Πέμπτη 21 Ιουλίου 2011

Η Μέρκελ κι ο pirandello

«Πρέπει να κάψουμε τους κάδους, να κλείσουμε τους δρόμους, να συμπλακούμε με την αστυνομία… να δείξουμε με κάθε τρόπο τη δυσαρέσκειά μας», έλεγε ο pirandello στο τηλέφωνο. Δε συμφωνούσα, παρ’ όλα αυτά τι είμαι εγώ για να συμφωνώ ή να μη συμφωνώ κι έκατσα στην άκρη μου και περίμενα.
«Άκουσες», μου είπε κατεβάζοντας το ακουστικό, «δίκιο δεν έχω;»
«Μα είδες ότι δεν οδηγεί πουθενά αυτό το πράγμα», είπα εγώ. «Άλλωστε δεν είναι κανείς στην πλατεία.
«Μα δε μιλούσα για την πλατεία, για τις Βρυξέλες μιλούσα», είπε. «Πρέπει να χτυπήσουμε το κακό στη ρίζα του, αυτή τη Μέρκελ».
«Εμείς; Τη Μέρκελ;»
«Ή είμαστε πολίτες της Ευρώπης ή δεν είμαστε», είπε. «Και τι έχει η Μέρκελ και δε μπορούμε να τη χτυπήσουμε;»
«Μα αυτά που πρότεινε η Μέρκελ είναι υπέρ της Ελλάδας νομίζω», είπα διστακτικά, «είναι η πρώτη φορά που γίνεται κάτι που μας συμφέρει».
«Κι εγώ γιατί δεν το πιστεύω;», έκανε.
«Γιατί είσαι καχύποπτος, πάντα είσαι καχύποπτος και βλέπεις παντού μόνο συνομωσίες».
«Εγώ; Εγώ τα βλέπω όλα διάφανα σαν το νερό».
«Πώς δηλαδή;»
«Δεν άκουσες για την Κύπρο;»
«Άκουσα, θα μπει κι αυτή υπό κηδεμονία ας πούμε».
«Και δε σου λέει τίποτα που μέχρι χθες δεν κινδύνευε; Σήμερα χρειάζεται το ΔΝΤ ενώ χθες όχι;»
«Ωραία, όλα είναι στο σχέδιο. Και θ’ αλλάξει τίποτα άμα κάψουμε ένα - δυο κάδους; Δε σε καταλαβαίνω».
«Κοίτα», είπε, «εγώ είμαι γεννημένος επαναστάτης και πρέπει να κάνω τη δουλειά μου. Αυτοί ας κάνουν ό,τι θέλουν, χέστηκα».

Κυριακή 10 Ιουλίου 2011

Η «απόπειρα» του pirandello

Όταν έφτασα το πρωί, το πρώτο που μου έκανε εντύπωση ήταν που άκουσα τη μηχανή του αυτοκινήτου να δουλεύει. μετά διαπίστωσα ότι ο pirandello δεν ήταν εκεί κι ένας μακρύς σωλήνας ήταν προσαρμοσμένος στην εξάτμιση. Ο σωλήνας διέσχιζε την αυλή και έμπαινε στο σπίτι από ένα μικρό άνοιγμα που ο pirandello το είχε μπουκώσει με κάτι πετσέτες και άπλυτα. Αμέσως ο νους μου πήγε στο κακό, εσείς τι άλλο θα σκεπτόσασταν; Άρχισα να φωνάζω και να χτυπάω την πόρτα με τις γροθιές μου. Τότε άκουσα ένα μουγκρητό απ’ το θυροτηλέφωνο που έλεγε μάλλον τα εξής: «δεν έχεις κλειδιά;»
Αυτό με καθησύχασε κάπως γιατί τουλάχιστον τον είχα προλάβει ζωντανό, δόξα νά ‘χει ο Θεός… άνοιξα με τα κλειδιά μου και μπήκα. Παρατήρησα πως ο σωλήνας που έμπαινε απ’ το άνοιγμα διέσχιζε το υπόγειο - η πόρτα της εισόδου είναι στο υπόγειο γιατί το σπίτι είναι χτισμένο πάνω στα θεμέλια ενός παλιού αυθαίρετου, έτσι η πόρτα έπεσε χαμηλά - και ανέβαινε τις σκάλες για πάνω. Καθώς έστριψα στο κεφαλόσκαλο τα αέρια της εξάτμισης μου έκοψαν την ανάσα και χρειάστηκε να βγάλω το πουκάμισό μου και να το χρησιμοποιήσω σαν μάσκα… «γιατί;», σκεφτόμουν ενώ πάσχιζα να πάρω μια ανάσα, «γιατί να θέλει ν’ αυτοκτονήσει;»
Μπήκα στον κυρίως χώρο. Η κάπνα κάλυπτε τα πάντα και δεν έβλεπα μπρος μου. Κοντεύοντας να σκάσω διέσχισα στα τυφλά το δωμάτιο και σκουντουφλόντας δεξιά κι αριστερά έφτασα επιτέλους στην τζαμαρία, την έσπρωξα και άνοιξε, δεν ήταν κλειδωμένη, απλώς την είχε σπρώξει εκεί.
Καθαρός αέρας φύσηξε απ’ τη θάλασσα. κι η ατμόσφαιρα, αν και η εξάτμιση κάτω δούλευε ακόμα, καθάρισε. Σκέφτηκα πως αν δεν είχα ταραχτεί τόσο θα ‘χα σκεφτεί να γυρίσω το κλειδί, δεν το σκέφτηκα όμως. Και τότε βρέθηκα μπροστά σε μια έκπληξη. Ο pirandello καθόταν στην πολυθρόνα που κάθεται συνήθως . Μπροστά του στο ένα μέτρο ο σωλήνας ξερνούσε τα ασφυξιογόνα αέρια αλλά αυτός καθόταν ατάραχος και με κοίταζε. Κι ενώ εγώ κόντευα να σκάσω απ’ τις αναθυμιάσεις εκείνος ήταν μια χαρά, ορεξάτος και υγιέστατος. Με τη μάσκα έδειχνε σαν διασωληνομένους βέβαια, αλλά έτσι είναι αυτές οι μάσκες.
Πρώτα πήγα και έκλεισα τη μίζα. Μετά, συγκρατώντας τον θυμό μου, άνοιξα όλα τα παράθυρα να παρασύρω την κάπνα.
«Είσαι τρελός; τον ρώτησα, «τι καμώματα είναι τώρα αυτά;»
«Έκανα άσκηση», είπε ο pirandello. «Πρέπει να μάθουμε να ζούμε μ’ αυτά τα πράγματα».