Ο Pirandello άπλωσε στο τραπέζι το τοπογραφικό. Είχε σημειώσει με κόκκινο μαρκαδόρο τα επίμαχα σημεία.
«Αυτός εδώ είναι ο ημιυπαίθριος, που σύμφωνα με τα νέα μέτρα θα νομιμοποιηθεί», είπε. Μετά έφερε και ακούμπησε στο τραπέζι τη σακούλα με τα χαρτιά: «κι αυτά εδώ είναι τα χαρτιά που υποτίθεται πως χρειάζονται, δηλαδή κάποια απ’ αυτά».
Τον κοίταζα δίχως να καταλαβαίνω. «Εγώ τι πρέπει να κάνω;», ρώτησα.
«Να πας με τον δικηγόρο στην Εφορία, στην Πολεοδομία, στο ΤΕΒΕ… τέλος πάντων θα σου πει ο δικηγόρος».
«Μα αυτά είναι δικά σου θέματα, πρέπει να ασχοληθείς προσωπικά», είπα ελπίζοντας ν’ απαλλαγώ.
Έβγαλε άλλο ένα χαρτί: «ορίστε, το πληρεξούσιο», είπε. «Όλα αυτά πρέπει να είναι έτοιμα… να μη σου πω χθες», είπε. Μετά πήρε το καπελάκι του κι έφυγε.
Μα τι άνθρωπος είναι αυτός;
Τρίτη 6 Απριλίου 2010
Σάββατο 3 Απριλίου 2010
… “μέρα που ‘ναι”
«… στο Ελ. Βενιζέλος, αφίχθη πριν από λίγο το Άγιο Φως, με ειδική πτήση. Απεδόθησαν τιμές αρχηγού κράτους…», ανακοίνωσε ο εκφωνητής. Ο pirandello με κοίταξε στραβά και κούνησε το κεφάλι του: «δεν πάμε καλά», είπε.
«Έτσι πρέπει», είπα, «έτσι είθισται».
«Σωστά», έκανε.
«Συρρέουν κατά χιλιάδες κάθε φορά οι επισκέπτες στην κεντρική πλατεία…», έλεγε ο δήμαρχος της Κέρκυρας, «για μας οι επισκέπτες είναι δικοί μας άνθρωποι».
Πάλι τον είδα που στράβωσε: «Τι σε πειράζει τώρα;», ρώτησα.
«Τίποτα, τίποτα», έκανε… «αλλά αν δεν το πω θα σκάσω».
«Να πεις τι; Που τα σπάνε; Για τις φιλαρμονικές; Σε πειράζουν τώρα κι οι φιλαρμονικές;»
«Με πειράζει που όλα γίνονται για τα Ευρούλια, που δεν υπάρχει πια τίποτα άλλο».
«Έλα τώρα, ηρέμησε, μέρα πού ‘ναι, θα φάμε και μαγειρίτσα το βράδυ, πότε άλλοτε τρώμε μαγειρίτσα;»
«Κανονικά θα ‘πρεπε να ‘ναι το εθνικό μας φαγητό, με τόσο μαγείρεμα», είπε. «Κι ούτε μ’ αρέσει η μαγειρίτσα».
«Ναι αλλά είπες ότι θα φας, τσάμπα μαγειρεύουμε όλη μέρα;»
«Θα φάω», είπε ο Pirandello. «Για να μην τα τρώνε όλα μόνοι τους».
«Δεν θα ευχηθείς στους φίλους σου χρόνια πολλά;», ρώτησα για ν’ αλλάξω κουβέντα.
«Γράψε εσύ», είπε, «και πες και χρόνια πολλά από ‘μένα, εγώ θα βγω».
«Θα πας πού; Έχουμε τραπέζι το βράδυ».
«Εδώ έξω εννοούσα, απλώς βαριέμαι τις χαιρετούρες».
Προς στιγμή σκέφτηκα να μην γράψω τίποτα. Μετά είπα, μέρα που ‘ναι…
«Καλό Πάσχα σε όλους».
«Έτσι πρέπει», είπα, «έτσι είθισται».
«Σωστά», έκανε.
«Συρρέουν κατά χιλιάδες κάθε φορά οι επισκέπτες στην κεντρική πλατεία…», έλεγε ο δήμαρχος της Κέρκυρας, «για μας οι επισκέπτες είναι δικοί μας άνθρωποι».
Πάλι τον είδα που στράβωσε: «Τι σε πειράζει τώρα;», ρώτησα.
«Τίποτα, τίποτα», έκανε… «αλλά αν δεν το πω θα σκάσω».
«Να πεις τι; Που τα σπάνε; Για τις φιλαρμονικές; Σε πειράζουν τώρα κι οι φιλαρμονικές;»
«Με πειράζει που όλα γίνονται για τα Ευρούλια, που δεν υπάρχει πια τίποτα άλλο».
«Έλα τώρα, ηρέμησε, μέρα πού ‘ναι, θα φάμε και μαγειρίτσα το βράδυ, πότε άλλοτε τρώμε μαγειρίτσα;»
«Κανονικά θα ‘πρεπε να ‘ναι το εθνικό μας φαγητό, με τόσο μαγείρεμα», είπε. «Κι ούτε μ’ αρέσει η μαγειρίτσα».
«Ναι αλλά είπες ότι θα φας, τσάμπα μαγειρεύουμε όλη μέρα;»
«Θα φάω», είπε ο Pirandello. «Για να μην τα τρώνε όλα μόνοι τους».
«Δεν θα ευχηθείς στους φίλους σου χρόνια πολλά;», ρώτησα για ν’ αλλάξω κουβέντα.
«Γράψε εσύ», είπε, «και πες και χρόνια πολλά από ‘μένα, εγώ θα βγω».
«Θα πας πού; Έχουμε τραπέζι το βράδυ».
«Εδώ έξω εννοούσα, απλώς βαριέμαι τις χαιρετούρες».
Προς στιγμή σκέφτηκα να μην γράψω τίποτα. Μετά είπα, μέρα που ‘ναι…
«Καλό Πάσχα σε όλους».
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)