Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

Το «μάθημα» του pirandello

«Η θάλασσα ακούγεται φουσκωμένη, κάθε τόσο παίρνει θαρρείς μια βαθιά ανάσα κι ύστερα την ξεφυσάει στην παραλία, σαν κάτι το ζωντανό», είπα, «σαν φάλαινα φυσητήρας». «Μη στέκεσαι στο παράθυρο», είπε ο pirandello, «αυτό το πράγμα μπορεί να σε τρελάνει». Γύρισα και κάθισα στο τραπέζι, εκεί που κάθομαι συνήθως. Ο Pirandello καθόταν απέναντί μου και κάπνιζε χωρίς να λέει ή να κάνει τίποτα, αυτή η ίδια κατάσταση επαναλαμβανόταν τώρα για μέρες. Μετά, σαν να θυμήθηκε κάτι πήρε ένα ογκώδες βιβλίο που διάβαζε και μου το έδωσε, «ρίξε μια ματιά σ’ αυτό», είπε. «Είναι τρομερό αλλά όταν το τελειώσεις ο κόσμος θα σου φανεί πιο όμορφος». «Δεν έχω καιρό για διάβασμα», είπα ανόρεχτα και έσπρωξα το βιβλίο στην άκρη. ¨ «Κι όμως, θα έπρεπε να βρεις», είπε ο Pirandello. Ύστερα φυλλομέτρησε και διάβασε ένα απόσπασμα: «Οι στρατιωτικοί έπρεπε να έχουν κάτι για να ασχολούνται, διαφορετικά κάποια στιγμή θα άρχιζαν να σκοτώνονται μεταξύ τους. Όμως από εκείνη τη μέρα και μετά ο τρόπος με τον οποίο γίνονταν παλιότερα τα πράγματα έπαψε να υφίσταται. Ο πόλεμος -ο πραγματικός πόλεμος, εκείνος που βρισκόταν σε εξέλιξη εδώ και χίλια χρόνια και θα εξακολουθούσε να μαίνεται για άλλα χίλια, ο πόλεμος ανάμεσα σε Εμάς και στους Άλλους, ανάμεσα στους Έχοντες και στους Μη Έχοντες, ανάμεσα στο θεό μου και στο θεό σου, όποιος κι αν ήταν αυτός- θα είχε πλέον για πρωταγωνιστές ανθρώπους με πρόσωπα τα οποία ούτε πρόσεχες ούτε μπορούσες να θυμηθείς, ντυμένους σαν καμαρότους, σοφέρ ή ταχυδρόμους, με σιγαστήρες κρυμμένους στα μανίκια τους. θα είχε για πρωταγωνιστές νεαρές μητέρες που θα έσπρωχναν κιλά εκρηκτικών υλών μέσα σε βρεφικά καρότσια και μαθήτριες που θα έμπαιναν σε συρμούς του μετρό κουβαλώντας φιαλίδια με τοξικές ουσίες μέσα στα παιδικά σακίδια τους. Ο πόλεμος θα διεξαγόταν από τις καρότσες φορτηγών, από ουδέτερα δωμάτια ασήμαντων ξενοδοχείων κοντά σε αεροδρόμια, από σπηλιές σε οροσειρές κάπου στο πουθενά. Ο πόλεμος θα ξεσπούσε πάνω σε τρένα και κρουαζιερόπλοια, σε εμπορικά κέντρα και κινηματογράφους, σε τζαμιά, στην εξοχή και στην πόλη, στο σκοτάδι και στο φως. Ο πόλεμος θα γινόταν στο όνομα του Αλλάχ ή του κουρδικού εθνικισμού ή του προσηλυτισμού των εβραίων στο χριστιανισμό ή της όποιας ομάδας μπέιζμπολ: Οι επιμέρους αιτίες δεν είχαν αλλάξει, ποτέ δεν επρόκειτο να αλλάξουν, όμως, αν άφηνες στην άκρη τις μαλακίες, όλα κατέληγαν πάντα σε κάποιον ισολογισμό τριμήνου ή σε κάποια επίμαχη θέση. Η διαφορά ήταν ότι ο πόλεμος βρισκόταν πλέον παντού, εξαπλωνόταν σαν καρκίνος που κάνει μεταστάσεις, λες και ένα εκατομμύριο ανεξέλεγκτα κύτταρα σάρωναν τον πλανήτη και οι πάντες είχαν μολυνθεί». Έκλεισε το βιβλίο και το άφησε μπροστά μου. «Τζάστιν Κρονιν, το Πέρασμα», είπε. «Αν δεν το έχεις καταλάβει σε λίγο δε θα ‘χουμε τι άλλο να φάμε», είπα εγώ. Ο pirandello έβαλε τα γέλια. «Πού το βλέπεις το αστείο;», ρώτησα. Μερικές φορές νομίζω πως έχει το ακαταλόγιστο. «Θυμήθηκα τον χρυσοθήρα του Τσάπλιν», είπε. «Εκεί δεν είναι που τρώει την αρβύλα του;» «Νομίζω… δε θυμάμαι», έκανα εγώ. «Και πάλι δε βλέπω τίποτα το αστείο». «Δεν είναι αστείο που τρώει τα κορδόνια των παπουτσιών του;», έκανε σκασμένος στα γέλια. «Δεν σε καταλαβαίνω, που βρίσκεις την όρεξη και γελάς;» Ξαφνικά σοβάρεψε. «Δεν γελάω», είπε. «Αυτοσαρκάζομαι. Λες να μην καταλαβαίνω τι γίνεται;» «Έτσι δείχνεις». «Λοιπόν θα σου πω τι σκέφτομαι… ή μάλλον πώς το σκέφτομαι», είπε ο pirandello. Περίμενα να δω τι θα πει. Εκείνος πέταξε πέρα το άδειο πακέτο απ’ τα τσιγάρα του και απλώνοντας το χέρι πήρε ένα απ’ τα δικά μου, χωρίς να ρωτήσει. «Είμαστε στο χείλος του γκρεμού, σωστά;», ρώτησε ανάβοντας το τσιγάρο. Εγώ τον κοίταζα. «»Και τι γίνεται;», ρώτησε. «Τίποτα», είπα. «Καπνίζεις τα τσιγάρα μου». «Αυτό ακριβώς «, είπε ο pirandello. «Έτσι ακριβώς είναι και το σύστημα της οικονομίας. Και οι δύο είμαστε σε άθλια θέση αλλά εγώ είμαι καλύτερα από ‘σένα γιατί εσύ μου επιτρέπεις να καπνίζω τα τσιγάρα σου». «Δεν καταλαβαίνω, τα τσιγάρα μου είναι το πρόβλημα;» «Όχι. Το πρόβλημα είναι ότι μου επιτρέπεις να απλώνω χέρι στα τσιγάρα σου… όπως ακριβώς κάνει το σύστημα, σου αδειάζει την τσέπη και εσύ δεν αντιστέκεσαι». «Τι να κάνω;» «Να μην το επιτρέψεις. Να μην επιτρέπεις σε κανέναν να χώνει το χέρι του στην τσέπη σου. Ή για να το κάνει να πρέπει να δώσει κι αυτός κάτι». Και λέγοντας αυτά πήρε ένα ακόμα τσιγάρο απ’ το πακέτο μου». «Κάτω τα χέρια», είπα. «»Το τσιγάρο κάνει ένα ευρώ». Έβγαλε τότε απ’ την τσέπη του ένα ευρώ και μου το ‘δωσε. «Αν και θα έπρεπε να μου το δώσεις εσύ αυτό», είπε, «για το μάθημα». Θολωμένος κάπως μάζεψα τα τσιγάρα μου κι έφυγα. Μετά ξαναγύρισα και πήρα και το βιβλίο. Στον δρόμο σκεφτόμουν συνεχώς πιο πραγματικά ήταν το μάθημα.