Σάββατο 6 Ιουνίου 2009

Η αγρανάπαυση, το ψάρι κι ο Pirandello

«Ώστε, θέλοντας και μη, αγρανάπαυση;» ρώτησα.

«Δεν ξέρω, μάλλον αμηχανία θα το έλεγα» είπε ο Pirandello μετά από σκέψη. Κουδούνιζε αφηρημένα ένα κουταλάκι στο φλιτζάνι του, «πάντα μετά από κάτι τέτοιο νοιώθω αμήχανος, ξεθυμασμένος».
«Είναι ένα διάλειμμα, με το που θα περάσουν κι οι εκλογές όλα θα είναι πάλι κανονικά, όπως πριν».
«Τίποτα ποτέ δεν είναι όπως πριν, πάντα εγώ είμαι διαφορετικός, κάπως. Όλα είναι διαφορετικά αλλά κυρίως εγώ, σαν να επανέρχομαι στην αρχή».

Ένα πουλάκι πέταξε και άρχισε να τσιμπολογάει κάτι ανάμεσα στα πόδια μας.
«Τι πουλί είναι αυτό;» ρώτησε.
«Δεν ξέρω» είπα, «Σουσουράδα;»

Αυτός αδιαφόρησε για το πουλί. Σηκώθηκα κι έβαλα καφέ στην κούπα μου κι ύστερα γέμισα ξανά τη δική του. Εκείνος ούτε που το πρόσεξε.
«Είναι σαν να είμαι στο πουθενά» είπε.
«Δες το σαν μια νέα αρχή…» είπα να πω κι εγώ μια αρλούμπα, «σαν ευκαιρία που σου δίνεται. Αυτό πήρε τώρα τον δρόμο του κι εσύ θα πάρεις τον δικό σου, θα δεις τον κόσμο μ’ άλλα μάτια, θα πας γι’ άλλα».
«Δεν ξέρω γιατί απ’ όλα πρέπει ν’ ανησυχώ» είπε, «δουλειά δεν είχαμε – δουλειά βρήκαμε».

«Θα πάω μια μεγάλη βόλτα» είπε. «Το μεσημέρι θα ήθελα να φάω ψάρι».
Σηκώθηκα και μάζεψα τα πράγματά μου απ’ το τραπέζι, «θα έρθω μαζί σου» του είπα.
«Καλύτερα όχι» έκανε ο Pirandello ενώ ήταν ήδη στην πόρτα, «τους αυτοπροσδιορισμούς τους κάνει πάντα ο καθένας μόνος του. Εσύ φρόντισε σε παρακαλώ για το ψάρι».
«Τι ψάρι;» του φώναξα.
«Μου είναι αδιάφορο» είπε ενώ ήταν ήδη στο δρόμο για την παραλία. «Αρκεί να το φάμε εμείς…» φώναξε.