Σάββατο 7 Μαρτίου 2009

Η Κόλαση, οι αποδράσεις κι ο Pirandello

Με το που μπήκαμε στην Αττική, ο Pirandello διάβασε για τις μεγάλες καθυστερήσεις μεταξύ 5ης και 8ης εξόδου με κατεύθυνση προς Ελευσίνα. Περίμενα πως θ’ άρχιζε να διαμαρτύρεται πάλι αλλά αυτός βολεύτηκε όσο γινόταν καλύτερα και μισόκλεισε τα μάτια του.
Μετά, πριν τον κόμβο Αμαρουσίου η κίνηση άρχισε να γίνεται ανυπόφορη. Μας πολιορκούσαν από παντού φορτηγά, μηχανάκια, θόρυβος και καυσαέριο και το μόνο που μπορούσε κανείς να σκεφτεί ήταν πώς θα ‘φευγε το συντομότερο δυνατόν από ‘κει.
Πηγαίναμε σημειωτόν κι ο Pirandello κοίταζε έξω απ’ το παράθυρο ήρεμος, δίχως να δυσανασχετεί. Αναρωτιόμουν αν ήταν όντως εκεί.
Καθώς περνούσαμε κάτω απ’ τη γέφυρα, γύρισε και μου είπε: «Είναι απίστευτο αν το σκεφτείς, ο μόνος λόγος που βρίσκονται εδώ όλοι αυτοί είναι για τα λεφτά. Αλλιώς κανείς δεν θα πάταγε το πόδι του ξανά σ’ αυτήν την πόλη. Είναι σαν καμίνι, ένα χωνευτήρι της Κόλασης».

Δεν έβγαλε μιλιά όλη την υπόλοιπη μέρα, απλώς διεκπεραίωνε ό,τι ήταν να κάνει.

Το βράδυ, όταν κάναμε ακριβώς την αντίστροφη διαδρομή, στο ίδιο σημείο μου ξαναμίλησε: «είναι αξιοπερίεργο πώς καταφέρνουν και ζουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι…
και το πιο περίεργο είναι που δεν φεύγει κανείς».
«Δεν ζουν ακριβώς « του είπα, «απλώς το παλεύουν».
«Ξέρω, ξέρω» είπε και άνοιξε το παράθυρο. «Μόνο που κάποιοι ξέρουν και την κάνουν με το ελικόπτερο. Ίσως κι αυτός είναι ο μόνος τρόπος να δραπετεύσει κανείς».

«Να σταματήσουμε να πάρουμε τάρτες», είπε μετά.