Κυριακή 19 Απριλίου 2009

Το “Πάσχα” του Pirandello

Είχαμε δέσει στ’ ανοιχτά του λιμανιού κι ο ήλιος τώρα προσπαθούσε να ξεμυτίσει μες απ’ τα σύννεφα.

«Το κατάρτι είναι που τρίζει;» ρώτησε ο pirandello, «ή το σκαρί;»

Βλέπαμε μπροστά μας την Ύδρα, φαινόταν καθαρά τα σπίτια, το πήγαινε – έλα στην προκυμαία.

«Πόσο βαραίνει τους ποιητές το Πάσχα, τα Θεία πάθη…» είπε με τα μάτια κλειστά να μην ζαλίζεται, «ενώ εμείς οι άλλοι απλώς μετράμε τις αργίες, πότε θα ξημερώσει Κυριακή. Από πριν έτοιμες οι σούβλες, τα κοκορέτσια αλατοπιπερομένα, απ’ το πρωί ν’ ανάψουμε τα κάρβουνα, μην μας πάρει το μεσημέρι και δεν φάμε».

Εγώ είχα δυσπεψία απ’ τα χθεσινά και δεν μίλαγα.

«Ελάχιστο δάκρυ την ώρα της αποκαθήλωσης, τα αυγά βαμμένα από την Πέμπτη, τα τσουρέκια πλασμένα και ψημένα στους 180, κατά γράμμα του Παρλιάρου η συνταγή. Ναι, τα πάμε πολύ καλά με τα έθιμα, δυο πιάτα η μαγειρίτσα στον καθένα, κρασί που το ευλόγησε κι ο Κύριος - που λέει ο λόγος - «δεν ήταν ακριβά» ο απολογισμός».

Εγώ χαιρετούσα κάποιον γνωστό που μας κουνούσε το χέρι απ’ την ακτή.

«Ευτυχώς που υπάρχουν οι ποιητές να λέμε» συνέχισε σαν από άλλο έργο. «Να κλαίνε για ‘μας».