Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2009

Το δίλλημα ή το δίλημμα τελικά (;) του Pirandello

Ο pirandello έβαλε ένα ακόμα φλιτζάνι καφέ κι έκλεισε την καφετιέρα. Γύρισε μετά εκεί που καθότανε περπατώντας κάπως περίεργα, προσέχοντας να μην σκουντουφλήσει πουθενά και του χυθεί ο καφές.

«Παθαίνω το εξής» είπε. «Όταν είμαι μόνος μου θέλω να ‘χω κάποιον παρέα για τον καφέ κι όταν έχω κάποιον βαριέμαι αφόρητα κι εύχομαι να ήμουν μόνος μου. Είναι λογικό τώρα αυτό;»

Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2009

Το ρίσκο του Pirandello

Ο pirandello ξύπνησε με τις ανάποδές του πρωί – πρωί, έφτιαξε καφέ και τα σχετικά, διάβασε μερικά σχόλια και έψαξε κι αυτός να δει τι να γράψει.
Εγώ καθόμουν πιο πέρα ως συνήθως, μπερδεμένος είναι η αλήθεια στις σκέψεις μου. Δεν τον πρόσεξα που σηκώθηκε κι αγνάντευε τη θάλασσα απ’ το παράθυρο.

«Ωραίο καιρό κάνει σήμερα» είπε, «λιακάδα και σχεδόν δεν φυσάει».

«Ξέρεις» με διέκοψε πάνω που θα έλεγα κάτι, «όλα γίνονται κανονικά, προβλεπόμενα, είναι πολύ ενοχλητικό να μην συμβαίνει κάτι που δεν μπορείς να προβλέψεις».

Σκέφτηκα τι εννοούσε αλλά πολλές φορές είναι σαν να μιλάει μόνος του, σαν να μην θέλει απάντηση και δεν είπα τίποτα.

«Σκεφτόμουν αυτό που γίνεται με τα σχόλια» είπε κοιτάζοντας πάντα τη θάλασσα, «πόσο πολύ μοιάζουν με τα κύματα, μοιάζουν κι αυτά προβλεπόμενα, πανομοιότυπα. Λες κάτι και ξέρεις πως ο συγκεκριμένος θα πει αυτό, ο άλλος εκείνο. Είναι τόσο βαρετό αυτό».
«Μα ο καθένας έχει το ύφος του» είπα, «εσύ δεν γράφεις μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο;»
«Ναι» έκανε. «Εγώ όμως δεν γράφω σχόλια».
«Πώς δεν γράφεις; Δεν απαντάς;»
«Άλλο αυτό, αυτό το κάνω από ευγένεια. Στην ουσία δεν γράφω σχόλια».
«Κι οι άλλοι από ευγένεια σου γράφουν».
«Σωστά, αυτό εννοώ» είπε και γύρισε προς το μέρος μου, «δεν είναι σχολιασμός όμως αυτό, είναι αλληλογραφία».
«Κι εσύ τι θες;»

Αντί απάντησης πήγε και κάθισε στον υπολογιστή.
«Ορίστε» έγραψε. «Η Maya θα πει: αχαχα. Η anepidoti θα με βάλει κατά κάποιο τρόπο στη θέση μου, η fractal θα παρερμηνεύσει μάλλον αυτά που λέω, η ΟΘΠΚ θα μου γράψει ένα κατεβατό στο δικό μου ύφος, η απονενοημένη θα με γράψει κανονικά, η Λενιώ θα πει δυο λέξεις ανάμεσα σε …, όλα είναι κάπως προβλεπόμενα».
«Δεν καταλαβαίνω» του είπα, «αν τα γράψεις αυτά δεν πρόκειται ποτέ να σου ξαναγράψει κανείς».
«Ναι» έκανε ο Pirandello, “υπάρχει θα έλεγα μια τέτοια πιθανότητα. Στη ζωή όμως πάντα πρέπει να ρισκάρεις για κάτι καλύτερο».

Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2009

Ο καφές του Pirandello

Ήταν οκτώ το πρωί. Ο pirandello σερβιρίστηκε ένα ακόμα φλιτζάνι καφέ. Ήταν το τέταρτο.
Του υπενθύμισα πως δεν κάνουν καλό τόσοι καφέδες αλλά ως συνήθως με αγνόησε κι ύστερα από λίγο τον είδα πάλι δίπλα στην καφετιέρα.

«Κι άλλο καφέ;» ρώτησα.

Με αγνόησε πάλι, περίμενε όρθιος και μόλις έγινε σερβιρίστηκε άλλη μια κούπα. Μετά πήγε και κάθισε στο τραπέζι του και κοίταζε επίμονα το φλιτζάνι, χωρίς να πίνει.
«Μα τι σ’ έπιασε σήμερα και πίνεις τόσους καφέδες;»

Αυτός συνέχιζε να κοιτάει σκεπτικός τον καφέ, δεν έβγαζε δε τσιμουδιά.

«Δεν πίνω» είπε στο τέλος, «κοιτάω να δω αν θα μου πει ποτέ τίποτα το φλιτζάνι».

Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2009

Ο μικρός ταχυδακτυλουργός κι ο pirandello

Ο pirandello καθόταν σε μια γωνιά και παρακολουθούσε επί ώρα τους συνδαιτυμόνες του. Παρατήρησε πως ο καθένας έλεγε ή έτεινε να σκέφτεται αποκλειστικά τα δικά του. Δεν του άρεσε και το καζάν ντιπί κι απογοητεύτηκε.
Παρακολουθούσε τον νεαρό της παρέας ο οποίος δεν σταμάτησε λεπτό να επιδεικνύει τις ταχυδακτυλουργικές του ικανότητες πετώντας μια τράπουλα στον αέρα και μαζεύοντας την ακαριαία μετά, πριν πέσει κάτω.
Ρώτησε τον νεαρό αν έκανε κι άλλα κόλπα με τα χαρτιά κι εκείνος του έκανε κάτι άλλο εξ ίσου δύσκολο και ακατόρθωτο, παριστάνοντας τον πολύ άνετο.
Καθώς προχωρούσε η βραδιά κι εκείνος είχε αρχίσει να κουράζεται, παρότρυνε τον νεαρό να του πει τη γνώμη του για τους πίνακες.
Ο νεαρός πήγε και στάθηκε μπροστά σε τέσσερις μικρούς πίνακες που ήταν στον τοίχο και τους κοίταξε με προσοχή.
Ο Pirandello περίμενε υπομονετικά να του πει τη γνώμη του ο ειδικός.
Ο νεαρός τους κοίταξε έτσι, τους κοίταξε αλλιώς, γύρισε το κεφάλι του ανάποδα να τους δει τα πάνω – κάτω, ξεφύσησε και στο τέλος κατέληξε πως ο ένας του ‘φερνε στο μυαλό ένα ανεστραμμένο κεφάλι και πως του άρεσε ή προτιμούσε έστω έναν άλλον, κάποιον που μπορούσες ευκρινώς να δεις έναν κύκλο.
Ο Pirandello έχασε εντελώς το ενδιαφέρον του και δεν είπε τίποτα.
Όταν αργότερα μείναμε εμείς κι εμείς τον ρώτησα τι είχε να πει πάνω στο συγκεκριμένο.

«Ότι αυτή η ζωγραφική δεν λέει απολύτως τίποτα, ή ότι ο μικρός θα γίνει καλός ταχυδακτυλουργός» είπε. Μετά καληνύχτισε και πήγε για ύπνο, τελείως απογοητευμένος.

Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2009

Η “ταυτοπροσωπία” του Pirandello

Ο Pirandello άδειασε πρώτα το τραπέζι απ’ τα περιττά. Μετά πήρε απ’ το ψυγείο τις μπανάνες και τις έκρυψε σε διάφορα συρτάρια μέσα στο σπίτι. Ύστερα έβγαλε από ένα κουτί τις κασέτες και τις αράδιασε στο τραπέζι. Μετά κάθισε, πήρε το μαγνητόφωνο κι άρχισε να τις ακούει μια – μια, ανάκατα.
Άκουγε λίγο, σημείωνε κάτι σ’ ένα σημειωματάριο, την έβγαζε, έβαζε άλλη κι έκανε το ίδιο. Κάθε τόσο σηκωνόταν απ’ το τραπέζι, έτρωγε μια μπανάνα και συνέχιζε. Άλλες φορές τον έπιαναν τα γέλια, άλλες πάλι το πρόσωπό του συννέφιαζε, άλλες γινότανε κατακόκκινος απ’ τα νεύρα.

Ήταν τόσο αφοσιωμένος σ’ αυτή τη διαδικασία που μου φάνηκε τελείως χωρίς νόημα το να βρίσκομαι εκεί, τα μάζεψα λοιπόν κι έκανα να φύγω.

«Λοιπόν ξέρεις τι νομίζω;» είπε ξαφνικά, «νομίζω πως αυτός ο Beckett είχε εμένα στον νου του όταν έγραφε εκείνον τον Krapp».

Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2009

Οι “πεποιθήσεις” του pirandello

«Οι καιροί άλλαξαν λοιπόν πάλι, 2009» είπε ο Pirandello.

«Στα λόγια δηλαδή ή στα νούμερα» είπα εγώ, «γιατί στην ουσία τι άλλαξε;»
«Εντάξει» έκανε ο Pirandello ανασηκώνοντας τους ώμους του, «εδώ που τα λέμε δεν περίμενα ν’ αλλάξει και κάτι, δεν άνοιξα καν την τηλεόραση να δω τις Πρωτοχρονιές, ξέρεις, τα βεγγαλικά, τους Άη Βασίληδες. Μια – δυο μέρες μετά άκουσα στις ειδήσεις για το μακελειό στη Γάζα και το μόνο που σκέφτηκα δεν ήταν τι και πώς όπως αναρωτιόμαστε συνήθως, αλλά ότι τα πράγματα πήραν πάλι τον δρόμο τους».

«Και για το μακελειό…» τον τσίγκλησα, «για το μακελειό δεν έχεις κάτι να πεις;»

Έμεινε για λίγο αμίλητος

«Είναι μεγάλο το ζήτημα» είπε μετά, «εμείς ως άσχετοι το βλέπουμε υποτίθεται από την ανθρωπιστική του πλευρά, οι κακοί Ισραηλινοί που βομβαρδίζουν αμάχους και τα ρέστα. Είναι αλλού το θέμα κατά τη γνώμη μου».
«Αλλού; Πού αλλού δηλαδή; Σκοτώνουν ή δεν σκοτώνουν αμάχους οι Ισραηλινοί;»

«Ασφαλώς» είπε ο Pirandello, «δεν ξέρω ωστόσο αν θα ήταν καλύτερα για ‘μας τους υπόλοιπους αν επικρατούσαν κάποτε οι Παλαιστίνιοι».

«Είσαι φιλοαμερικανός;»

«Εγώ; Κάθε άλλο αλλά άλλους στόχους έχει ο καθένας σ’ αυτή την περίπτωση… και πραγματικά δεν καταλαβαίνω εμείς τι κέρδος θα είχαμε αν κατάφερναν οι Παλαιστίνιοι να υλοποιήσουν τους στόχους τους».

«Τι εννοείς τι κέρδος; Εδώ δεν μιλάμε για κέρδος, μιλάμε ότι κάθε μέρα σκοτώνονται δεν ξέρω κι εγώ πόσοι άμαχοι, πώς είναι δυνατόν να μιλάς για κάποιο κέρδος;»

«Μακάρι να μην γινόταν τίποτα απ’ αυτά» είπε ο Pirandello, «τι θα γινόταν όμως αν έκλεινε αυτό το λεγόμενο Μουσουλμανικό τόξο; Είμαστε στη μέση ξέρεις».

Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 2009

Η “κάρτα” του Pirandello

Ο Pirandello διάβασε άλλη μια φορά την κάρτα που κρατούσε στα χέρια του.

«Χρόνια πολλά» έγραφε, «ό,τι ποθείς».

Κοίταξε άλλη μια φορά την κάρτα αποδοκιμαστικά, μετά την τσαλάκωσε και την έριξε στο καλάθι.

«... ναι σου είπα» μονολόγησε, «Καλή χρονιά δεν σου είπα, σου είπα;»

Έσκισε κι αυτή την κάρτα και την πέταξε μαζί με τις άλλες.
«Ευτυχισμένες μέρες μπορούν να 'ρθουν; Αυτό θέλω εγώ» είπε.