Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2008

Το “τι είναι” και το “τι δεν είναι” του pirandello

Ο pirandello έκανε το σπίτι άνω κάτω, δεν έλεγε σε κανέναν δε τι ακριβώς γύρευε.
Κάποια στιγμή εμφανίστηκε στο σαλόνι, με τα χέρια απλωμένα μπροστά, σαν υπνοβάτης. Είχε δέσει τα μάτια του μ’ ένα μαντήλι.
Οι άλλοι κοίταζαν.
Ο Pirandello έκανε δυο τρία βήματα, σκόνταψε σ’ ένα έπιπλο και κόντεψε να πέσει. Οι άλλοι έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει, δεν συμβαίνει τίποτα είπε, κάνω ένα πείραμα.
Τι πείραμα; Τον ρώτησαν οι υπόλοιποι.
Κοιτάζω πώς είναι το να μην βλέπεις είπε αυτός.
Πάντα με τα χέρια μπροστά βρήκε την μπαλκονόπορτα, έφτασε στην άκρη και βγήκε στη βεράντα.
Πρόσεξε του είπε κάποιος, θα σκοτωθείς μ’ αυτές τις βλακείες.
Ο Pirandello έπιασε το κάγκελο και πήγε μέχρι την άκρη. Μετά, όταν έφτασε στη μέση περίπου του κήπου σταμάτησε κι έμεινε κάμποση ώρα ακίνητος, με το κεφάλι ψηλά, σαν να οσμίζονταν τον αέρα.
Τον πλησίασα μήπως ήθελε κάτι.
Δεν είναι κάτι καινούργιο είπε, ούτε πρόκειται για άλλη αίσθηση. Είναι σαν αναθεώρηση της ζωής, του ποιος είσαι. Όλα υπάρχουν και δεν υπάρχουν, είναι και δεν είναι. Όλα χρειάζεται να τα ερευνήσεις, να τα ψηλαφίσεις, να τα δεις από κοντά, αλλιώς είναι φαντάσματα, ένας κόσμος γεμάτος φαντάσματα.
Δεν υπάρχει τίποτα από ‘κείνα που ήξερες, δεν υπάρχει ομορφιά, φως, σκιές, είναι αλλιώς, όλα. Είναι άγνωστα, όλα. Είναι χωρίς χαρακτηριστικά, είναι μπερδεμένα, δεν ξέρεις τι είδος πουλί είναι αυτό που ακούς, δεν ξέρεις τι σηκώνει από κάτω ο αέρας, τι χρώμα ήταν το αυτοκίνητο που πέρασε, ποιο κανάλι παρακολουθείς στην τηλεόραση, πόσο οι άλλοι γέρασαν, τι φοράνε, πώς σε κοιτάζουν, έχεις πολλά κενά, είσαι ολόκληρος ένα κενό.
Ίσως είσαι αυτό που πραγματικά είσαι, μια σκέψη που έχει παγιδευτεί κάπου, μέχρι να καταφέρει να φύγει πάλι.
Ξέρεις που είμαστε; Ρώτησε.
Ναι είπα, στη μέση του κήπου.
Όχι φίλε μου είπε ο Pirandello, εσύ είσαι στη μέση του κήπου, εγώ είμαι οπουδήποτε।