Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2008

Η χαρά της ζωής κι οι κουταμάρες του Pirandello

Ας ξεχάσουμε λοιπόν πως υπάρχουν άλλοι, είπε ο pirandello, ας υποθέσουμε πως τώρα δεν μας ακούει κανείς.

«Μα δεν μας ακούει κανείς» σκέφτηκα να του πω αλλά τον άφησα να ολοκληρώσει τη σκέψη του γιατί γίνεται θηρίο άμα τον διακόπτω.

Ξέρω τι σκέφτεσαι, μου είπε, ναι όντως υπάρχουν δυο – τρεις που μπαίνουν και διαβάζουν εδώ αλλά δεν εννοώ αυτό, πρότεινα μια υπόθεση εργασίας, τι μπορεί να πει κάποιος, τι σκέφτεται όταν ξέρει πως δεν τον ακούει κανείς.

Εγώ δακτυλογραφούσα τι έλεγε.

Σκέφτομαι λοιπόν, συνέχισε, πως ακόμα κι έτσι, αν υποθέσουμε πως ό,τι λέω εδώ το λέω για να το ακούσω εγώ, πάλι δεν θα έλεγα τίποτα

Γύρισε να δει αν τον ακούω. Εγώ του έκανα νόημα ότι τον παρακολουθώ.

Δεν θα έλεγα τίποτα γιατί αν δεν απευθύνεις τις σκέψεις σου σε κάποιον άλλον, δεν έχει κανένα νόημα το να τις λες.

Ωραία, είπα, και πού καταλήγουμε;

Καταλήγουμε πως θα ήταν υποκρισία να ισχυριζόμασταν κάτι τέτοιο.

Δεν μπορούσα να καταλάβω τι νόημα είχε μια τέτοια κουβέντα.

Ο Pirandello κατάλαβε, εννοώ, είπε, πως δεν γράφει κανένας για τον εαυτό του, πως υπάρχει πάντα κάποια σκοπιμότητα, ασυνείδητα ίσως αλλά υπάρχει, βασικά γνωστοποιώντας τις θέσεις μας αποβλέπουμε στο να μας παραδεχθεί κάποιος, να τον εντυπωσιάσουμε, να τον γοητεύσουμε αν θες.

Εγώ είχα σταματήσει να δακτυλογραφώ και τον κοίταζα.

Ναι, έκανε ο Pirandello, αν σκέφτεσαι πως δεν έχει κανένα νόημα αυτή η κουβέντα έχεις απόλυτο δίκιο.

Πήρε μετά το λουρί του σκύλου και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Το σκυλί έτρεξε κοντά του κουνώντας χαρούμενα την ουρά του.

Αυτή είναι η χαρά της ζωής, είπε ο Pirandello κι έσκυψε και χάιδεψε το σκυλί.
Θα βγω, είπε μετά, δεν υπάρχει κανένας λόγος να κάθομαι εδώ μέσα και να λέω όλες αυτές τις κουταμάρες.