Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

Οι "όροι" του pirandello.

«Τι έχεις, δε σε βλέπω καλά» είπε ο Pirandello. «Δεν είμαι καλά από χθες» είπα, «είχα μια άσχημη μέρα». «Και τι έγινε;» «Τίποτα, πιέστηκα… κάποια πράγματα που πέφτουν όλα μαζί». «Και στην πέφτουν και σε ρωτάνε τι και πώς ε;» «Ακριβώς. Ο κόσμος δεν αντιλαμβάνεται μερικά πράγματα, το πότε πρέπει να κάτσει στ’ αυγά του και να μην πει τίποτα». «Κατάλαβα» είπε ο Pirandello, «κάνε πέρα». «Τι θες να κάνεις;» «Θα γράψω εδώ δυο κουβέντες που δε θες να γράψεις εσύ». Του παρέδωσα το πληκτρολόγιο. «Κατ’ αρχάς να πω πως το κινητό το ‘χω για τις δουλειές μου. Δεύτερο αν θέλω να γράψω περισσότερα, γράφω. Αν δε γράφω πάει να πει πως δε θέλω. Τρίτο, εγώ δε ρωτάω κανέναν για τα προσωπικά του και άρα δε θέλω να με ρωτάνε. Τέταρτο, όποιος δεν τα πάει καλά με τους όρους μου πάει σπίτι του». «Είναι πολύ σκληρό, μυν το γράψεις». «Δεν είναι σκληρό, είναι αληθινό. Κι αν δε βάζεις όρια βάζει ο άλλος τα δικά του και την πατάς. Θες;» «Μάλλον όχι. Αλλά γράψτο με πιο όμορφο τρόπο». «Να γράψω από κάτω ένα συγγνώμη να τελειώνουμε;» «Δεν ξέρω, γράψε ό,τι θες». «Ωραία, δε γράφω τίποτα».