Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009

Ο “άγνωστος” blogger κι ο pirandello

«Μετά από τόσο καιρό εδώ λοιπόν…», έλεγε ο pirandello κοιτάζοντας την οθόνη, «νομίζω πως χάσαμε τον καιρό μας, κι εσείς και εγώ».
«Μιλάς στο Skype;», ρώτησα χαμηλόφωνα.
«Όχι», είπε. «Δεν έχω καν συνδεθεί».
«Και με ποιόν μιλάς τότε;», ρώτησα.
«Με κανέναν. Μιλάω γενικώς, στον “άγνωστο” blogger… σε ‘μένα, δεν ξέρω».
«Στον “άγνωστο” blogger;»
«Ναι, σ’ αυτόν που κρύβεται εκεί έξω, που με βομβαρδίζει με τα σχόλιά του, που του εκμυστηρεύομαι την καθημερινότητά μου, τις σκέψεις μου, ξέρεις».
«Και τι έχεις να πεις μ’ έναν άγνωστο;»
«Αυτό είναι το θέμα», έκανε. «Μ’ έναν άγνωστο δεν λες τίποτα… έλα όμως που αυτός λέγεται blogger, είναι ας πούμε συνάδελφος, είναι αυτός που αναπληρώνει το κενό, πώς να στο πω, ο απαραίτητος θεατής, χωρίς αυτόν δεν έχει νόημα τίποτα».
«Τα παραλές τώρα, δεν είναι παρά ένας άγνωστος του διαδικτύου. Στον δρόμο ούτε που θα γύριζες».
«Είδες; Στον δρόμο ούτε που θα γύριζα κι εδώ είμαστε όλοι με το ‘σεις και με το ‘σας».
Σηκώθηκε απ’ το τραπέζι του και πήγε στο παράθυρο. Συνηθισμένος σ’ αυτά τα καμώματα περίμενα την επόμενη ερώτηση… και δεν άργησε.
«Τι πιστεύεις;, με ρώτησε. «Πιστεύεις πως είμαστε υποκριτές; Ή κάτι ακόμα χειρότερο, αναξιόπιστοι μήπως; Ή απλώς πουκάμισα αδειανά;»
«Πρέπει να επιλέξω ανάμεσα σ’ αυτά;»
«Δε χρειάζεται», είπε. «Νομίζω πως όλοι έχουμε την απάντηση».

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

Τα “μεθεόρτια” κι ο pirandello

Είχαμε απομείνει εμείς κι εμείς. Η μουσική έπαιζε χαμηλά κι ενώ είχαμε τελειώσει με τα τυπικά, ο pirandello δεν έδειχνε διατεθειμένος να φύγει, πριν βάλει τα πράγματα στη θέση τους.
«Ώστε η κυρία Βούλτεψη θεώρησε πως πρόκειται για προπαγάνδα;», ρώτησε πίνοντας ήρεμα το κρασί του.
«Ναι, το δήλωσε νομίζω απερίφραστα. Είπε μάλιστα πως ο εκδότης την παγίδεψε... κι ότι μετά παγιδεύτηκε από το ίδιο το μυθιστόρημα. Δεν ήταν σίγουρη ωστόσο ότι επρόκειτο για μυθιστόρημα, ότι η μία σελίδα αναιρούσε την άλλη, κάτι τέτοιο είπε».
Μου 'ριξε μια συνωμοτική ματιά, ανασήκωσε τον ώμο του, όπως θα έκανε κι ο επίτιμος και χαμογέλασε. «Ναι», είπε, «γιατί να το κρύψουμε άλλωστε;»
«Εκ των υστέρων που το σκέφτομαι, μπορεί η κυρία Βούλτεψη να ήθελε απλώς να αστειευτεί», είπα πιστεύοντας πως εκτόνωνα έτσι την κατάσταση. «Είναι λογικό να έχει μια τέτοια θέση, νομίζω πως ενεπλάκη και συναισθηματικά, είδες ότι αναφέρθηκε στην περίπτωση Μπακογιάννη. Δε μπορείς ν' αντιτάξεις κάτι πάνω σ' αυτό».
«Ναι, σωστά», είπε. «Αριστοτεχνικά θα έλεγα. Όπως και στο μαθητικό κίνημα εκείνη την περίοδο, και για την προσωπική της εμπειρία στη Νομική, ήταν γενικά ένθερμη, έγραψες κι εσύ αυτά που έγραψες για τους δημοσιογράφους, δηλαδή και πάλι καλά να λες, τι ήθελες να πει;»
«Ναι, φυσικά», είπα. «Ωστόσο αν ήθελε να το δει θεωρητικά το θέμα θα έπρεπε να σταθεί στο περιεχόμενο των προκηρύξεων...»
«Μα…», με κοίταξε στα μάτια, «πιστεύεις πραγματικά πως θα έκανε κάτι τέτοιο;»
«Όχι αλλά θα προτιμούσα ας πούμε μια κατά μέτωπο επίθεση, αν είχε να αντιτάξει κάτι».
«Μα, οι αντικαθεστωτικοί είναι για να λένε αγαπητέ μου», είπε. «Οι αντικαθεστωτικοί για να λένε κι οι άλλοι για να τους αγνοούν, είναι διακριτοί οι ρόλοι».
Η βροχή είχε σταματήσει όταν φύγαμε και ξεχάσαμε την ομπρέλα μας στο μαγαζί.

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

“Πολύ κακό για το τίποτα” και τον pirandello

«Ο Κλαύδιος, η Ηρώ», είπα, «ο Βενέδικτος και η Βεατρίκη, ήταν όλοι εκεί. Αλλά... δε συναντήθηκαν».
«Ήταν από άλλο έργο», είπε ο Pirandello, «γι’ αυτό».
«Δεν σε είδα τελικά», εξέφρασα την πικρία μου.
«Συμμετείχα σ’ αυτό το παιχνίδι με τις μάσκες», είπε, «ήταν διασκεδαστικό… ξέρεις, κρύβεσαι και σε ψάχνουν να σε βρουν, αλλά δεν είναι αυτό μόνο, είναι βασικά ένα παιχνίδι δίχως κανόνες».
«Ποτέ δεν κατάλαβα τέτοιου είδους παιχνίδια», είπα.
«Δε διαθέτεις φαντασία», μου είπε, «γι’ αυτό».
«Κάποια παρατήρηση;», ρώτησα.
«Τι παρατήρηση;», με χτύπησε συντροφικά στην πλάτη, «έκανες την επανάστασή σου. Είδες ποτέ να αλλάζει τίποτα μετά από μια επανάσταση;»
Δεν είχα δει βέβαια…

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2009

Η "ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ" κι ο pirandello


«Μα Δευτέρα; Δε γινότανε μια άλλη μέρα, Δευτέρα βρήκες;»
«Δεν κανόνισα εγώ την ημερομηνία», είπα.
«Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να έρθω, αφού ξέρεις τι πρόβλημα έχω με τις Δευτέρες. Δε γίνεται να πεις κάτι; Παρασκευή, γιατί δεν το κάνεις Παρασκευή; Είναι κι άλλοι που δεν μπορούν τη Δευτέρα».
«Νομίζω πως όλο αυτό είναι μια πρόφαση, θες απλώς να το αποφύγεις. Τι σχέση έχει αν είναι Δευτέρα ή Παρασκευή; Αφού δεν θα 'ρχόσουν».
«Ε, πώς; Άλλο Δευτέρα κι άλλο Παρασκευή».
«Δηλαδή αν το 'κανα Παρασκευή θες να πεις πως θα 'ρχόσουν;»
«Δεν... δεν ξέρω... θα υπήρχε κάποια περίπτωση».
«Θα είναι σαν να είσαι εκεί», είπα κι έβαλα την πρόσκληση στην τσέπη μου.
«Γιατί μου πήρες την πρόσκληση; Δεν δικαιούμαι μια πρόσκληση;»
«Μα αφού δεν θα έρθεις, τι να την κάνεις την πρόσκληση;»
Μου την πήρε από τα χέρια: «Πώς», είπε. «Θα τη βάλω στο blog, να την πάρει κάποιος που θα θέλει να έρθει, να μην πάει χαμένη».
«Όσο για το αν έρθω... έχουμε μέρες, άσε με λίγο να το σκεφτώ», είπε.