Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011

Πιραντελλιές

Έξω έβρεχε. Αυτός καθόταν με την τραγιάσκα και γυαλιά ηλίου στο σκοτάδι και με περίμενε, σιωπηλός. «Τι βλέπω; Πάλι αλλαγές έχουμε;», ρώτησα για ν’ ανιχνεύσω την κατάσταση. Ο Pirandello με λοξοκοίταξε και συνέχισε να μην κάνει τίποτα. «Πήγαινε να μου φτιάξεις έναν καφέ κι άσε τα λόγια», πρόσταξε, «εδώ χανόμαστε». «Και μπορώ να μάθω γιατί παρακαλώ; Τι συνέβη;», επέμεινα.
«Κάνε αυτό που σου λέω και άσε τις ερωτήσεις», είπε και χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι. Εγώ πήγα για τον καφέ.
Όταν γύρισα πάλι δεν έκανε τίποτα. Πέρασε μια ώρα και απλώς κάπνιζε και δεν έλεγε, ούτε έκανε τίποτα. «Λοιπόν;», ζήτησα μια απάντηση. «Τίποτα», είπε ο Pirandello, «ήθελα να δω αν πιάνει αυτό με τις αγριοφωνάρες». «Δεν είσαι σοβαρός», είπα, «τι παιδιαρίσματα είναι τώρα αυτά;»
«Καθόλου παιδιαρίσματα», είπε, «δε βλέπεις πώς κάνουν οι Γερμανοί; Πώς νομίζεις ότι περνάνε αυτές τις εγκυκλίους που στέλνουν;»
«Και τι πάει να πει αυτό;», είπα εγώ, «εμείς δεν είμαστε Γερμανοί».
«Να γίνουμε κύριε», είπε και ξαναχτύπησε το χέρι του στο τραπέζι, «να γίνουμε. Να γίνουμε μπας και μας πάρει κάποιος στα σοβαρά».
«Με κλανιές δε βάφουν αυγά», σκέφτηκα να του πω αλλά δεν είχε νόημα.