Σάββατο 2 Μαΐου 2009

Το “Αν…”, τα “τσιτάτα” κι ο Pirandello

Στον κήπο οι μυρουδιές ήταν μεθυστικές, αυτό που κάποιος άλλος θα ‘λεγε “Παραδεισένιες”, “ευλογία Θεού”, “ένα όνειρο” ή δεν ξέρω κι εγώ τι. Αυτός όμως είναι πολύ “ανάποδος” άνθρωπος.
«Πρώτα» είπε ενώ πίναμε ήσυχα – ήσυχα τον καφέ μας, «… για ορισμένους, θα ήταν το σοκ. Μετά, για τους πολλούς, θα ήταν η έκπληξη, αυτό το ότι “θα έπεφταν απ’ τα σύννεφα”. Ακόμα πιο μετά, για λίγους θ’ ακολουθούσε ο θρήνος, η μη παραδοχή, αυτό το “δεν πιστεύω πως συμβαίνει αυτό”. Ύστερα θα μπαίναμε στα διαδικαστικά, θα γινόταν ό,τι γινόταν κι “αυτό ήταν, τέλειωσε”. Για τους περισσότερους μετά θα ήταν απλώς θέμα χρόνου αυτή η ιστορία να ξεχαστεί».
«Και πότε με το καλό σκέφτεσαι πως θα συνέβαιναν όλα αυτά;» του είπα έτσι για να του την πω.
«Δεν ξέρω, λέω πως έτσι θα είχαν τα πράγματα “αν”…»
«Ναι» είπα, «αλλά για κάποιους δεν θα ξεχνιόταν ποτέ, γιατί δεν το αναφέρεις κι αυτό;».
«Σωστά» έκανε, «παράλειψη». Ήπιε μια γουλιά καφέ και συνέχισε την “ανασκόπηση”: «Θα υπήρχε όμως και μι’ άλλη πλευρά, αθέατη, αυτή που καλύπτεται συνήθως πίσω από θλιμμένα πρόσωπα, κλάματα και υστερίες, η σκύλευση του ό,τι απέμεινε, η μοιρασιά, αυτό το “η ζωή συνεχίζεται” ή το “οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους κι οι ζωντανοί με τους ζωντανούς” και θα γινόταν το “έλα να δεις”.
«Μα πώς είναι δυνατόν να σκέφτεσαι τέτοια πράματα μια τέτοια ηλιόλουστη μέρα;» ρώτησα, «γιατί δεν χαίρεσαι ό,τι έχεις αυτή τη στιγμή;».
«Ποιος σου είπε πως δεν τη χαίρομαι;» απάντησε ο Pirandello, «διασκεδάζω απλώς μ’ όλα αυτά τα τσιτάτα, το τυπικό του πράγματος».
«Μα αυτά τα πράγματα δεν είναι για διασκέδαση» είπα.
«Δεν είπα ότι είναι. Θα μου κοστίσει λιγότερο το “αν” έτσι όμως» είπε κι εγώ δεν μίλησα.