 11 Τά μαΰρα παπούτσια i Νά οί χήρες, τά ορφανά ' τούς υπόσχονται ξανά πώς θά 'ρθεΐ ή καλή ζωή. 8 "Ομως πριν θυσίες καί φόροι. τό ψωμάκι μέ τό ζόρι. Πώς αργεί ή καλή ζωή ! ^ 1 Α (Μπίττερφελντ, 1935. Κουζίνα μιάς εργατικής κατοικίας. Ή μάνα καθαρίζει πατάτες. Ή κόρη, j δεκατριών χρόνων, κάνει τά μαθήματα της.) Ή ΚΟΡΗ: Μαμά, θά μοΰ δώσεις τά δυό πφέννιγκ; Η ΜΑΝΑ: Γιά τή Χιτλερική Νεολαία; Ή ΚΟΡΗ: Ναί. 4 Η Η ΜΑΝΑ: Δέν έχω λεφτά. Η ΚΟΡΗ: "Ομως άν δέ δώσω τά δύο πφέννιγκ τή βδομά- δα, δέ θά πάω τό καλοκαίρι στήν έξοχη. Κι ή δασκά- λα είπε πώς ό Χίτλερ θέλει νά γνωριστούν ή πόλη καί ή ύπαιθρος. Οί αστοί, λέει, πρέπει νά πλησιάζουν πε- ρισσότερο τούς αγρότες. Άλλά πρέπει νά δώσω τά δύο πφέννιγκ. Η ΜΑΝΑ: θά σκεφτώ πώς θά μπορέσω νά στά δώσω. Η ΚΟΡΗ: Ώραϊα, μαμά. Κι έγώ θά σέ βοηθήσω νά καθα¬ 91 ρίσεις τΙς πατάτες. Είναι δμορφα στήν έξοχη, δέν εί- ναι; Κι έχει καί καλό φαί. Ή δασκάλα τής γυμνα- στικής λέει πώς έχω κοιλιά άπ' τις πολλές πατάτες. Η ΜΑΝΑ: Δέν έχεις καθόλου κοιλιά. Η ΚΟΡΗ: Όχι. Τώρα δχι. Πέρσυ δμως είχα. Άλλά δχι πολλή. Η ΜΑΝΑ: "Ισως μπορέσω νά βρώ τίποτα έντόστια. Η ΚΟΡΗ: Μά έμενα μοδ δίνουνε ψωμάκια στό σχολείο. Έσύ δέν τρώς. Ή Μπέρτα έλεγε, δτι δταν ήταν στήν έξοχη, τρώγανε καί λίπος χήνας πάνω στό ψωμί. Καί καμιά φορά κρέας. Ωραία δέ θά 'τανε; Η ΜΑΝΑ: Πολύ. Η ΚΟΡΗ: Κι ό καθαρός αέρας. Η ΜΑΝΑ: Όμως δούλευε κιόλας; Η ΚΟΡΗ: Βέβαια. Άλλά μπόλικο φαί. Όμως δ χωριά- της δέν ήταν εντάξει μαζί της, λέει. Η ΜΑΝΑ: Δηλαδή; Η ΚΟΡΗ: Μπά, τίποτα. Μόνο πού δέν τήν άφηνε ήσυχ^η. Η ΜΑΝΑ: "Ωστε έτσι. Η ΚΟΡΗ: "Ομως ή Μπέρτα ήταν πιό ψηλή άπό μενα, κι ένα χρόνο μεγαλύτερη. Η ΜΑΝΑ: Κάνε τώρα τά μαθήματα σου. (Παύση.) Η ΚΟΡΗ: Είναι ανάγκη νά φορέσω τά παλιά μαύρα πα- πούτσια τής Πρόνοιας; Η ΜΑΝΑ: Όχι ακόμα. Έχεις τό άλλο ζευγάρι. Η ΚΟΡΗ: Αέω, επειδή αυτά τρυπήσανε τώρα. Η ΜΑΝΑ: Ό καιρός είναι πολύ υγρός γιά τρύπια παπού- τσια. Η ΚΟΡΗ: θά τούς βάλω χαρτόνι άπό μέσα. Κρατάει. Η ΜΑΝΑ: "Οχι, δέν κρατάει. Όταν τρυπήσουν θέλουνε σόλιασμα. Η ΚΟΡΗ: Μά είναι τόσο ακριβό τό σόλιασμα. 92 Η ΜΑΝΑ: Γιατί δέ σ' αρέσουνε τά παπούτσια τ*): Πρό- νοιας ; Ή ΚΟΡΗ: ΔΙ μ' αρέσουνε. Η ΜΑΝΑ: Επειδή είναι τόσο μεγάλα; Η ΚΟΡΗ: Βλέπεις, τήν ίδια γνώμη έχεις κι έσύ. Η ΜΑΝΑ: Είναι παλιά. Η ΚΟΡΗ: Πρέπει νά τά φορέσω. Η ΜΑΝΑ: "Αν δέ σ' αρέσουνε μήν τά φοράς. Η ΚΟΡΗ: "Ομως δέν είμαι ματαιόδοξη, S; Η ΜΑΝΑ: "Οχι. Μόνο πού μεγάλωσες. (Παύση.) Η ΚΟΡΗ: Καί τά δυδ πφέννιγκ, θά μού τά δώσεις, μα- μά; θέλω νά πάω στήν έξοχη. Η ΜΑΝΑ (άργά) : Γι'αύτδ δέν μοΰ περισσεύουνε λεφτά. 93 12 Υπηρεσία Εργασίας Σπρώχνουν οί σομφιλιωτές τών τάξεων τούς φτωχούς μέσ' στις γραμμές τών παρατάξεων στης "Εργασίας τήν Υπηρεσία. Έτσι γιά ένα χρόνο οί αχάριστοι οί φτωχοί όμοια μέ τών πλούσιων φορούν στολή. Μ' αυτοί θέλουν πληρωμή κι όχι αγ- γαρεία. (Λύνεμποΰργκερ Χά'ιντε, 1935. Μιά φάλαγγα ερ- γασίας στή δουλειά. Ένας νεαρός εργάτης κι Ινας φοιτητής σκάβουν μαζί.) Ο ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Γιατί κάνανε κόσκινο τόν κοντόχοντρο άπό τήν τρίτη φάλαγγα; Ο ΝΕΟΣ ΕΡΓΑΤΗΣ (μορφάζοντας) : Ό ομαδάρχης είπε δτι θά μάθουνε τί θά πει δουλειά, κι αυτός είπε σιγα- νά δτι θέλει νά μάθει καί τί θά πει μισθός. Ο ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Γιατί τό είπε αυτό; Ο ΝΕΟΣ ΕΡΓΑΤΗΣ (μορφάζοντας) : Φαίνεται δτι ξέρει λιγάκι τί θά πει δουλειά. Ήταν ανθρακωρύχος άπ' τά δεκατέσσερα του. 94 Ο ΦΟΙΤΗΤΗΣ: ΙΙροσοχή, ό χοντρός έρχεται κατά 'δώ. Ο ΝΕΟΣ ΕΡΓΑΤΗΣ: "Αν κοίτάξει έδώ, δέν μπορώ νά σκάψω μονάχα μιά πιθαμή. Ο ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Μά έγώ δέν μπορώ νά σκάψω πιό πολύ. Ο ΝΕΟΣ ΕΡΓΑΤΗΣ: "Αν τό πάρει είδηση, κάηκα! Ο ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Τότε κι έγώ δέν ξαναδίνω τσιγάρα. Ο ΝΕΟΣ ΕΡΓΑΤΗΣ: Μά άν μέ πάρει είδηση! Ο ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Καί θά πάρεις καί άδεια. Νομίζε:ς πώς θά σοΰ δώσω φράγγο, άμα δέ ρισκάρεις ούτε αυτό τό λίγο; Ο ΝΕΟΣ ΕΡΓΑΤΗΣ: Αυτά πού πληρώνεις δέν περνάνε πιά άπό πολύν καιρό. Ο ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Δέ θά σέ πληρώσω. Ο ΟΜΑΔΑΡΧΗΣ (έρχεται καί κοιτάζει) : Έτσι λοιπόν, κύριε καθηγητή, τώρα βλέπεις τί θά πει δουλειά, τό βλέπεις; Ο ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Μάλιστα αρχηγέ. (Ό νέος εργάτης σκάβει μόνο μιά πιθαμή χώ- μα. Ό φοιτητής μοιάζει νά σκάβει μ' ό- λες του τίς δυνάμεις.) Ο ΟΜΑΔΑΡΧΗΣ: Αυτό τό χρωστάς στόν Φύρερ. Ο ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Μάλιστα, αρχηγέ. Ο ΟΜΑΔΑΡΧΗΣ: Δίπλα-δίπλα, λέει, κι δχι ταξικές δια- φορές. Ό Φύρερ δέ θέλει διαφορές στά στρατόπεδα εργασίας του. Έδώ δέν έχει σημασία ποιος είναι ό κύ- ριος μπαμπάς σου. Συνεχίστε. (Φεύγει.) Ο ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Αυτό δέν ήτανε πιθαμή. Ο ΝΕΟΣ ΕΡΓΑΤΗΣ: Πώς δέν ήτανε; Ο ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Τσιγάρα δέν έχει σήμερα. Καί καλύτε- ρα νά μήν ξεχνάς πώς σάν κι εσένα Ιχει πολλούς πού θέλουνε τσιγάρα. Ο ΝΕΟΣ ΕΡΓΑΤΗΣ: Ναί, σάν κι έμενα έχει πολλούς. Αυτό τό ξεχνάμε καμιά φορά. 95 13 Ή ώρα τοΰ εργάτη Νά καί τοΟ Γκαΐμκελς τά φερέφωνα πού δίνουν τά μικρόφωνα στής εργατιάς τά ροζιασμένα χέρια. Μά επειδή γιά τό λαό δέν είναι ήσυχοι, κρατάνε τήν παλάμη τους ανήσυχοι ανάμεσα μικρόφωνα καί χείλια. (Λειψία, 1934. Γραφείο τοϋ επιστάτη, σ' ίνα εργο- στάσιο. "Ενας εκφωνητής τοΰ ραδιοφώνου μ' ένα μικρόφωνο κουβεντιάζει μ' ένα μεσόκοπο ερ- γάτη, ένα εργάτη καί μιά εργάτρια. Στό . βάθβς,4νας κύριος άπό τά γραφεία κι Ι- νας τετράγωνος άνθρωπος μέ τή στολή τής Τ3ς-"Α.) Ό ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: Βρισκόμαστε μέσα στόν οργασμό τών γραναζιών καί τών ιμάντων, ανάμεσα σέ συμπατρι- ώτες πού εργάζονται δραστήρια καί μέ ζήλο, γιά νά είναι ή αγαπημένη μας πατρίδα εφοδιασμένη μέ δλα δσα χρειάζεται. Βρισκόμαστε σήμερα στήν κλωστο- ϋφαντουργία Φούκς. Καί μ* δλο πού ή εργασία είναι δύσκολη καί κουραστική, βλέπουμε γύρω μας Ινα σω- ρό χαρούμενα κι ευχαριστημένα πρόσωπα. Άλλά άς 96 αφήσουμε νά μυήσουν οί ίδιοι οί συμπατριώτες μας. (Στό γέρο εργάτη:) Είσαστε εικοσιένα χρόνια στήν έπχείρηση, κύριε... Ο ΓΕΡΟΣ ΕΡΓΑΤΗΣ: Ζέντελμάιερ. Ο ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: Κύριε Ζέντελμάιερ. Λοιπόν, κύριε Ζέν- τελμάιερ, πώς εξηγείται δτι γύρω μας βλέπουμε τόσα χαρούμενα καί γελαστά πρόσωπα; Ό ΓΕΡΟΣ ΕΡΓΑΤΗΣ (μετά άπό λίγη σκέψη) : Αυτοί εί- ναι δλο καλαμπούρια. Ο ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: "Ετσι, Ι; Λοιπόν, έτσι μέ ευθυμία ή δουλειά βγαίνει πιό εύκολα, έ; θέλετε νά πείτε δτι ό Έθνικοσοσιαλισμός δέν δέχεται τήν εχθρική πρός τή ζωή απαισιοδοξία. Πρίν ήταν διαφορετικά τά πράγμα- τα, I; Ο ΓΕΡΟΣ ΕΡΓΑΤΗΣ: Ναί, ναί. Ο ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: Τήν εποχή τής Βαϊμάρης δέν υπήρχε τίποτα γιά νά γελάσει ό εργάτης. Τότε ρωτούσαμε, γιατί δουλεύουμε! Ο ΓΕΡΟΣ ΕΡΓΑΤΗΣ: Ναί, είναι μερικοί πού τό λένε αυτό. Ο ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: Όρίστε; "Α, μάλιστα, εννοείται τούς ψιθυριστές, πού εξακολουθούν νά υπάρχουν ποΰ καί ποΰ, άν καί λιγοστεύουν συνεχώς γιατί καταλαβαίνουν πώς δ,τι καί νά κάνουν, δλα πάν καλά στό Τρίτο Ρά- ιχ, άπό τότε πού μάς κυβερνάει ξανά Ινα Ισχυρό χέ- ρι. Τί λέτε (στήν εργάτρια), δεσποινίς. .. Η ΕΡΓΑΤΡΙΑ: Σμίτ. Ο ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: Δεσποινίς Σμίτ. Σέ ποιόν άπό αυτούς δ- λους τούς ατσάλινους γίγαντες εργάζεστε εσείς; Η ΕΡΓΑΤΡΙΑ (πού τά έχει αποστηθίσει) : Καί είναι καί ή εργασία τής διακοσμήσεως, ή δποία μάς προξενεί μεγάλη χαρά. Ή εικόνα τοΰ Φύρερ προέρχεται άπό μίαν δωρεάν καί είμεθα πολύ υπερήφανοι δι' αυτήν. Καθώς καί γιά τά γεράνια, τά όποια προσδίδουν χρώ- μα είς τήν αίθουσαν εργασίας, κατά προτροπήν τής δεσποινίδος Κίντσε. 7 97 Ο ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: "Ωστε στολίζετε μέ άνθη τοΰ; τόπου; εργασίας, μέ τα ώραΐα αυτά παίδια τοΟ κάμπου! Καί γενικά πολλά πράγματα άλλαξαν στό εργοστάσιο, άπό τότε πού άλλαξαν δρόμο τά πεπρωμένα τής Γερμα- νίας! Ο ΚΓΡΙΟΣ ΑΠΟ ΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ (σάν υποβολέας) : Αί- θουσες καθαριότητος. Η ΕΡΓΑΤΡΙΑ: Οί αίθουσες καθαριότητος, είναι μιά ιδέα τοΰ κυρίου διευθυντού Μπώυτσλε αυτοπροσώπως, διά τήν οποίαν επιθυμούμε νά τόν εύχαριστήσωμε θερμώς. Όποιος θέλει μπορεί νά πλυθεί στις ωραίες αίθουσες καθαριότητος, δταν δέν πάνε πολλοί καί δέν εχει στρι- μωξίδι. Ο ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: Βέβαια, δλοι θέλουν νά πάνε πρώτοι, έ; θά γίνεται μιά χαρούμενη αναστάτωση; Η ΕΡΓΑΤΡΙΑ: Είναι μόνο έξι βρύσες, γιά πεντακόσιους πενήντα δυό ανθρώπους. Γίνεται πάντα ένα στριμωξί- δι! Μερικοί είναι ξεδιάντροποι. Ο ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: Όλα αυτά δμως τακτοποιούνται μέ λί- γη καλή θέληση. Καί τώρα θά μάς πει κάτι ό κύριος, ποιό είναι τ' δνομά σας; Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Μάν. Ο ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: Νά λοιπόν, ό κύριος Μάν. Λοιπόν, κύ- ριε Μάν, οί πολυάριθμες νέες προσλήψεις επέδρασαν καθόλου στό πνεύμα τών συναδέλφων σας; Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Πώς τό εννοείτε αυτό; Ο ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: Να, δέν χαίρεστε πού γυρίζουν ξανά οί τροχοί, καί πού δλα τά χέρια Ιχουν ξανά απασχόληση; Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Μάλιστα. Ο ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: Και δέν πρέπει νά ξεχνάμε ακόμα, πώς τώρα δλοι μποροΰν κάθε .εβδομάδα, νά φέρουν ένα μι- σθό στό σπίτι τους! Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Όχι. Ο ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: Δέν ήταν πάντα έτσι τά πράγματα. Τήν εποχή τής Βαϊμάρης, (ΐερικοί συμπατριώτες ήσαν ύ¬ 98 ποχρεωμένοι νά μπουν στόν πικρό δρόμο τής Προνοί- ας. Καί νά ζουν άπό μία ελεημοσύνη. Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Δεκαοχτώ μάρκα καί πενήντα. Κρατήσει; «,ηδέν. Ο ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ (γελάει ψεύτικα) : Χά χά χά! Περίφη- μο αστείο! Δέν υπήρχε βέβαια καί μεγάλο περιθώριο γιά κρατήσεις! Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Όχι, τώρα υπάρχει μεγαλύτερο. {*0 κύριος άπό τά γραφεία προχωρεί νευρικά κα- θώς κι ό τετράγωνος μέ τή στολή τής Ές-"Α.) Ο ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: Έτσι λοιπόν, στό Τρίτο Ράίχ, δλοι ξα- ναβρήκαν δουλειά και ψωμί, έχετε απόλυτο δίκιο κύ- ριε, πώς είπατε τ' δνομά σας; Κανένα χέρι δέν μέ- νει πιά ακίνητο, κανένα γρανάζι δέ σκουριάζει πιά στή Γερμανία τοΰ Αδόλφου Χίτλερ. (Σπρώχνει βίαια τόν εργάτη μακριά άπό τό μικρόφωνο.) Σέ μιά εύθυ- μη συνεργασία, οί εργάτες τοΰ πνεύματος κι οί εργά- τες τών χεριών εργάζονται στήν ανοικοδόμηση τής α- γαπημένης μας γερμανικής πατρίδας. Χάϊλ Χίτλερ! 99 14 Τό κιβώτιο "Ερχοντ' οί άλλοι μέ τά τσίγγινα φέ- ρετρο πού μέσα τους βάζουν τ* ανθρώπινα σκέλεθρα πού φέραν αυτοί σέ τέτοιο χάλι. Ήταν αυτοί πού δέν ύποταχτήκανε. πού στή πάλη απάνω σκοτωθήκανε, στή μεγάλη τών τάξεων πάλη. (Έσσεν, 1934. Εργατική κατοικία. Μιά γυναίκα μ£ δυο παιδιά. "Ενας νέος εργάτης μέ τή γυναίκα του, πού έχουν έρθει επίσκεψη. Ή γυναίκα κλαίει. Άπό τή σκάλα ακούγονται βήμα- τα. Ή πόρτα είναι ανοιχτή.) Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Τό μόνο πού είπε είναι πώς πληρώνουνε μισθούς πείνας. Κι αυτό είν' αλήθεια. Τό μεγάλο έχει κάτι στόν πνεύμονα, καί νά μήν μπορούμε νά τού πά- ρουμε γάλα. Δέ μπορεί νά τοΰ 'καναν κακό. ("Ανθρωποι τής Ές-"Α φέρνουν ένα μεγάλο κιβώ- τιο και τό αποθέτουν στό πάτωμα.) ΕΝΑΣ ΕΣ-Α: Τώρα μήν κάνετε τόση φασαρία. Μιά μικρή 100 πνευμονία μπορεί να τήν πάθει οποιοσδήποτε. "Ολα είναι εντάξει. Καί τώρα καλύτερα νά μήν κάνετε ανο- ησίες. ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ: Μαμά, έκεΐ μέσα είναι δ μπαμπάς; Ο ΕΡΓΑΤΗΣ (πηγαίνει στδ κιβώτιο) : Είναι άπό τσίγγο. ΤΟ ΠΑΙΔΙ: Δέν μπορούμε νά τ' ανοίξουμε; Ο ΕΡΓΑΤΗΣ (έξω φρενών) : Ναί, αύτδ τό μπορούμε! Ποϋ έχεις τό κουτί μέ τά εργαλεία; (Ψάχνει γιά εργαλεία. Ή νεαρή γυναίκα του προσ- παθεί νά τόν συγκρατήσει.) Η" ΝΕΑ ΓΓΝΑΙΚΑ: Μήν τ" ανοίξεις, Χάνς! θά σέ πιά- σουν κι εσένα! Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: θέλω νά δώ τί τοϋ κάνανε. Αυτοί φοβούν- ται μήν τό δει κανείς αυτό. Αλλιώς δέ θά τόν έβαζαν σέ τσίγγο. "Ασε με! Η ΝΕΑ ΓΓΝΑΙΚΑ: Δέ σ' αφήνω. Δέν τούς άκουσες; Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Λέω δτι θά μπορούσε κανείς νά τόν δει του- λάχιστο, έτσι; Η ΓΓΝΑΙΚΑ (παίρνει τά παιδιά της άπό τό χέρι καί πη- γαίνει κοντά στό τσίγγινο κιβώτιο) : "Εχω κι έναν αδερφό ποϋ θά μπορούσε νά πιάσουν, Χάνς. Κι εσένα μποροϋν νά σέ πιάσουν. Τό κιβώτιο μπορεί νά μείνει κλειστό. Δέν είναι ανάγκη νά τόν δούμε. Δέν 9ά τόν ξεχάσουμε. 101 15 Ό Αποφυλακισμένος Νά καί κείνοι σκληρά πού τούς βασά- νισαν πού όλη νύχτα τό σώμα τους τούς λιβ- νιοβν πού δλη νύχτα τό στόμα τους κράτη- σα νε. Οί γνωστοί, οί γυναίκες καϊ οί φίλο: τοος τους κοιτάζουνε καχύποτα τά χείλη τους : Τό πρωί, τό πρωί μήπως μιλήσανε; (Βερολίνο, 1936. Εργατική κουζίνα. Κυριακή πρωί. "Αντρας καί γυναίκα. Άπό μακριά ακούγεται στρατιωτική μουσική.) Ο ΑΝΤΡΑΣ: "Οπου νά 'ναι θά 'ρθει. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Στήν πραγματικότητα δέν έχετε τίποτα ε- ναντίον του. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ξέρουμε μόνο πώς αποφυλακίστηκε άπό στρα- τόπεδο συγκέντρωσης. H ΓΓΝΑΙΚΑ: Τότε γιατί δέν τοΰ 'χετε εμπιστοσύνη; © ΑΝΤΡΑΣ: Γϊολλά γίνανε. Τραβάνε πολλά εκεί μέσα. 102 Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Μά πώς θ' αποδείξεις πώς είν' εντάξει; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μπορούμε νά τό εξακριβώσουμε 'μεϊς. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Μά θά σάς πάρει πολύν καιρό. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ναί. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Κι δμως μπορεί νά 'ναι ό καλύτερος σύν- τροφος. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μπορεί. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Τότε θά 'να: φοβερό γι' αυτόν νά βλέπει πώς κανένας δέν τόν εμπιστεύεται. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ξέρει πώς είναι αναγκαίο. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Κι δμως. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Κάτι ακούω τώρα. Μή βγεις Ιξω δταν θά συ- ζητάμε, (Χτυπάει ή πόρτα. Ό άντρας ανοίγει, μπαίνει δ αποφυλακισμένος.) Ο ΑΝΤΡΑΣ: Καλημέρα, Μάξ. (Ό αποφυλακισμένος σφίγγει τά χέρια τού άντρα καί τής γυναίκας.) Η ΓΓΝΑΙΚΑ: θά πιείτε μαζί μας Ινα φλυτζάνι καφέ; Τόν ετοίμαζα. Ο ΑΠΟΦ.: "Αν δέν είναι κόπος. (Παύση.) Ο ΑΠΟΦ.: Πήρατε καινούργια ντουλάπα. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Στήν πραγματικότητα είναι παλιά. Τήν πή- ραμε έντεκάμιση μάρκα. Ή άλλη διαλύθηκε. Ο ΑΠΟΦΓΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ: "Α, μάλιστα. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τί γίνεται στους δρόμους; Ο ΑΠΟΦΓΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ: Μαζεύουνε ρούχα. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: "Ενα κοστούμι δέν θά τοΰ 'ρχότανε άσκη- μα τοΰ Βίλλυ. 103 Ο ΑΝΤΡΑΣ: Mi εγώ δουλεύω. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Κι δμως, ένα κοστούμι δέν θα σοΰ "'ρχόταν άσκημα. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μή λές ανοησίες. ΓΓΝΑΙΚΑ: Δουλειά-ξεδουλειά, δ καθένας κάτι χρειάζε- ται. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Έσύ, βρήκες δουλειά; Ο ΑΠΟΦΓΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ: Μοΰ είπαν πώς θά βρω. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Στοΰ Σήμενς. Ο ΑΠΟΦΓΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ: Ναί, ή κάπου άλλου. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δέν είναι πιά τόσο δύσκολο. Ο ΑΠΟΦΓΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ: Όχι. (Παύση.) Ο ΑΝΤΡΑΣ: Πόσο έμεινες μέσα; Ο ΑΠΟΦΓΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ: Έξι μήνες. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Συνάντησες κανέναν μέσα; Ο ΑΠΟΦΓΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ: Δέν ήταν κανένας γνωστός. Τώρα τούς πάνε σέ εντελώς ξεχωριστά στρατόπεδα. Μπορείς νά βρεθείς στή Βαβαρία. Ο ΑΝΤΡΑΣ: "Ωστε Ιτσι. Ο ΑΠΟΦΓΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ: Έδώ έξω δέν αλλάξανε καί πολλά πράγματα. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Όχι πολλά. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Ξέρετε, τώρα ζούμε πολύ απομονωμένοι. Ό Βίλλυ δέν συναντάει σχεδόν κανέναν άπό τούς παλιούς συντρόφους του πιά, ϊ, Βίλλυ; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ναί, σχέσεις πολλές δέν έχουμε. Ο ΑΠΟΦΓΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ: 'Ακόμα δέν μπορέσατε νά ξε- φορτωθείτε τούς σκουπιδοντενεκέδες άπ' τό διάδρομο; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: "Α, τό θυμάστε ακόμα; Ναί, λέει πώς δέν υπάρχει άλλο μέρος νά τούς βάλουμε. Ο ΑΠΟΦΓΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ (καθώς ή γυναίκα τοϋ βάζει καφέ) : Μόνο μιά γουλίτσα. Δέν θά μείνω πολ.ύ. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Έχεις τίποτα νά κάνεις; 104 Ο ΑΙΙΟΦΓΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ: Ή Σέλμα μοΰ είπε πώς τήν κοιτάξατε δταν ήταν στδ κρεβάτι. Ευχαριστώ πολύ. Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δέν υπάρχει λόγος γιά ευχαριστώ. Τής εί- παμε νά έρχεται τά βράδια, άλλά δέν Ιχουμε ούτε ρα- διόφωνο. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αυτά πού λέει τό ραδιόφωνο είναι καί στήν εφημερίδα. Ο ΑΠΟΦΓΛΑΚ1ΣΜΕΝΟΣ: Δέ γράφει καί πολλά πράμα- ματα «Ό "Αρειος». Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Όσα καί «Ό Λαός». Ο ΑΠΟΦΓΑΑΚΙΣΜΕΝΟΣ: Κι «Ό Λαός» γράφει δσα κι «Ό "Αρειος», έ; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δέ διαβάζω πολύ τό βράδυ. Είμαι πάντα πο- λύ κουρασμένος γιά διάβασμα. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Μά τί έχει τό χέρι σας; "Εχει ατροφήσει καί λείπουνε δυό δάχτυλα. Ο ΑΠΟΦΓΑΑΚΙΣΜΕΝΟΣ: Είναι άπό πέσιμο. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ευτυχώς πού είναι τό αριστερό. Ο ΑΠΟΦΓΑΑΚΙΣΜΕΝΟΣ: Ναί, είχα τύχη. θέλω νά σοΰ μιλήσω. Δέν είναι τίποτα κακό, κυρία Μάν. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Ναί, βέβαια. Νά τακτοποιήσω μόνο τήν κου- ζίνα. (Απασχολείται μέ τήν κουζίνα. Ό αποφυλακισμέ- νος τήν κοιτάζει μέ ένα ελαφρό χαμόγε- λο στά χείλια.) Ο ΑΝΤΡΑΣ: θά φύγουμε μετά τό φαγητό. Ή Σέλμα είν' εντάξει τώρα; Ο ΑΠΟΦΓΑΑΚΙΣΜΕΝΟΣ: Ό γοφός της δχι. Τήν πειρά- ζει δταν πλένει. Γιά πείτε μου... (Σταματάει καί κοιτάζει τό ζευγάρι. Κι εκείνοι τόν κοιτάζουν. Δέν συνεχίζει.) Ο ΑΝΤΡΑΣ (βραχνά) : Νά πηγαίναμε στό Αλεξάντερ 105 Πλάτς πριν άπ' τό φαγητό; θά 'χει κίνηση |ΐέ τόν Ι- ρανό. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Ναι, καλή Ιδέα, έτσι; Ο ΑΠΟΦΓΑΑΚΙΣΜΕΝΟΣ: Βέβαια. (Παύση.) Ο ΑΠΟΦΓΑΑΚΙΣΜΕΝΟΣ (σιγανά) : Ξέρεις, Βίλλυ, εί- μαι πάντα δ ίδιος. Ο ΑΝΤΡΑΣ (επιφανειακά) : Ασφαλώς. Ίσως νά 'χει καί μουσική στήν Αλεξάντερ Πλάτς. Έτοιμάσου, "Αννα. Καφέ ήπιαμε. 'Εγώ θά χτενιστώ λιγάκι. (Πηγαίνουν στό διπλανό δωμάτιο. Ό αποφυλακισμέ- νος μένει στή θέση του. Παίρνει τό καπέλο του. Σφυρίζει αφηρημένα. Τό ζευγάρι ξαναγυρίζει έτοιμο γιά έξω.) Ο ΑΝΤΡΑΣ: Λοιπόν, έλα, Μάξ. Ο ΑΠΟΦΓΑΑΚΙΣΜΕΝΟΣ: Ώραϊα. "Ενα μόνο θέλω νά σοΰ πώ: τό θεωρώ εντελώς σωστό. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τότε λοιπόν, πάμε. (Βγαίνουν μαζί.) 106 16 Χειμερινή βοήθεια Νά τής Χειμερινής Βοήθειας οί άν- θρωποι πού μέ σημαίες καί τρουμπέτες παίρ- νουν στό κατόπι τά σπίτια, τούς ανθρώπους καί τούς δρόμους. Άρπάζουνε άπ' τά φτωχά τά σπίτια, κουρέλια, άποφάγια καί σημίτια : Τά δίνουν στους φτωχότερους γειτό- νους. Τό ίδιο χέρι πού τ' αδέρφια τους χτυ- πάει, αυτούς χιτλερικά τούς χαιρετάει κι ελεημοσύνη δίνει βιαστικά. Καί στό λαιμό τους κάθονται τά ξε- ροκόμματα καθώς κι εκείνα τ' άλλα τά καμώματα, Χάιλ Χίτλερ, καϊ τά σχετικά. (Καρλσρούη, 1937. Στό σπίτι μιας γριάς, πού στέ- κεται μέ τήν κόρη της δίπλα στό τραπέζι, δύο άν- θρωποι τής Ές-"Λ φέρνουν Ινα δέμα τής s Χειμερινής βοήθειας.) 107 Ο ΠΡΩΤΟΣ ΕΣ-Α: Λοιπόν, γιαγιά, αυτό στό στέλνει ό Φύρερ. Ο ΔΕΓΤΕΡΟΣ ΕΣ-Α: Γιά νά μήν μπορείς νά πεις πώς δέν σέ φροντίζει. H ΓΡΙΑ: Ευχαριστώ πολύ, ευχαριστώ πολύ! Πατάτες, "Ερνα. Κι ένα μάλλινο πουλόβερ. Καί μήλα. Ο ΠΡΩΤΟΣ ΕΣ-Α: Κι ένα γράμμα άπό τό Φύρερ μέ κά- τι τί μέσα. Γιά άνοιξε το! Η ΓΡΙΑ (ανοίγει τό φάκελλο) : Πέντε μάρκα! Τί λές τώ- ρα, "Ερνα; Ο ΔΕΓΤΕΡΟΣ ΕΣ-Α: Χειμερινή Βοήθεια! Η ΓΡΙΑ: Πάρε παιδί μου Ινα μηλαράκι, κι έσύ άλλο ενα. Γιά τόν κόπο σας πού τά φέρατε κι ανεβήκατε τόσα σκαλιά! Τίποτ' άλλο δέν έχω νά σάς κεράσω. Καί θά φάω κι έγώ Ινα τώρα. (Δαγκώνει Ινα μήλο. Όλοι τρώνε μήλα, έκτος άπό τή νέα γυναίκα.) Η ΓΡΙΑ: Πάρε κι έσύ Ινα, Έρνα, μή στέκεσαι έτσι! Βλέ- πεις τώρα πώς δέν είναι έτσι πού τά λέει ό άντρας σου. Ο ΠΡΩΤΟΣ ΕΣ-Α: Τί λέει δηλαδή; Η ΝΕΑ ΓΓΝΑΙΚΑ: Δέ λέει τίποτα. Φλυαρίες τής γριάς. Η ΓΡΙΑ: Όχι αότά είναι κουβέντες δικές του, τίποτα κα- κό ξέρετε, αυτά πού λένε δλοι. Ότι οί τιμές άνεβή- κανε λιγάκι τόν τελευταίο καιρό. (Δείχνει μέ τό μή- λο τήν κόρη της.) Κι αυτή λογάριασε άπ' τό βιβλίο 1 τών εξόδων τοΰ σπιτιοΰ, πώς φέτος χρειάστηκε γιά τό φαγητό εκατόν είκοσι τρία μάρκα περισσότερα άπό πέρσυ. "Ε, "Ερνα; (Βλέπει δτι αυτό φανερά κακοφά- νηκε στους *Ες-"Α.) Άλλά αδτό είναι επειδή κάνου- με εξοπλισμούς, Ιτσι δέν είναι; Μά τί πάθατε; Είπα τίποτα κακό; Ο ΠΡΩΤΟΣ ΕΣ-Α: Ποΰ κρύβεις τό βιβλίο τών εξόδων σου, κοπέλλα μου; 108 Ο ΔΕΓΤΕΡΟΣ ΕΣ-Α: Καί ποιος καί ποιος τό βλέπει; Η ΝΕΑ ΓΓΝΑΙΚΑ: Είναι στό σπίτι. Δέν τό δείχνω σέ κα- νένα. Π ΓΡΙΑ: Δέν θα τής κρατήσετε τώρα κακία επειδή κρα- τάει βιβλίο, έτσι δέν είναι; Ο ΠΡΩΤΟΣ ΕΣ-Α: Καί πού διαδίδει ψιθύρους, ούτε γι' αυτό δέν πρέπει νά τής κρατήσουμε κακία, έτσι; Ο ΔΕΓΤΕΡΟΣ ΕΣ-Α: Καί δέν τήν άκουσα νά πει καί πο- λύ δυνατά Χάίλ Χίτλερ δταν μπήκαμε. Τήν άκουσες έσύ; Η ΓΡΙΑ: Μά είπε Χάιλ Χίτλερ, καί τό λέω κι έγώ: Χάίλ Χίτλερ! Ο ΔΕΓΤΕΡΟΣ ΕΣ-Α: Σέ ώραΐο μαρξιστικό δίκτυο πέσα- με, "Αλμπερτ. Αυτό τό βιβλίο πρέπει νά τό δούμε, έ- λα αμέσως μαζί μας στό σπίτι σου. (Αρπάζει τή γυναίκα άπό τό μπράτσο.) Η ΓΡΙΑ: Μά είναι στόν τρίτο μήνα! Μά δέν μπορείτε... Μά μήν τό κάνετ' αυτό! Άφοΰ φέρατε τό δέμα καί δεχτήκατε τά μήλα! "Ερνα! Μά άφοΰ φώναξε Χάίλ Χίτλερ, τί νά κάνω. Χάίλ Χίτλερ! Χάίλ Χίτλερ! (Ξερνάει τό μήλο. Οί Ές-'Ά βγάζουν τήν κόρη της έξω.) Η ΓΡΙΑ (ξερνώντας) : Χάιλ Χίτλερ! 10» 17 Δυό φουρνάρηδες Να KUI οι φουρνάρηδες τοΟ κράτους κανακάρηδες. Τους μάθαν πώς νά κάνουν τή δου- λειά τους. Γιά νά φτιάξουν τό ψωμάκι ρίχνουν μέσα πιτουράκι άν δέ θέλουνε νά βρούνε τό μπελά τους. (Λάντσμπεργκ. 1936. Μροαύλιο τής φυλακής. Οί κα- ϊ τάδικοι περπατούν σέ κύκλο. Κάθε φορά πού β^ίσκον- i ται μπροστά, δυό κατάδικοι κουβεντιάζουν σιγανά.) Ο ΕΝΑΣ: Λοιπόν, κι έσύ φούρναρης είσαι, καινούργιε; Ο ΑΛΛΟΣ: Ναί. Είσαι κι έσύ; Ο ΕΝΑΣ: Ναί. Εσένα γιατί σέ χώσαν μέσα; Ο ΑΛΛΟΣ: Προσοχή! (Προχωρούν πάλι σέ κύκλο.) Ο ΑΛΛΟΣ: Γιατί δέν έβαζα πίτουρο καί πατάτα στο ψω- μί. Κι έσύ; Πόσον καιρό είσαι μέσα; Ο ΕΝΑΣ: Δυό χρόνια. 110 Ο ΑΛΛΟΣ: Καί γιατί είσ' έδώ; Προσοχή! (Προχωρούν πάλι σέ κύκλο.) Ο ΕΝΑΣ: Γιατί έβαζα πίτουρο στό ψωμί. Πριν δυό χρόνια αυτό τό λέγανε νοθεία τροφίμων. Ο ΑΛΛΟΣ: Προσοχή! 111 18 Ό Αγρότης ταΐζει τή γουρούνα του Κι ό αγρότης στή σειρά πάει, μά δχι μέ χαρά: Δέν του πλήρωσαν τό στάρι. Ό αγρότης έχει όργή πού γιά τή ζωοτροφή αυτός πληρώνει τό χορτάρι. ("Αιχαχ, 1937. Αυλή αγροκτήματος. Είναι νύχτα. Μπροστά στήν πόρτα τοΰ γουρουνσστάσιου ό αγρό- της κάνει μάθημα στή γυναίκα του και στά παιδιά του.) Ο ΑΓΡΟΤΗΣ: Δέν ήθελα νά σάς μπλέξω, δμως μέ πήρα- τε είδηση καί τώρα πρέπει νά κρατήσετε τό στόμα σας κλειστό. Αλλιώς ό πατέρας σας θά πάει μέσα, φυλακή, στό Αάντσμπεργκ, γιά δλη του τή ζωή. Δέν κάνουμε κάνα κακό πού ταίζουμε τά ζωντανά μας, δ- ταν πεινάνε. Ό θεός δέ θέλει νά πεινάνε τά πλά- σματα του. Κι δταν πεινάνε φωνάζουνε, καί δέ μ' α- ρέσει νά ακούω νά φωνάζει ένα ζωντανό άπ' τήν πεί- να στό -χτήμα μου. Και νά τό ταίσω απαγορεύεται. Τό κράτος, λέει. "Ομως έγώ τό ταίζω. Γιατί άν δέν 112 τό ταίσω θά μοΰ ψοφήσει καί τότε κανένας άπό δαύ- τους δέν μπορεί νά μοΰ βγάλει τή ζημιά. Η ΑΓΡΟΤΙΣΣΑ: Κι έγώ αυτό λέω. Τό στάρι μας είναι δικό μας. Καί δέ θά μάς πούνε τί θά κάνουμε αυτά τά καθάρματα. Διώξανε τούς Όβριούς, δμως τό κρά- τος είναι ό πιό μεγάλος τσιφούτης. Κι δ παπάς μας μάς τό 'πε: μή δένεις τό στόμα τοΰ βοδιού ποΰ οργώ- νει. Δέν τό κάναμε 'μεϊς τό τετράχρονο πλάνο τους, κι ούτε μάς ρωτήσανε. Ο ΑΓΡΟΤΗΣ: Έτσι είναι. Αυτοί δέν αγαπάνε τούς αγρό- τες κι οί αγρότες δέν τούς αγαπάνε. Νά δώσω, λέει, τζάμπα τό στάρι μου, γιά ν' αγοράσω μετά πανάκρι- βα τή ζωοτροφή. Γιά ν' αγοράζει δ αλήτης τά κανό- νια του. Η ΑΓΡΟΤΙΣΣΑ: "Αντε λοιπόν στό φράχτη, Τόνι, κι έσύ, Μαρία στό χωράφι, κι άν έρχεται κανένας νά μάς τό πείτε. (Τά παιδιά παίρνουν τίς θέσεις τους. Ό αγρότης α- νακατεύει τή ζωοτροφή καί τήν πηγαίνει στό σταΰλο, κοιτάζοντας γύρω του φοβισμένος. Καί ή γυναίκα του κοιτάζει γύ- ρω της μέ φόβο.) Ο ΑΓΡΟΤΗΣ (ρίχνοντας τήν τροφή στή γουρούνα) : "Αν- τε, φάε, Λίνα. Χάιλ Χίτλερ! "Αμα πεινάει τό ζων- τανό, δέν υπάρχει πιά κράτος. 8 113 19 *0 παλαιός πολεμιστής Νά και τοϋ Χίτλερ οί εκλογείς, πλειοψηφία συμπαγής, ψηφίσανε αυτόν πού τούς παιδεύει. Τούς λείπει τό ψωμί δέν έχουνε φαΐ. Ψηφίσανε τό Χίτλερ κι ό Χίτλερ βα- σιλεύει. (Κάλβ τής Βυρτεμβέργης, 1938. Μιά πλατεία μέ μικρά μαγαζιά. Στό βάθος ένα κρεοπο)λείο, μπροστά ένα γα- λακτοπωλείο. Είναι ένα σκοτεινό χειμωνιάτικο πρωϊνό. Τό κρεοπωλείο είναι ακόμα κλει- στό. "Ομως τό γαλακτοπωλείο είναι φω- τισμένο, καί μερικοί πελάτες περι- μένουν άπ' εξω.) ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΑΣΤΟΣ: ΙΙάλι δέν εχει βούτυρο σήμερα, I: Η ΓΓΝΑΙΚΑ: θά 'χει τόσο όσο παίρνω μέ τά λεφτά πού βγάζει ό άντρας μου: καθόλου. ΕΝΑΣ ΝΕΑΡΟΣ: Μήν μουρμουρίζετε, έτσι; Ή Γερμανία έχει ανάγκη άπό κανόνια κι δχι άπό βούτυρο. Τό είπε πολύ καθαρά. 114 Η ΓΓΝΑΙΚΑ (σιγανά) : Πολύ σωστά. (Σιωπή.) Ο ΝΕΑΡΟΣ: Νομίζετε πώ; μέ τό βούτυρο θά κάναμε κατο- χή στή Ρηνανία; "Ολοι συμφωνούσατε δταν έγινε, άλ- λα κανένας σα; δέ θέλει νά κάνει καί καμιά θυσία. ΜΪΑ ΔΕΓΤΕΡΗ ΓΓΝΑΙΚΑ: Ήσυχα. Όλοι μας κάνου- με θυσίες. <Ι ΝΕΑΡΟΣ (δύσπιστα) : Σάν τί θυσίες; Η ΔΕΓΤΕΡΗ ΓΓΝΑΙΚΑ (στήν πρώτη) : Μήπως δέν δί- νετε δταν κάνουν Ιρανό; (Ή πρώτη γυναίκα γνέφει καταφατικά.) Η ΔΕΓΤΕΡΗ ΓΓΝΑΙΚΑ: Βλέπετε; Δίνει. Κι έμεϊς δί- νουμε. Εθελοντικά. Ο ΝΕΑΡΟΣ: Τά ςέρουμ' αυτά. Βάζετε κάθε δεκάρα στόν κουμπαρά σας δταν δ Φύρερ χρειάζεται υποστήριξη γιά τις μεγάλες του υποθέσεις. Μόνο κουρέλ;α δίνουνε στή Χειμερινή Βοήθεια, θά προτιμούσανε νά δίνουνε σκέτο τό σκώρο. Τούς ξέρουμε δά τούς φασουλήδες μας. Νά, ό βιομήχανος στό νούμερο 11 Ιδοσε ένα ζευγάρι τρύπιες μπόττες. Ο Μ1ΚΡΟΑΣΤΟΣ: Απερίσκεπτοι πού είναι οί άνθρω- ποι! (Άπό τό γαλακτοπωλείο βγαίνει ή γαλατοΰ μέ ά- σπρη ποδιά.) Η ΓΑΑΑΤΟΓ: Τώρα, ανοίγουμε. (Στή δεύτερη γυναί- κα) : Καλημέρα, κυρία Ρούλ. Τά μάθατε, χτές τή νύχτα πιάσανε τό νεαρό Αέττνερ, έδώ δίπλα. Η ΔΕΓΤΕΡΗ ΓΓΝΑΙΚΑ: Τό χασάπη; Η ΓΑΑΑΤΟΓ: Ναί, τό γιό. Η ΔΕΓΤΕΡΗ ΓΓΝΑΙΚΑ: Μά αυτός ήτανε στήν Ές-"Α. 115 Η ΓΑΛΑΤΟΓ: "Ητανε. Ό γέρος ήτανε στό κόμμα άπό τό '29. Χτές είχε πάει στήν αγορά, αλλιώς θά τόν είχα- νε πάρει κι αυτόν. Η ΔΕΓΤΕΡΗ ΓΓΝΑΙΚΑ: Μά τί κάνανε; Η ΓΑΛΑΤΟΓ: 'Ανεβάσανε τις τιμές. Δέν είχανε καθόλου κρέας τίς τελευταίες μέρες, κι οί πελάτες φεύγανε. Καί λένε πώς τότε ψώνισε μαύρη αγορά. Λένε μάλι- στα δτι τό κρέας τό πήρε άπό έναν Εβραίο. Ο ΝΕΑΡΟΣ: Αυτό έλειπε νά μήν τόν πιάσουνε. Η ΓΑΛΑΤΟΓ: Kt ήταν πάντα άπ' τούς πιό φανατικούς. Τό γέρο-Τσάισλερ στό νούμερο 17 τόν έκλεισε μέσα επειδή δέν είχε γίνει συνδρομητής τοΰ «Λαοδ». Είναι καί Παλαιός Πολεμιστής. Η ΔΕΓΤΕΡΗ ΓΓΝΑΙΚΑ: θά κάνει κάτι μοΰτρα δταν γυ- ρίσει! Η ΓΑΛΑΤΟΓ: "Αν γυρίσει! Ο ΜΙΚΡΟΑΣΤΟΣ: Απερίσκεπτοι πού είναι οί άνθρωποι! Η ΔΕΓΤΕΡΗ ΓΓΝΑΙΚΑ: Φαίνεται πώς δέ θ' ανοίξουνε καθόλου σήμερα. Η ΓΑΛΑΤΟΓ: Τό καλύτερο πού 'χουν νά κάνουν. "Αμα κοιτάξει ή αστυνομία πάντα κάτι θά βρεϊ, έτσι δέν εί- ναι; Σήμερα πού είναι τόσο δύσκολο νά βρεις εμπό- ρευμα! 'Εμείς τό παίρνουμε άπ' τό συνεταιρισμό, δέν υπάρχουν εμπόδια προς τό παρόν. (Φωνάζει δυνατά:) Κρέμα δέν έχει σήμερα! (Γενικό μουρμουρητό απο- γοήτευση.) Λένε πώς οί Λέττνερς έχουνε βάλει υπο- θήκη τό σπίτι. Λογαριάζανε πώς θά παραγραφεί, ή ό θεός ξέρει τί. Ο ΜΙΚΡΟΑΣΤΟΣ: Δέν είναι δυνατόν νά παραγραφούν οί υποθήκες! Αυτή ή απαίτηση είναι κάπως υπερβολική. Η ΔΕΓΤΕΡΗ ΓΓΝΑΙΚΑ: Ό νεαρός Λέττνερ δέν ήταν καί πολύ συμπαθητικός. Η ΓΑΛΑΤΟΓ: Ό χειρότερος ήτανε πάντα ό γέρο-Λέτ- τνερ. "Εχωσε τό αγόρι στήν "Ες-"Α μέ τό ζόρι. Αυ- τός βέβαια θά προτιμούσε νά βγαίνει μέ καμιά κο- πέλλα. 116 Ο ΝΕΑΡΟΣ: Τί θά πει: δ χειρότερος; Η ΓΑΑΑΤΟΓ: Είπα έγώ δ χειρότερος; Νά, άλλοτε γινό- τανε θηρίο δταν κάποιος έλεγε κάτι εναντίον στήν Ι- δέα. Έλεγε πάντα γιά τήν ίδέα καί γιά τόν εγωισμό τών ατόμων. Ο ΜΙΚΡΟΑΣΤΟΣ: Κι δμως, άνοίγουνε. Η ΔΕΓΤΕΡΗ ΓΓΝΑΙΚΑ: Στό κάτω-κάτω, πρέπει νά ζή- σουνε. (Άπό τό μισοφωτισμένο τώρα κρεοπωλείο βγαίνει μιά ; χοντρή γυναίκα. Στέκεται στό πεζοδρόμιο καί κοιτάζει ερευνητικά πέρα στό δρόμο. "Γστε- ρα γυρίζει στή γαλατού:) Η ΓΓΝΑΙΚΑ ΤΟΓ ΧΑΣΑΠΗ: Καλημέρα, κυρία Σλίχτερ. Μήπως είδατε τό Ρίχαρντ μου; "Επρεπε νά 'χει έρ- θει μέ τό κρέας άπό πολλή ώρα! (Ή γαλατού δέν τής απαντάει. "Ολοι τήν κοιτά- ζουνε. Καταλαβαίνει καί ξαναμπαίνει γρήγο- ρα στό μαγαζί.) Η ΓΑΛΑΤΟΓ: Κάνει σάν νά μήν έγινε τίποτα. "Ολα αυ- τά αρχίσανε προχτές, δταν δ γέρος έκανε τέτοια φα- σαρία, πού δλη ή πλατεία άκουσε τά ουρλιαχτά του. Τότε τόν σταμπάρησαν. Η ΔΕΓΤΕΡΗ ΓΓΝΑΙΚΑ: Δέν ξέρω τίποτα γιά δλα αυτά, κυρία Σλίχτερ. Η ΓΑΛΑΤΟΓ: Αλήθεια; Δέ δέχτηκε νά κρεμάσει στή βι- τρίνα τό χοιρομέρι άπό πεπιεσμένο χαρτόνι, πού τού φέρανε. Τό είχε παραγγείλει γιατί τόν διατάξανε, ε- πειδή γιά μιά βδομάδα δέν είχε τίποτα στή βιτρίνα, εκτός άπ' τόν τιμοκατάλογο. Τούς λέει: Δέν Ιχω πιά τίποτα νά βάλω στή βιτρίνα. Όταν ήρθανε μέ τό ψεύ- τικο χοιρομέρι, φέρανε καί μισό βόδι, τόσο ώραΐα φτιαγμένο, σάν αληθινό, άρχισε νά ουρλιάζει πώς δέ 117 βάζει ψεύτικο κρέας στή βιτρίνα του, κι ένα σωρό άλ- λα, πού δέν λέγονται. "Εβρισε καλά-καλά τήν κυβέρ- νηση, καί μετά πέταξε τά χάρτινα κρέατα στό ορό- μο. Τά μαζέψανε άπ' τις λάσπες. Η ΔΕΓΤΕΡΗ ΓΓΝΑΙΚΑ: Τς, τς, τς, τς. Ο ΜΙΚΡΟΑΣΤΟΣ: Απερίσκεπτοι πού είναι οί άνθρω- ποι! Η ΔΕΓΤΕΡΗ ΓΓΝΑΙΚΑ: "Ηθελα να ξερα πώς γίνεται νά χάνουν τό μυαλό τους έτσι οί άνθρο>ποι; Η ΓΑΛΑΤΟΓ: Κι ιδιαίτερα οί πιό πονηροί! (Αυτή τή στιγμή ανάβει ένα δεύτερο φώς στό κρεοπωλείο.) Η ΓΑΛΑΤΟΓ: Κοιτάξτε! (Δείχνει μέ έξαψη τή μισοφωτισμένη βιτρίνα.) Η ΔΕΓΤΕΡΗ ΓΓΝΑΙΚΑ: Κάτι είναι στή βιτρίνα! Η ΓΑΛΑΤΟΓ: Ό γέρο-Λέττνερ! Μέ τό παλτό του. Μά ποΰ είναι ανεβασμένος; (Φωνάζει ξαφνικά:) Κυρία Λέττνερ! Η ΓΓΝΑΙΚΑ ΤΟΪ ΧΑΣΑΠΗ (βγαίνει άπό τό μαγαζί) : Τί είναι; (Ή γαλατού δείχνει σιωπηλή τή βιτρίνα. Ή γυ- ναίκα τοΰ χασάπη ρίχνει μιά ματιά, στριγγλί- ζει καί πέφτει λιπόθυμη. Ή δεύτερη γυναίκα κι ή γαλατού τρέχουν πρός τό μέρος της.) Η ΔΕΓΤΕΡΗ ΓΓΝΑΙΚΑ (πισωγυρίζοντας) : Κρεμάστηκε μέσα στή βιτρίνα! Ο ΜΙΚΡΟΑΣΤΟΣ: Έχει κάτι κρεμασμένο άπ' τό λαιμό του. Η ΠΡΩΤΗ ΓΓΝΑΙΚΑ: Είναι ό τιμοκατάλογος. Κάτι γράφει. Η ΔΕΓΤΕΡΗ ΓΓΝΑΙΚΑ: Γράφει: «Ψήφισα τό Χίτλερ». 118 20 Ή έπί τοΰ ορούς ομιλία Τούς Χριστιανούς τούς αναγκάζουν οί απειλές τους νά κρύψουνε τίς δέκα εντολές τους, αλλιώς βρέχει χαστούκια κι ειρωνείες. Και δέν μπορούνε πιά νά έχουν τό Χριστό τους, τόν ειρηνόφιλο κι εβραϊκό Θεό τους : Νέοι θεοί τόν κυνηγούν, νέες θρη- σκείες. (Λύμπεκ, 1937. Καλύβα ενός ψαρά. Ό ψαράς κοίτε- ται ετοιμοθάνατος. Στό πλευρό του ή γυναίκα του καί, μέ τή στολή τής "Ες-"Α, ό γιός του. "Εχει έρθει ό παπάς.) Ο ΕΤΟΙΜΟθΑΝΑΤΟΣ: Πέ: μου, υπάρχει τίποτα μετά; () ΠΑΠΑΣ: Σάς βασανίζουνε αμφιβολίες; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Τίς τελευταίες μέρες Ιλεγε συνέχεια, πώς λένε κι υπόσχονται τόσα πολλά, πού τί νά πρωτοπι- στέψει κανένας. Μήν τόν παρεξηγήσετε, πάτερ μου. Ο ΠΑΠΑΣ: Μετά υπάρχει ή αιώνια ζωή. Ο ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ." Κι είναι καλύτερη άπό τούτη "δώ; 119 Ο ΠΑΠΑΣ: Ναί. Ο ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: Πρέπει νά 'ναι. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: "Εχει βασανιστεί πολύ, ξέρετε. Ο ΠΑΠΑΣ: Πιστέψτε με, δ θεός τό ξέρει αυτό. Ο ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: Λές; (Μετά άπό μιά παύση:) Έκεΐ ψηλά θά μπορούμε ν' ανοίξουμε πάλι τό στόμα μας, έτσι δέν είναι; Ο ΠΑΠΑΣ (κάπως συγχισμένος) : Τό λέει ή Γραφή: Ή πίστη μετακινεί βουνά. Πρέπει νά πιστεύεις.. Τότε θά 'ναι πιό εύκολο. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Μή νομίσετε πώς τού λείπει ή πίστη. Πάν- τα του κοινωνούσε. (Στόν άντρα της επίμονα:) Ό πά- τερ νομίζει πώς δέν πιστεύεις. "Ομως πιστεύεις, έτσι δέν είναι; Ο ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: Ναί... (Παύση.) Ο ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: "Ομως δέν υπάρχει τίποτ' άλλο. Ο ΠΑΠΑΣ: Τί εννοείς, δέν υπάρχει τίποτ' άλλο; Ο ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: Νά, δέν υπάρχει τίποτ' άλλο. Έτσι δέν είναι; Λέω δηλαδή, άν υπήρχε τίποτ' ϊλλο... Ο ΠΑΠΑΣ: Μά τί άλλο νά υπάρχει; Ο ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: "Ο,τι νά*'ναι. Ο ΠΑΠΑΣ: Έχεις τήν καλή σου γυναίκα καί το γιό σου. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Έχει εμάς, έτσι δέν είναι; Ο ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: Ναί... (Παύση.) Ο ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: θέλω νά πώ, άν γινότανε τίπο- τα στή ζωή... Ο ΠΑΠΑΣ: Νομίζω πώς δέ σέ καταλαβαίνω πολύ καλά! Μήπως εννοείς πώς πιστεύεις μόνο επειδή δλη σου ή ζωή ήτανε δλο κόπους καί βάσανα; 120 Ο ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ (κοιτάζει ερευνητικά γύρω του, ώσπου ανακαλύπτει τό γιό του) : Καί τώρα θά 'ναι καλύτερα γι' αυτούς. Ο ΠΑΠΑΣ: Εννοείς τή νεολαία; Ναί, τό ελπίζουμε. Ο ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: "Αν είχαμε μιά βάρκα μέ μη- χανή... Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Μά μή στεναχωριέσαι τώρα γι αυτά! Ο ΠΑΠΑΣ: Τώρα δέν πρέπει νά σκέφτεσαι τέτοια πράγ- ματα. Ο ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: Πρέπει. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: θά τά καταφέρουμε 'μεΙί• Ο ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: Κι άν γίνει πόλεμος; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: "Αστα αυτά τώρα. (Στόν παπά:) Τόν τε- λευταίο καιρό κουβεντιάζανε πολύ μέ τό μικρό γιά τόν πόλεμο. Δέ συμφωνούσανε. (Ό παπάς κοιτάζει τό γιό.) Ο ΓΙΟΣ: Δέν πιστεύει στήν ανάταση. Ο ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: Γιά πές μου, Αυτός έκεϊ πανω, θέλει νά γίνει πόλεμος; Ο ΠΑΠΑΣ (διστακτικά) *. Τό λέει ή Γραφή: Μακάριοι οί ειρηνοποιοί. Ο ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: "Ομως άν γίνει πόλεμος... Ο ΓΙΟΣ: Ό Φύρερ δέ θέλει πόλεμο! (Ό ετοιμοθάνατος κάνει μιά χειρονομία, αποκρού- οντας τήν τελευταία παρατήρηση.) Ο ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: "Αν λοιπόν γίνει πόλεμος... (Ό γιός κάτι πάει νά πει.) Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Σώπα έσύ τώρα. Ο ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ (στόν παπά, δείχνοντας τό γιό 121 του) : Πες σ' αυτόν έδώ αυτό γιά τους ειρηνοποιούς! Ο IIΑΠΑΣ: Είμαστε δλοι στά χέρια τοΰ θεού, μήν τό ξε- χνάς αυτό. Ο ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: θά τοΰ τό πε;ς; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Μά ό πάτερ δέν μπορεί νά κάνει τίποτα γιά νά μή γίνει πόλεμος, μήν είσαι παράλογος! Γι' αυτά τά πράγματα, καλύτερα νά μή μιλάει κανείς έτοΰτον τόν καιρό, έτσι δέν είναι, πάτερ μου; Ο ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: Ξέρετε, δλοι τους είναι απατεώ- νες. Δέν μπορώ ν' αγοράσω μηχανή γιά τή βάρκα μου. Στ' αεροπλάνα τους δμως βάζουνε μηχανές. Γιά τόν πόλεμο, γιά το μακελλειό. Κι δταν έχει φουρτού- να δέν μπορώ νά γυρίσω στό λιμάνι, γιατί δέν έχω μη- χανή. Τά καθάρματα! Πόλεμο θά κάνουνε! (Πέφτει πίσω εξαντλημένος.) Η ΓΓΝΑΙΚΑ (φέρνει φοβισμένη μιά λεκάνη μέ νερό καί τοΰ σκουπίζει μ' ένα πανί τόν ίδρο'ιτα) : Δέν πρέπει νά τ' ακούτε αυτά. Δέν ξέρει τί λέει. Ο ΠΑΠΑΣ: Ηρέμησε, κύριε Κλάαζεν. Ο ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: θά τοΰ πεις αυτό γιά τούς ειρη- νοποιούς ; Ο ΠΑΠΑΣ (μετά άπό μιά παύση) : Μπορεί νά τό διαβά- σει μόνος του, είναι στήν έπί τοΰ δρους ομιλία. Ο ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: Λέει πώ; δλ' αυτά είναι γιά έ- ναν Εβραίο καί δέν έχουν αξία. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Μήν ξαναρχίζει; τώρα μ" αυτά! Δέν τό πιστεύει αυτό, αυτά τ' ακούει άπ' τού; φίλους του. Ο ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ (στόν παπά) : Δέν έχουν άξια; Η ΓΓΝΑΙΚΑ (μέ μιά φοβισμένη ματιά στό γιό) : Μή φέ- ρεις τώρα τή δυστυχία σ' αυτόν τόν παπά, Χάννε;. Δέν πρέπει νά τόν ρωτάς τέτοια πράγματα. Ο ΓΙΟΣ: Γιατί νά μήν τόν ρωτήσει; Ο ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: "Εχουνε άξια, ναί ή δχι; 122 Ο ΠΑΠΑΣ (μετά άπό μιά μεγάλη σιωπή, βασανισμένα) : Ή Γραφή λέει: Τά τοΰ Καίσαρος τφ Καίσαρι καί τά τοΰ θεού τφ θεφ. (Ό ετοιμοθάνατος πέφτει πίσω. Ή γυναίκα τοΰ βάζει τό βρεμμένο πανί στό μέτωπο.) 123 21 Τό σύνθημα ΤΙαίρνουνε τά παιδιά και τά μαθαίνουνε άφοβα γιά τούς πλούσιους νά πεθαί- νουνε κι αυτό τούς φαίνεται εύκολο πολύ. Κι δμως ό θάνατος δέν είναι τόσο εύ- κολος : Στους μαθητές δείχνει τά δόντια του ό δάσκαλος κι αυτοί φοβούνται νά γίνουνε δειλοί. (Χέμνιτς, 1937. Μι& αίθουσα τής Χιτλερικής Νεολαίας. Μιά ομάδα αγόρια, τά περισσότερα 2- χουν κρεμασμένα άπ' τό λαιμό τους άντισφυξιο- γόνες μάσκες. Μιά ομάδα κοιτάζει Ινα αγόρι χω- ρίς μάσκα, πού είναι καθισμένο σ' Ιναν πάγκο καί κινεί ασταμάτητα τά χείλη του, σάν νά μαθαίνει κάτι.) ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΓΟΡΙ: Αυτός δέν έχει ακόμα. ΤΟ ΔΕΓΤΕΡΟ ΑΓΟΡΙ: Δέν τοΰ παίρνει ή μάνα του. ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΓΟΡΙ: Μά δέν ξέρει πώς τόν βασανίζου- νε γι' αυτό; ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΑΓΟΡΙ: "Αμα δέν υπάρχουν τά ψιλά... 124 ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΓΟΡΙ: Κι δ χοντρός τόν έχει τόσο πολύ στό μάτι! ΤΟ ΔΕΓΤΕΡΟ ΑΓΟΡΙ: Πάλι τό μαθαίνει. Τό σύνθημα. ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΑΓΟΡΙ: Τό μαθαίνει έδώ καί πέντε βδο- μάδες, κι είναι μόνο δυό στροφές. ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΑΓΟΡΙ: Τό ξέρει νεράκι άπό καιρό. ΤΟ ΔΕΓΤΕΡΟ ΑΓΟΡΙ: Κομπιάζει μόνο επειδή φοβάται. ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΑΓΟΡΙ: Έχει δμως πάντα μεγάλη πλά- κα, I; ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΓΟΡΙ: Νά ξεραίνεσαι. (Φωνάζει πέρα:) Τό 'μαθες Πσίρερ; (Τό πέμπτο αγόρι σηκώνει τό κεφάλι ενοχλημένο, καταλαβαίνει καί κουνάει καταφατικά τό κεφάλι του. Μετά συνεχίζει νά μαθαίνει τό ποίημα.) ΤΟ ΔΕΓΤΕΡΟ ΑΓΟΡΙ: Ό χοντρός δέν τόν χωνεύει επει- δή δέν έχει μάσκα. ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΑΓΟΡΙ: Αυτός λέει, επειδή δέ δέχτηκε νά πάει μαζί του σινεμά. ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΑΓΟΡΙ: Αυτό τ' άκουσα κι έγώ. Τό πι- στεύετε έσεΐς; ΤΟ ΔΕΓΤΕΡΟ ΑΓΟΡΙ: Δέν αποκλείεται. Ούτε έγώ δέν θά πήγαινα στό σινεμά μέ τό χοντρό. Άλλά έμέν* δέν τολμάει νά μοΰ πει. Ό γέρος μου θά τ' άλλαζε τά φώτα. ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΓΟΡΙ: Προσοχή, ό χοντρός! (Τ* αγόρια στέκουν προσοχή σέ δυό σειρές. Μπαί- νει ένας παχουλός ομαδάρχης. Χιτλερικός χαι- ρετισμός.) Ο ΟΜΑΔΑΡΧΗΣ: Καταμέτρηση! (Γίνεται ή καταμέτρηση.) Ο ΟΜΑΔΑΡΧΗΣ: Μάσκες! 125 (Τ' αγόρια φορούν τί; μάσκες. Μερ-.κά δμως δέν έχουν. Έτσ: κάνουν παντομίμα, χωρίς μάσκα.) f* ΟΜΑΔΑΡΧΗΣ: Πρώτα τδ σύνθημα. Ποιος θά μας τό πει; (Κοιτάζει γύρω, δήθεν αναποφάσιστος, υστέρα ξαφνικά:) Πσίρερ! Τδ ξέρεις τόσο καλά! (Τό πέμπτο αγόρι προχωρεί καί στέκεται έξω άπό τή σειρά. Είναι πολύ χλωμό.) Ο ΟΜΑΔΑΡΧΗΣ: Τό ξέρεις, ατσίδα μου; ΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΑΓΟΡΙ: Μάλιστα, κύριε δμαδάρχα. Ο ΟΜΑΔΑΡΧΗΣ: Τότε πάμε! Ή πρώτη στροφή! ΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΑΓΟΡΙ: Χά κοιτάς τό θάνατο στά μάτια! νά τό σύνθημα τής νέας εποχής. Κι άν στή μάχη σέ κάνουν κομμάτια στιγμή έσύ, ποτέ μή φοβηθείς. Ο ΟΜΑΔΑΡΧΗΣ: Μήν τά κάνεις απάνω σου! Συνέχισε! Ή δεύτερη στροφή! ΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΑΓΟΡΙ: Χτύπα, σκότωσε, μέ τό δπλο πυροβόλα! Τό ζητάει τής Γερμανίας... (Σταματάει κι επαναλαμβάνε: τά λόγια. Μερικά αγόρια συγκρατούν μέ δυσκολία τά γέλια.) Ο ΟΜΑΔΑΡΧΗΣ: Πάλι δέν τό μαθές; ΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΑΓΟΡΙ: Τό 'μαθα, κύριε όμαδάρχα. Ο ΟΜΑΔΑΡΧΗΣ: Σέ μαθαίνουν άλλα πράματα στό σπί- τι σου, έ; (Ουρλιάζει:) Συνέχισε! ΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΑΓΟΡΙ: Τό ζητάει τής Γερμανίας... ή τιμή. Γερμανός έσύ πάνω άπ' δλα. . . πάνω άπ' δλα Γερμανός έσύ πάνω άπ' δλα νά πεθάνεις... νά πεθάνεις έτοιμος σέ κάθε στιγμή. Ο ΟΜΑΔΑΡΧΗΣ: Αές κι είναι δύσκολο! 126 22 Στους στρατώνες γίνεται γνωστός ό βομβαρδισμός τής Άλμέρια "Ερχονται καί οί φαντάροι τούς ταΐζουν κουκουνάρι, κρέατα καί πάχη. Γιά νά πολεμούν γι' αυτόν δίχως νά ρωτούν γιά ποιόν γίνεται ή μάχη. (Βερολίνο, 1937. Φεβρουάριος. Είσοδος ενός στρατώνα. Διό αγόρια άπό εργατικές οικογένει- ες βγαίνουν κοιτάζοντας γύρω τους φοβισμένα κρατώντας κάτι τυλιγμένο σέ χαρτί.) ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΓΟΡΙ: Σήμερα είναι ταοαγμένοι, έ; ΤΟ ΔΕΓΤΕΡΟ ΑΓΟΡΙ: Λένε πώς μπορεί νά γίνει πόλε- μος. Γιά τήν Ισπανία. ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΓΟΡΙ: Μερικοί είναι άσπροι σάν σεντόνια. ΤΟ ΔΕΓΤΕΡΟ ΑΓΟΡΙ: Επειδή βομβαρδίσαμε τήν Άλμέ- ρια. Χτές βράδυ. ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΓΟΡΙ: Ποϋ είν' αυτό; ΤΟ ΔΕΓΤΕΡΟ ΑΓΟΡΙ: Στήν Ισπανία, ντέ. Ό Χίτλερ τηλεγράφησε ένα γερμανικό πολεμικό καράβι νά βομ- βαρδίσει αμέσως τήν Άλμέρια. Γιά τιμωρία. Επειδή 127 είναι δλοι κόκκινοι έκεΐ πέρα, καί γιά νά τά κάνουν απάνω τους γιά τδ Τρίτο Ράϊχ. Τώρα μπορεί ν' αρχί- σει πόλεμος. ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΓΟΡΙ: Καί τώρα τά 'χουνε κάνει απάνω τους αυτοί. ΤΟ ΔΕΓΤΕΡΟ ΑΓΟΡΙ: Ναί, τούς έχει πάει νά. ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΓΟΡΙ: Τότε γιατί κάνουνε τούς έξυπνους, άφοΰ τούς πάει νά, μή γίνει πόλεμος; ΤΟ ΔΕΓΤΕΡΟ ΑΓΟΡΙ: Κάνουνε τούς έξυπνους γιατί Ιτσι θέλει δ Χίτλερ. ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΓΟΡΙ: Μά δ,τι θέλει δ Χίτλερ θέλουνε κι αυτοί. "Ολοι τους είναι μέ τδ Χίτλερ. Επειδή έφτια- ξε τή νέα Βέρμαχτ. ΤΟ ΔΕΓΤΕΡΟ ΑΓΟΡΙ: Αύτδ είν' αλήθεια. (Παύση.) ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΓΟΡΙ: Τί λές, νά βγούμε τώρα; ΤΟ ΔΕΓΤΕΡΟ ΑΓΟΡΙ: Περίμενε λίγο μήν πέσουμε πά- νω σέ κανένα λοχαγό. Γιατί κι εμάς θά μάς τά πάρει δλα, κι εκείνοι καήκανε. ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΓΟΡΙ: "Ομως είν' εντάξει άνθρωποι, πού μάς άφήνουνε κι ερχόμαστε κάθε μέρα. ΤΟ ΔΕΓΤΕΡΟ ΑΓΟΡΙ: Κι αυτοί δέν ήσαν εκατομμυρι- ούχοι στά ?σπίτια τους. Ξέρουνε. Ή μάνα μου παίρνει μόνο δέκα μάρκα τή βδομάδα, κι είμαστε τρεις. "Ολο πατάτες. ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΓΟΡΙ: Αυτοί έδώ δμως έχουνε ωραίο φαί. Σήμερα κεφτέδες. ΤΟ ΔΕΓΤΕΡΟ ΑΓΟΡΙ: Τί σοΰ δώσανε σήμερα; ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΓΟΡΙ: Μιά μερίδα, δπως κάθε φορά. Γιατί; ΤΟ ΔΕΓΤΕΡΟ ΑΓΟΡΙ: Έμενα σήμερα μοΰ δώσανε δυό. ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΓΟΡΙ: Γιά νά δώ. Έμενα μοΰ δώσανε μιά μόνο. (Τό δεύτερο αγόρι τοϋ δείχνει.) 128 ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΓΟΡΙ: Του; είπε; τίποτα; ΤΟ ΔΕΓΤΕΡΟ ΑΓΟΡΙ: Όχι. Καληαέρα, δπιος πάντα. ΤΟ ΙΙΡΏΤΟ ΑΓΟΡΙ: Δέν τό καταλαβαίνω αυτό. Κι έγώ τους είπα Χάιλ Χίτλερ, όπιο; πάντα. ΤΟ ΔΕΓΤΕΡΟ ΑΓΟΡΙ: Περίεργο. "Εμένα μοΰ δώσανε δυό μερίδες. ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΓΟΡΙ: Τί 'ναι τοΟτο πάλι; Δέν τό κατάλα- βα ί νιο. ΤΟ ΔΕΓΤΕΡΟ ΑΓΟΡΙ: Οδτε 'γώ. Έλα νά τό στρίβου- με τώρα. (Φεύγουν τρέχοντα; γρήγορα.) 9 23 Εξεύρεση εργασίας Νά κι αυτοί πού βρίσκουνε δουλίτσα στόν κοσμάκη στά μάτια τους οί εργατικοί εΐν' 6να παιχνιδάκι πού όπου θέλουνε αυτοί τό βάζουν καί τό χώνουν. Τώρα τούς δίνουνε δουλειά, τούς βά- ζουνε στόν τόρνο στοΰ πόλεμου τίς μηχανές πού θέλουνι: γιά φόρο ίδρωτα κι αίμα εργατικό. Κι οί εργά- τες τόν πληρώνουν. (Σπάνταου, 1937. "Ενας εργάτης, γυρίζοντας σπίτι του βρίσκει έκεΐ μιά γειτόνισσα του.) Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Καλημέρα, κύριε Φένν. "Ηθελα νά δα- νειστώ λίγο ψωμί άπ' τή γυναίκα σας. "Εχει βγει γιά λίγο. 0 ΑΝΤΡΑΣ: Ευχαρίστως, ευχαρίστως, κυρία Ντήτς. Τί λέτε γιά τή δουλειά πού βρήκα; Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Ναί, τώρα βρίσκουνε δλοι δουλειά. Στό 130 καινούργιο εργοστάσιο δέν είσαστε; Έκεΐ πού κάνουνε τά βομβαρδιστικά; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ναί. Χιλιάδες. Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Τώρα τά θέλουνε γιά τήν Ισπανία. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί γιά τήν Ισπανία ειδικά; Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Ακούμε ένα σωρό γι' αυτά πού στέλ- νουνε. Είναι ντροπή. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Καλύτερα νά προσέχετε τή γλώσσα σας. Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Τώρα είσαστε κι έσεΐς άπ' αυτούς; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δέν είμαι τίποτα. Κάνω τή δουλειά μου. Μά ποΰ εϊν' ή Μάρθα; Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: "Ισως είναι καλύτερα νά σάς προετοι- μάσω. "Ισως είναι δυσάρεστο. "Οταν μπήκα, ήταν έ- δώ δ ταχυδρόμος κι άφησε Ινα γράμμα, πού έφερε με- γάλη ταραχή στή γυναίκα σας. Λέω νά δανειστώ κα- λύτερα τό ψωμί άπό τούς Σήρμανς. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μπά! (Φωνάζει:) Μάρθα! (Μπαίνει ή γυναίκα του. Φοράει πένθος.) Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τί έπαθες; Ποιος πέθανε; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Ό Φράντς. Ήρθε Ινα γράμμα. (Τοΰ δίνει τό γράμμα.) Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Γιά όνομα τοΰ θεοΰ! 'Από τί; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ήταν ατύχημα. Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ (δύσπιστα) : Ήταν πιλότος, Ιτσι δέν εί- ναι; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ναί. Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Κι έπαθε δυστύχημα; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Στό Στέττιν. Σέ μιά νυχτερινή άσκηση στό πεδίο γυμνασίων τοΰ στρατεύματος, Ιτσι γράφει έδώ. Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Δέν έπαθε δυστύχημα! Σέ ποιόν τά που- λάνε αυτά! Ο ΑΝΤΡΑΣ: Έγώ σάς λέω μόνο τί γράφει έδώ. Τό γράμ¬ 131 μα είναι άπό τή διοίκηση τοΰ στρατοπέδου. Η ΓΕΙΤΌΝΙΣΣΑ: Καί σάς είχε γράψει τόν τελευταίο και- ρό; Άπό τό Στέττιν; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μήν ταράζεσαι Μάρθα. Λέ βοηθάει σέ τί- ποτα. Η ΓΓΝΑΙΚΑ (μέ λυγμούς) : Ναί, τό ξέρω. Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Κι ήτανε τόσο εντάξει παιδί ό αδερφός σας! Νά σάς κάνω λίγο καφέ; Ο ΑΝΤΡΑΣ: 'Άν έχετε τήν καλοσύνη, κυρία Ντήτς. Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ (γυρεύοντας ένα κατσαρόλι) : Αυτά εί- ναι μεγάλα χτυπήματα. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: "Αντε νά πλυθείς, Χέρμπερτ. Δέν τήν πει- ράζει τήν κυρία Ντήτς. Ο ΑΝΤΡΑΣ: "Εχουμε καιρό γι' αυτό. Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Καί σάς είχε γράψε•, άπό τό Στέττιν; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τά γράμματα του ερχόντουσαν πάντα άπό τό Στέττιν. II ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ (μέ μιά ματιά) : "Α, Ιτσι. Μήπως ήτα- νε κι αυτός στά νότο; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τί θα πεί στό νότο; Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Κάτω στό νότο, στήν ωραία Ισπανία. Ο ΑΝΤΡΑΣ (Ινώ ή γυναίκα του ξεσπάει σέ λυγμούς) : Συγκρατήσου λοιπόν, Μάρθα. Δέν κάνει νά μ^άτε έ- τσι, κυρία Ντήτς. Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: "Ηθελα νά'ξερα τί θά σάς λέγανε στό Στέττιν, άν πηγαίνατε νά ζητήσετε τό σώμα του; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δέ θά πάω στό Στέττιν. Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Τί ωραία καί καλά πού τά κουκουλώ- νουνε δλα. Αυτοί πάνε νά παραστήσουνε πώς είν' η- ρωισμός νά μήν αφήνουμε νά βγει τίποτα στό φως. "Η- τανε Ινας στή Δημαρχία, καί κοκκορευότανε πόσο πο- νηρά κρύβουνε τόν πόλεμο τους. "Οταν Ινα τέτοιο βομ- βαρδιστικό χτυπηθεί, αυτούς πού είναι μέσα, άπό τ' άλλα βομβαρδιστικά τούς ρίχνουνε μέ τά πολυβόλα,. στους ανθρώπους τους τούς ίδιους, γιά νά μή μαρτυ- ρηθούνε στους κόκκινους άπό ποΰ έρχονται. 132 Η ΓΓΝΑΙΚΑ (πού τής έρχεται λιποθυμία) : Δώσ' μου λί- γο νερό, Χέρμπερτ, δέν είμαι καθόλου καλά. Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Στ' αλήθεια, δέν ήθελα νά σάς ταράξω ακόμα πιό πολύ, μονάχα, νά: πώς τά κουκουλώνου- νε! Ξέρουνε πολύ καλά πώς είναι έγκλημα καί πώς δ πόλεμος τους δέν αντέχει στό φώς. Σοΰ λένε: δυ- στύχημα σέ άσκηση! Σέ τί τούς ασκούνε; Στόν πόλε- μο τούς ασκούνε! Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τουλάχιστον, μή μιλάτε τόσο δυνατά έδώ μέ- σα. (Στή γυναίκα του:) Είσαι /.αλύτερα; Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Είσαι κι έσύ άπ' αυτούς πού κρατάνε σιγή τάφου. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Γιά κάντε μου τή χάρη! Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Χέρμπερτ! Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Ναί, γιά κάντε μου τή χάρη, λέει. Ε- πειδή βρήκατε δουλειά! Μά κι δ γαμπρός σας βρήκε δουλειά! "Επαθε «δυστύχημα» μ' ένα άπό τά πραγμα- τάκια πού φτιάχνετε σεις στό εργοστάσιο. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αυτό πάει πολύ, κυρία Ντήτς. "Ενα άπό τά πραγματάκια πού φτιάχνω! Τί φτιάχνουν οί άλλοι; Τί φτιάχνει ό άντρας σας; Λάμπες, έτσι; Μήπως αυ- τές δέν είναι γιά τόν πόλεμο; Αυτές είναι μονάχα γιά φωτισμό, θά μοΰ πεΐτε! Καί. γιά ποΰ είν' δ φωτισμός; Τί φωτίζεται; Φωτίζονται τά τάνκς! "Η τά πολεμι- κά καράβια! "Η αυτά τά πραγματάκια! Πάντως ό άντρας δ δικός σας φτιάχνει αθώες λάμπες! Μά θεέ μου, δέν υπάρχει πιά τίποτα πού νά μήν είναι γιά τόν πόλεμο! Ποΰ θέλετε νά βρώ δουλειά, άν πώ: δέ δου- λεύω γιά τόν πόλεμο; Νά πεθάνω τής πείνας θέ- λετε ; Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ (σιγανά) : Δέ λέω νά πεθάνετε τής πεί- νας. Καί βέβαια έπρεπε νά πάρετε τή δουλειά. Λέω μονάχα γι' αυτούς τούς φονιάδες! Ωραίες δουλειές βρίσκουνε! Ο ΑΝΤΡΑΣ (σοβαρά) : Κι έσύ, Μάρθα, δέν πρέπει νά γυρίζεις έτσι, μέ τά μαύρα. Δέν τό θέλουνε αυτό. 133 Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Τίς ερωτήσεις δέ θέλουνε, γιατί φορά- τε πένθος. Η ΓΓΝΑΙΚΑ (ήρεμα) : Εννοείς πώς πρέπει νά τά βγάλω; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ναι, αλλιώς θά χάσω πάλι τή δουλειά μου. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Δέν τά βγάζω. " Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τί θά πει αυτό; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Δέν τά βγάζω. Πέθανε δ αδερφός μου. θά τόν πενθήσω. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μά άν δέν τά είχες, άν άς πούμε τά 'χε α- γοράσει ή Ρόζα τότε πού πέθανε ή μάνα της, δέ θά 'χες μαύρα νά βάλεις. Η ΓΓΝΑΙΚΑ (φωνάζει) : Δέ θά μοΰ άπαγορέψουνε καί νά βάλω πένθος! Δέν μπορούνε νά μοΰ σφάζουνε τόν α- δερφό μου καί νά μοΰ άπαγορεύουνε νά τόν κλάψω! Τέτοια πράγματα δέν έχουνε ξαναγίνει ποτέ! Τέτοια απανθρωπιά δέν ξαναέχει δει ό κόσμος! Αυτοί είναι φονιάδες, κακούργοι! Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ (ένώ δ άντρας, άφωνος άπό' φρίκη, μένει ακίνητος) : Κυρία Φένν! Ο ΑΝΤΡΑΣ (βραχνά) : Έτσι πού μιλάς μπορεί νά μάς συμβεί κάτι πολύ χειρότερο άπ' τό νά χάσω τή δου- λειά μου. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Τότε άς μέ πιάσουνε. Αυτοί έχουνε στρατό- πεδα συγκέντρωσης καί γιά γυναίκες. "Ας μέ χώσου- νε μέσα, τί μέ νοιάζει, άφοΰ σκοτώσανε τόν αδερφό μου! Τί δουλειά είχε στήν Ισπανία; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μήν αναφέρεις τήν Ισπανία! Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: θά σάς φέρουνε δυστυχία αυτές οί κου- βέντες, κυρία Φένν! Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Γιά νά μή σέ διώξουνε άπ' τή δουλειά θά σωπάσουμε; Γιά νά μήν ψοφήσουμε, άν δέν τους κά- νουμε τά βομβαρδιστικά τους; Κι άν τούς τά κάνου¬ 134 με, μήπυ)ς δέ θά ψοφήσουμε; Σάν τόν Φράντς; Κι αύ- τουνοΰ τοΰ βρήκανε θέση!. "Ενα μέτρο κάτω άπ' τό χώμα. Αυτή τή θέση τήν έβρισκε καί "3ώ. Ο ΑΝΤΡΑΣ (πάει νά τής κρατήσει τό στόμα κλειστό) : Σώπα λοιπόν! Δέν ωφελεί σέ τίποτα αυτό! Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Τότε τί ωφελεί; Κάντε λοιπόν κάτι πού νά ωφελεί! 135 24 Δημοψήφισμα Κι όταν τούς είδαμε νά φεύγουν στή σειρά μέ όλη μας τή δύναμη φωνάξαμε : Παι- διά ! δέ θέ νά πει κανένας σας τό «όχι» : Δέν είναι δυνατό νά μένετ' ήσυχοι. Ό πόλεμος πού σας τραβάνε, δύστυχοι, δικός σας πόλεμος δέν είναι, όχι. (Βερολίνο, 13 Μαρτίου 1938. Σέ μιά εργατική κατοικία δυό εργάτες καί μιά γυναίκα. Τό μι- κρό δο>μάτιο είναι μπλοκαρισμένο άπό ενα κον- τάρι σημαίας. Άπό τό ραδιόφωνο ακούγονται φο- βερές ιαχές, καμπάνες καί βόμβος άπό αεροπλά- να. Μιά φωνή λέει: «Καί τώρα, ό Φύρερ μπαίνει στή Βιέννη».) Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Είναι σά χείμαρρος. Ο ΓΕΡΟΝΤϋΤΕΡΟΣ ΕΡΓΑΤΗΣ: Ναί, ή μιά νίκη μετά τήν άλλη. Ο ΝΕΟΤΕΡΟΣ ΕΡΓΑΤΗΣ: Καί γιά μάς ή ήττα. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Έτσι είναι. Ο ΝΕΟΤΕΡΟΣ: 'Άκου πώς φωνάζουνε! Λές καί κερόίσα- νε τίποτα. 13Κ Ο ΙΈΡΟΝΤΟΤΕΡΟΣ: Κερδίσανε. Ένα στρατό κατοχής. Ο ΝΕΟΤΕΡΟΣ: Κι ύστερα σοΰ λέει δημοψήφισμα. «Έ- νας λαός, ένα Ράιχ, ενας Φύρερ. Τδ θέλεις αυτό Γερ- μανέ»; Κι έμεΐς νά μή μποροΰμε νά βγάλουμε οδτε μιά μικρή προκήρυξη γΓ αυτό τό δημοψήφισμα. Έ- δώ, στό Νώυκαιλλν, στήν έργατούπολη. Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Γιατί δέν μποροΰμε; Ο ΝΕΟΤΕΡΟΣ: Πολύ επικίνδυνο. Ό ΙΈΡΟΝΤΟΤΕΡΟΣ: Τώρα πού χάθηκε κι ό Κάρλ. Ποΰ νά βρούμε τις διευθύνσεις; Ό ΝΕΟΤΕΡΟΣ: Καί δέν έχουμε κι έναν άνθρωπο γιά νά συντάξει τό κείμενο. Π ΓΥΝΑΙΚΑ (δείχνει τό ραδιόφωνο) : Αυτός είχε εκατό χιλιάδες ανθρώπους γιά τήν επίθεση του. Κι εμάς μάς λείπει ένας άνθρωπος. Ώραΐα. "Αν αυτός τά εχει δ- λα, τότε αυτός θά νικήσει. Ό ΝΕΟΤΕΡΟΣ (θυμωμένα) : Δηλαδή, δέ μάς λείπει ό Κάρλ; II ΓΓΝΑΙΚΑ: "Αν επικρατεί έδώ τέτοιο πνεύμα, καλύτε- ρα θά 'ναι νά τό διαλύσουμε. Ο ΓΕΡΟΝΤΟΤΕΡΟΣ: Σύντροφοι, δέν έχει νόημα νά υπο- κρινόμαστε έδώ. Ή έκδοση μιάς προκήρυξης γίνεται δλο καί πιό δύσκολη. Έτσι είναι. Δέν μποροΰμε νά κάνουμε πώς δέν ακούμε (δείχνει τό ραδιόφωνο) τά ουρλιαχτά τους. (Στή γυναίκα:) Πρέπει νά παραδε- χτείς, πώς δλοι μας, κάθε φορά πού άκοΰμε κάτι τέ- τοιο, νιώθουμε πώς γίνονται δλο καί πιό δυνατοί. Δέν είναι πραγματικά σάν ένας λαός; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Είναι σάν είκοσι χιλιάδες μπεκρήδες, πού τούς δώσανε τζάμπα μπύρα. Ο ΝΕΟΤΕΡΟΣ: Μήπως δμως αύτη τή γνώμη τήν έχουμε μονάχα έμεΐς; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Ναί. Έμεΐς κι δσοι είναι σάν κι εμάς. (Ή γυναίκα ίσιωνε•, ένα μικρό τσαλακωμένο χαρτί.) 137 Ο ΙΈΡΟΝΤΟΤΕΡΟΣ: Τί είν' χυτό; Η ΓΓΝΑΙΚΑ: Είναι τό αντίγραφο ενός γράμματος. Mix κι έχε: τόση ϊ^σαρία μπ. •ο νά σάς το διαβάσω. (Διαβάζει.) «Αγαπημένε μου γιε! Αϋριο δέ θά υπάρχω. 01 εκτε- λέσεις γίνονται συνήθως στις έξι τό πρωί. "Ομως σοΰ γρά- φο.), επειδή θέλο) νά ξέρεις, πώς οί ιδέες μου δέν άλλαξαν. Δεν έκανα αίτηση χάριτος, γιατί δέν έχω κάνει κανένα έγκλημα. Απλώς υπηρέτησα τήν τάξη μου. "Αν καί μοιά- ζει σάν νά μήν κατάφερα τίποτα, αυτό δέν είν' αλήθεια. Ό καθένας στή θέση του. Αυτό πρέπει νά 'ναι τό σύνθη- μα μας! 'II αποστολή μας είναι δύσκολη, άλλά είναι καί ή μεγαλύτερη ποΰ υπάρχει: Νά έλευθερο')σουμε τήν αν- θρωπότητα άπό τούς καταπιεστές της. "Εξω άπ' αυτό δέν εχει αξία ή ζο>ή. "Αν δέν τό'χουμε πάντα στό μυαλό μας, δλη ή ανθρωπότητα θά βουλιάξει στή βαρβαρότητα. Έσύ είσαι ακόμα πολύ μικρός, άλλά δέ βλάφτει καθόλου νά σκέ- φτεσαι πάντα μέ ποιά πλευρά είσαι. Κρατήσου στήν τάξη σου, τότε ό πατέρας σου δέ θά 'χε? υποφέρει άδικα τό δύ- σκολο πεπρωμένο του. Γιατί δέν είναι εύκολο. Φρόντιζε τή μητέρα σου καί τ' αδέρφια σου. Έσύ είσαι ό μεγαλύ- τερος. Πρέπει νά είσαι έξυπνος. Σάς χαιρετάει δλους, ό πατέρας σου πού σ' αγαπάει.» Ο ΓΕΡΟΝΤΟΤΕΡΟΣ: Λοιπόν δέν είμαστε καί τόσοι λίγοι. Ο ΝΕΟΤΕΡΟΣ: Λοιπόν, τί πρέπει νά γράφει ή προκήρυ- ξη γιά τό δημοψήφισμα; Η ΓΓΝΑΙΚΑ (σκεπτική) : Καλύτερα μιά μόνο λέξη: ΟΧΙ! 138 ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Τό «Τρόμος καί αθλιότητα τοϋ Τρίτου Ράϊχ» βασίζε- ται σέ μαρτυρίες αυτόπτων καί σέ σημειώσεις εφημερίδων. Οί σκηνές τυπώθηκαν τό 1938 άπό τόν εκδοτικό οί- κο Μάλικ της Πράγας, άλλά δέν πρόφτασαν νά διοχετευ- τούν έξ αιτίας της χιτλερικής εισβολής. Μιά επεξεργασία γιά τήν Αμερική ανεβάστηκε στή Νέα Υόρκη καί στό Σάν Φραντσίσκο, μέ τόν τίτλο <Ή ι- διωτική ζωή τής κυρίαρχης ράτσας». Περιλαμβάνει: στό Ιο μέρος τις σκηνές 2, 3, 4, 13 καί 14, στό 2ο μέρος τίς σκηνές 8, 9, 6, καί 10, στό 3ο μέρος τίς σκηνές 15, 19, 17, 11, 18, 1G, 20 καί 24.. Τό βασικό στοιχείο τής σκηνογραφίας είναι τό κλασσι- κό θωρακισμένο όχημα τοΰ ναζιστικού στρατού. Παρουσιά- ζεται τέσσερις φορές, στήν άρχή, ανάμεσα στά μέρη, καί στό τέλος. Ανάμεσα στις μεμονωμένες σκηνές ακούγεται μιά φωνή κι ο θόρυβος τοϋ θωρακισμένου. Αυτός ό θόρυ- βος ακούγεται καί κατά τή διάρκεια τών σκηνών, δταν κο- ρυφώνεται ή τρομοκρατία, πού θά δδηγήσει τούς ανθρώ- πους στό πολεμικό δχημα. Γιά παράδειγμα: ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Στους ήχους ενός βάρβαρου εμβατηρίου παρουσιάζε- ται άπό τό σκοτάδι ένας μεγάλος σηματοδότης μέ τήν επι- γραφή: ΠΡΟΣ ΠΟΑΩΝΙΑΝ, καί δίπλα της τό θωρακισμέ- νο. Έχει πλήρωμα δώδεκα ώς δεκάξι στρατιώτες, ποΰ κρα- τάνε τά δπλα τους ανάμεσα στά γόνατα τους, φοράνε κρά- νη καί τά πρόσωπα τους είναι κάτασπρα σάν κιμωλία. 139 Ακολουθεί χορός: Όταν λοιπόν ό Φύρερ... . . .μ' ατσαλένιο χέρι. Σκοτεινάζει ξανά, Τό υπόκωφο βουητό τοΰ θωρακισμέ- νου κρατάει ακόμα μερικά δευτερόλεπτα. "Γστερα ή σκη- νή φωτίζεται πάλι, καί βλέπουμε μιά εσωτερική σκάλα. Πάνω άπό τή σκηνή κρέμονται μεγάλα, μαύρα γράμματα: Μπρέσλαου, Σοΰστεργκάσσε 2. Ακολουθεί: ή ΣΚΗΝΗ 2. Ακολουθεί: ΦΩΝΗ: "Ετσι πρόδινε ό γείτονας... ...πάνω σ' ένα θωρακισμένο. ΧΟΡΟΣ ΤΟΓ ΠΛΗΡΏΜΑΤΟΣ ΤΟΓ ΘΩΡΑΚΙΣΜΕΝΟΓ Πριν άπό τό Πρώτο Μέρος: Όταν λοιπόν ό Φύρερ έβαλε σέ τάξη τή Γερμανία δ ίδιος μ' ατσαλένιο χέρι, διάταξε εμάς αυτήν τήν τάξη νά επιβάλουμε μέ τών δπλων τή δύναμη σ' δλες τις άλλες χώρες, Καί νά πώς ξεκινήσαμε πελώριοι —μιά μέρα τοΰ Σεπτέμβρη— ύπακούγοντας τούς αξιωματικούς μας, γρήγορα σάν τόν κεραυνό νά κατακτήσουμε γι' αυτούς μιάν αρχαία πόλη, ψηλά στήν Πολωνία. Καί τά θωρακισμένα μας τά είδε γρήγορα ή Ευρώπη πασαλειμένα μ' αίματα άπ' τό Βόλγα ώς τό Σηκουάνα Γιατί ό Φύρερ μας μάς έκανε ένα λαό κυρίαρχο>ν μέ ατσαλένιο χέρι. Πριν άπό τό Δεύτερο Μέρος: 140 Προδοσία καί διχόνοια, νά τοΰ κόσμου ή κατάρα καί τό θωρακισμένο προχωρεί: Ή διχόνοια μάς γνέφει μέ τό άσπρο της μαντήλι κι ή προδοσία ξεσυρτώνει τις πύλες. Καί βλέπουμε τό άρμα μας νά τρέχει νικηφόρο στής Δανίας τόν πορθμό, τσαλαπατώντας τής Φλάντρας τά γεννήματα. Κι οι λαοί ποΰ δέ θέλουνε νά δουν τή νέα τάξη πέφτουν κάτω άπό τις ρόδες τοΰ χιτλερικού τοΰ τάνκ. Γιατί αυτό πού έκανε πρώτα στή γερμανική τή χώρα γιά τής Ευρώπης δλης τό καλό θέ νά τό κάνει τώρα. Άπ' τής Μεσόγειος τ' ακρογιάλια ώς τό βόρειο τόν πόλο θά φυτέψει σήμα τής νέας τάξης τόν άγκυλωτό σταυρό. Πριν άπό τό Τρίτο Μέρος: Γιατί τό άρμα μας τό έφτιαξε ό Κρούπ τοΰ Μπόλεν κι ό κύριος Τύσσεν τοΰ βίδιοσε τις ρόδες, τρεις τράπεζες γνωρίζανε ποΰ βρίσκεται τό καθετί καί ξέραν δώδεκα μαθητές τό πώς καί πότε. Μετά τό Τρίτο Μέρος: Μά τόν τρίτο τό χειμώνα τό θωρακισμένο τής παγκόσμιας κυριαρχίας σταματάει ξαφνικά. Καί μάς πιάνει ένας φόβος, πήγαμε πολύ μακριά κι είν' απίθανο νά δοΰμε τήν πατρίδα μας ξανά. Γιατί καθώς πηγαίναμε γιά τήν Ανατολή σκέπασε χιόνι τ' αρχηγού μας τήν κορώνα. Πρώτη φορά τό άρμα μας δέν προχωρούσε, τόν τρίτο χρόνο στων φτωχών τή χώρα. Δούλοι έμεϊς κινήσαμε τόν κόσμο νά δουλώσουμε καί βιασμένοι φέραμε τή βία. Τώρα δεξιά κι αριστερά μας θάνατος, μακριά ή πατρίδα καί τό κρύο βαρύ. 141 Η ΦΩΝΗ Μετά τή 2η σκηνή: "Ετσι πρόδινε ό γείτονας τό γείτονα Ιτσι κομματιάζονταν οί φτωχοί άνθρωποι κι ή Ιχθρα φούντωνε σέ γειτονιές καί σπίτια κι Ιμεΐς μέ σιγουριά βαδίζαμε καί φορτώναμε μέσ' στό θωρακισμένο μας καθέναν πού δέν είχ' εξοντωθεί: προδομένοι καί προδότες, ολόκληρος Ινας λαός «' Ινα θωρακισμένο απάνω. Μετά τήν 3η σκηνή: Άπ' τίς φάμπρικες καί τίς κουζίνες καί τούς άνεργους παίρναμ' ανθρώπους γιά τό άρμα μας. "Ενας φτωχός μάς έφερνε τόν άλλον μέ τό φιλί τοΰ Ιούδα τόν δεχόμαστε μέ φιλικά χτυπήματα στόν ώμο τούς παίρναμε στό άρμα μας. Μετά τήν 4η σκηνή: Τοΰ λαοΰ ή διχόνοια μάς έκανε μεγάλους οί αιχμάλωτοι μας δέρνονταν ακόμα στά στρατόπεδα κι ύστερα δλοι τους βρεθήκανε στό άρμα μας. Μαζί μας οί πολιτικοί κρατούμενοι κι οί δεσμοφύλακες μαζί μας. Βασανισμένοι καί βασανιστές δλοι μαζί στό άρμα μας. Μετά τήν 13η σκηνή: Καλούς εργάτες φορτώναμε χειροκροτήματα καλούς εργάτες φορτώναμε απειλές. 142 Τούς βάζαμε τριαντάφυλλα στό μαύρο εργαστήρι καί τούς Ές-Ές στήν έξοδο. Μέ τά χειροκροτήματα καί μέ τά πολυβόλα φορτώσαμε τό άρμα μας μ' εργάτες. Πριν άπό τήν 8η σκηνή: Μέ τά παιδιά τους σφιχτά στήν αγκάλη οί μάνες τής Βρεττάνης κοιτούν αλαφιασμένες στόν ουρανό τις εφευρέσεις τών σοφών μας. Γιατί υπάρχουν καί σοφοί στο άρμα μας καί μαθητές εκείνου τοΰ Αϊνστάιν μόνο πού μετεκπαίδευση τούς έκανε ό Χίτλερ τούς έμαθε τό τί εστί ή "Αρεια επιστήμη. Πριν άπό τήν 9η σκηνή: Κι ένας γιατρός απάνω στ" άρμα μας πού καθορίζει ποιες γυναίκες άνθρακοίρύχιυν Πολωνών θά πανε στά μπορντέλα τής Κρακοβίας. Καί κάνει τή δουλειά του χωρίς μεψιμοιρίες γιατί θυμάται πώς έχασε κι αυτός κάποια γυναίκα πού ήτανε Εβραία κα'ι τήν έδιωξε γιατί ό "Αρειος ποτέ δέ ζευγαρώνεται στήν τύχη ό Φύρερ καθορίζει ποιος μέ ποιάν θά κοιμηθεί. Πριν άπό τήν 6η σκηνή: Κι είναι καί δικαστές μέσ' στό θωρακισμένο μας ξέρουν νά δένουν ομήρους, νά πιάνουν χίλια θύματα κατηγορώντας τα γιά Γάλλους, μόνο καί μόνο άπό αγάπη στήν πατρίδα. Γιατί στά δάχτυλα τους παίζουνε τό "Αρειο τό δίκαιο καί τί ζητιέται άπ' αυτούς γνωρίζουν. Πριν άπό τή 10η σκηνή: Κι έχουμε κι ένα δάσκαλο στό άρμα μας που τώρα είναι λοχαγός μέ κράνος σιδερένιο καί παραδίνει πιά τό μάθημα μονάχα στης Νορβηγίας τούς ψαράδες καί στής Καμπάνιας τους αμπελουργούς γιατί μιά μέρα έδώ καί χρόνια έφτά —ή ανάμνηση χλωμιάζει μά δέ φεύγει — Εμαθε δ "ίδιος μέσ' στό ίδιο του τό σπίτι νά μή χωνεύει τούς χαφιέδες. Κι δπου κι άν πάμε στρέφουμε τό γιο ενάντια στόν πατέρα καί τό φίλο κάνουμε τοΰ φίλου του εχθρό. Καί στις ξένες χώρες δέν κάναμ' άλλο άπ' αυτό πού στή δική μας κάναμε. Πριν άπό τή 19η σκηνή: Καί δέν υπάρχει άλλη υπόθεση έκτος άπ' τή δική μας και κανένας δέν ξέρει γιά πόσο είναι μαζί μας. Πριν άπό τή 17η σκηνή: Καί νά μας, πεινασμένοι σάν ακρίδες ν' αδειάζουμε ολόκληρη μιά χώρα σέ μιά βδομάδα μέσα. Γιατί μάς δίνανε κανόνια κι δχι βούτυρο κι δ επιούσιος άρτος άπό πίτουρο. Πριν άπό τήν 11η σκηνή: Κι δπου πάμε οί μανάδες κινδυνεύουνε, καί τά παιδιά. γιατί ούτε τά δικά μας τά γερμανικά παιδιά δέν τά σώσαμε. Πριν άπό τήν 18η σκηνή: Καί τό στάρι σας δέν είναι μέσ' στις αποθήκες σίγουρο 144 Οδτε τά ζώα σας στο σταϋλο. Γιατί καί τα δικά μας ζώα μάς τ' άρπάξανε. ΠρΙν άπδ τήν 20η σκηνή: Κι υπάρχει μόνο Ινας θεός: δ Αδόλφος Χίτλερ. Ηρίν άπό τήν 24η σκηνή: Καί καταπιέζουμε τούς άλλους τούς λαούς καθώς πού καταπιέσαμε καί τό δικό μας. 10