Παρασκευή 24 Απριλίου 2009

Τα “οικογενειακά” του pirandello

ο καιρός είναι όμορφος, οδεύουμε στο τέλος της άνοιξης, πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε φέτος με τις διακοπές… γιατί δόξα να ‘χει ο Κύριος είμαστε και πολλοί, καλά να ‘μαστε.
Ώρες – ώρες σκέφτομαι πόσο δίπλα μας είναι η ευτυχία καμιά φορά, εμείς λίγο έλειψε.
Τρία γεγονότα διασάλευσαν την οικογενειακή μας γαλήνη εκείνο το καλοκαίρι. Το ότι εγώ επισημοποίησα τη σχέση μου με την ωραιότατη υπηρέτρια που είχαμε, το ότι η γυναίκα μου τα ‘φτιαξε επιτέλους με την παιδική της φίλη και το ότι ο γιός μας βρήκε κι αυτός γκόμενο. Αυτά τα τρία ενώ κανονικά θα έπρεπε να επιφέρουν επιτέλους την ευτυχία, επέφεραν στον πατέρα μου ένα εγκεφαλικό και στην πεθερά μου ένα μεγάλο καρδιακό επεισόδιο, λόγους για τους οποίους κι οι δύο κατέληξαν. Ευτυχώς οι δυσάρεστες αυτές συνέπειες ήρθαν αμέσως μετά τα γεγονότα στις αρχές του καλοκαιριού κι έτσι μπορέσαμε μετά τα σαράντα να κάνουμε τις διακοπές που είχαμε ως οικογένεια προγραμματίσει.
Το βασικό πρόβλημα ήταν το ζωντανό, όλοι αγαπούσαν τον Λύκο αλλά ποιος να τον πρωτοπάρει; Αυτό μας αναστάτωσε και αφού συσκεφτήκαμε αρκετά, πράγμα που είχαμε να κάνουμε χρόνια, αποφασίσαμε να τον παίρνουμε εναλλάξ. Ο Λύκος αν και απέκτησε έτσι δύο ακόμα σπίτια, έδειχνε ολοφάνερα τη δυσαρέσκειά του και άρχισε να δαγκώνει, ανεξαιρέτως. Επισκεφτήκαμε ψυχίατρο όπως μας σύστησαν κι αυτός απεφάνθη πως καλύτερα το σκυλί να μείνει στο παλιό του σπίτι που αισθάνεται οικεία και ασφαλής, όπως και κάναμε. Τώρα αντί να πηγαινοφέρνουμε τον σκύλο πηγαινοερχόμαστε εμείς, το μπάνιο έχει γεμίσει οδοντόβουρτσες και δεν τα βρίσκουμε στις μέρες αλλά ο Λύκος μας ηρέμησε.
Ξέχασα ν’ αναφέρω ότι για τις δουλειές προσλάβαμε μία Βουλγάρα την οποία πληρώνουμε από κοινού και όχι όπως παλιά που τα πλήρωνα όλα εγώ, να δουν κι οι άλλοι τη γλύκα. Την Κυριακή που φάγαμε όλοι μαζί είπαμε να βγάλουμε άδεια και να ρίξουμε τα δύο πατώματα που θέλαμε πάντα και να μένουμε πάνω – κάτω στο μέλλον, η γυναίκα μου θ’ αναλάβει τη διακόσμηση με τη φίλη της που είναι ειδική, τη δε οικοδομή θ’ αναλάβει ο φιλαράκος του γιού μας που είναι κι αρχιτέκτονας. Έτσι θα κόψουμε τα σούρ’ τα – φέρ’ τα και θα μειώσουμε και τα έξοδα, με το δάνειο δε που θα πάρουμε θα πάρω κι εγώ το σκαφάκι που ‘χω υποσχεθεί στη δικιά μου τόσο καιρό τώρα.
Σήμερα που έπινα τον καφέ μου με θυμήθηκε ένας φίλος απ’ τα παλιά, χώρισε λέει και τώρα έχει τραβήγματα με δικαστήρια, διατροφές και δεν ξέρω κι εγώ τι. Του είπα πως πολύ λυπάμαι αλλά μέσα μου πολύ χάρηκα που εμείς σαν οικογένεια δεν είχαμε ποτέ τέτοια θέματα. Αυτός όμως ποτέ δεν ήταν προχωρημένο άτομο όπως εμείς… καλά να πάθει.