Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Οι πρόεδροι κι ο Pirandello

«Καλά είναι δυνατόν να σ’ αφήνει αδιάφορο αν δακρύζει ο πρόεδρος;», έκανε έκπληκτος ο Pirandello. Εγώ απέφυγα να δώσω μια απάντηση. «Ο άνθρωπος είναι ένας ήρωας. Και μόνο γι’ αυτό θα έπρεπε να ντρέπεσαι που μένεις αμέτοχος», είπε, «έχετε πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σας όλοι εσείς οι αγανακτισμένοι». «Απογοητευμένοι», διόρθωσα.
«Έστω. Αλλά να κλαίει ένας γέρος άνθρωπος; Ένας θεσμός να θρηνεί και να μη σου καίγεται καρφί; Τι άνθρωποι είσαστε τέλος πάντων εσείς;» «Απογοητευμένοι», επανέλαβα.
«Ίσα – ίσα», είπε, «θα έπρεπε τότε να κλαίγατε μαζί του αντί να τον λοιδορείτε. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει ο πρόεδρος; Τι μπορεί να κάνει κάποιος με δεμένα τα χέρια;» «Να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων», είπα εγώ. «Να σηκωθεί και να πει ; εγώ διαφωνώ με τις αποφάσεις της κυβέρνησης και παραιτούμαι. Αυτό θα έπρεπε να κάνει ένας πρόεδρος και όχι να κλαψουρίζει».
«Αυτές είναι αντιδραστικές θέσεις, θα πέσει η δημοκρατία έτσι, δε μπορεί να παραιτηθεί, είναι θεσμός». «Να κάτσει στην άκρη του τότε και να μην παίρνει θέση, δεν τον είδα να παίρνει πουθενά αλλού καμιά θέση».
Ο Pirandello έμεινε για λίγο αμίλητος. «Θυμάσαι τον άλλον με τα παπάκια; Τουλάχιστον αυτός δεν παίζει με τα παπάκια, είναι μια πρόοδος», είπε μετά. Σ’ αυτό συμφώνησα. Αλλά όχι να λέμε κι ό,τι θέλουμε.

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Οι αΰπνίες του Pirandello

«pirandello, pirandello»“», φώναζα αλλά τίποτα. Με τα πολλά μου άνοιξε. «Είσαι καλά;», τον ρώτησα, «ανησύχησα». «Δεν υπήρχε λόγος», είπε εκείνος, «κοιμόμουν». «Συνήθως ξυπνάς άγρια χαράματα, τρέχει τίποτα;», τον ρώτησα πάλι. «Τίποτα», είπε ο Pirandello, «δε μ’ έπιανε ύπνος το βράδυ και κοιμήθηκα το πρωί». «Ουφ», έκανα εγώ.
<»Γιατί τέτοια έννοια;», με ρώτησε όταν βάλαμε να πιούμε καφέ, «φοβάσαι μη μείνεις άνεργος;» «Είσαι αγνώμων», είπα, «εγώ νοιάζομαι για ‘σένα, δεν έρχομαι εδώ για τα φράγκα». «Αυτό μ’ αρέσει σε ‘σένα», είπε ο Pirandello. «Να δω πώς θα περάσεις τον μήνα τώρα, δεν υπάρχει μία».
«Τι εννοείς; Ξέμεινες;» «Όχι εγώ», είπε εκείνος, «η πατρίδα». Εγώ ξεφύσησα πάλι ανακουφισμένος. «Το θέμα είναι να μην ξεμείνουμε κι εμείς», έκανα χιουμοράκι… με την ψυχή στο στόμα όμως.
«Το ίδιο κάνει», είπε ο Pirandello, «άμα δεν έχει να πληρώσει η πατρίδα δε θα ‘χω κι εγώ». «Ναι, αλλά εσύ έχεις, έτσι δεν είναι;», ρώτησα. «Έχω», είπε. «Δεν ξέρω όμως για πόσο».
«Απόψε νομίζω πως δε θα κοιμηθώ ούτε εγώ», είπα.

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011

Ευμετάβλητος pirandello

«Πάλι άλλαξες γνώμη;», τον ρώτησα. «Ναι», είπε ο Pirandello, «το να είναι κανείς σταθερός στις ιδέες του, δε λέει τίποτα σήμερα». Είχε δίκιο σ’ αυτό. «Και θα κάνεις πάλι αναγγελία;», επέμεινα. «Με πιέζεις», είπε εκείνος, «δεν έχω αποφασίσει τίποτα». Τον είδα μετά που βγήκε και κάπνιζε έξω, καθόταν εκεί έξω και κάπνιζε αρκετή ώρα. «Θα πουντιάσεις», του είπα κι εκείνος με ακολούθησε δίχως αντίρρηση. Όταν ο Pirandello δε φέρνει αντιρρήσεις κάτι σοβαρό του συμβαίνει. «Τι διάολο έχεις;», ρώτησα πάλι. Εκείνος αναστέναξε κι έπεσε βαρύς στην καρέκλα του: «σκέφτομαι το μέλλον», είπε.
«Και πού κατέληξες;», τον ρώτησα το μεσημέρι, πριν φύγω. «Πουθενά», είπε εκείνος, «δε μπορείς να ‘σαι ποτέ σίγουρος με το μέλλον». «Θα πτωχεύσουμε;», είπα γιατί αυτό μ’ έκαιγε εμένα. Ο Pirandello με κοίταξε απορημένος, «γιατί να πτωχεύσουμε;», έκανε. «Καλά δεν ακούς τις ειδήσεις;», ξαφνιάστηκα εγώ. «Ακούω», είπε, «αλλά δε βλέπω κανέναν τέτοιο κίνδυνο, δε συμφέρει κανέναν να πτωχεύσουμε». Ο κόσμος έξω είναι ανάστατος, θα βγούνε μαχαίρια», είπα. «Βλακείες», είπε εκείνος, «δεν παλεύεται με μαχαίρια αυτή η δουλειά, τι τους πέρασες; Τίποτα ξεβράκωτους;» «Και τι εννοείς;», έκανα εγώ, «ότι θα κάτσουμε έτσι και δε θα κάνουμε τίποτα;» «Τι να σου πω, δε βλέπω φως», είπε ο Pirandello, «διανύουμε σκοτεινές μέρες».