«Τι είναι ο άνθρωπος, ένα τίποτα» είπε ο pirandello. «Αυτό το έλεγε ο πατέρας μου. Κι εγώ, στην ηλικία που είμαι θα έπρεπε να ξέρω πια».
Προσπαθούσα να εναρμονιστώ με το βήμα του και να μην γκρεμιστώ στον γκρεμό που έχασκε από κάτω. Εκείνος, από τη μέσα μεριά του μονοπατιού δεν διέτρεχε κανένα κίνδυνο και ενώ μιλούσε όλο και μ’ έσπρωχνε ασυναίσθητα.
«Ούτε καν το κέφι του δεν μπορεί να κάνει κάποιος» έλεγε χειρονομώντας με το ελεύθερο χέρι του, «είδες πώς μας κοίταζαν όλοι επειδή έτσι μου ‘ρθε να πάρω μαζί μια ομπρέλα;»
«Η αλήθεια είναι πως δεν χρειάζεται» είπα πίσω του.
«Τίποτα δεν χρειάζεται αν το καλοσκεφτείς» είπε εκείνος χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει, «θα μπορούσες να περπατάς και χωρίς παπούτσια κι όμως φοράς».
«Άλλο τα παπούτσια» είπα.
«Θεωρείς πως έπρεπε να ζητήσω από κάποιον την άδεια για να κρατήσω μια ομπρέλα; Ποιόν ενδιαφέρει το τι κάνω εγώ;»
«Κανέναν. Απλώς φαίνεται παράξενο».
«Ο κόσμος είναι γεμάτος παραξενιές, δεν έπρεπε να τους κάνει εντύπωση μία ομπρέλα».
«Πρέπει να παραδεχθείς πως δεν είναι και το πλέον συνηθισμένο να κυκλοφορεί κάποιος με ομπρέλα με τέτοιο καιρό».
«Έπρεπε να το φανταστώ πως θα σκεφτόσουν με τέτοιο τρόπο».
«Δεν καταλαβαίνω, τι έχει ο τρόπος μου;»
Ο Pirandello σταμάτησε απότομα και με κοίταξε. Εγώ βρήκα ευκαιρία να χωθώ την ίδια στιγμή στη σκιά, να πάρω μια ανάσα σαν άνθρωπος.
«Αφού σου φαίνεται παράλογο το γεγονός γιατί δεν κάθεσαι να σε καίει ο ήλιος;» ρώτησε.
Ενστικτωδώς έκανα ένα βήμα πίσω. «Ναι, παραδέχομαι πως δεν είναι κακή ιδέα» είπα.
Ο Pirandello έκανε μεταβολή, με προσπέρασε και πήρε τον δρόμο του γυρισμού. Μπρος αυτός, πίσω εγώ περπατήσαμε έτσι γι’ αρκετή ώρα. Εγώ φρόντιζα να βρίσκομαι αρκετά κοντά ώστε να περπατάω υπό σκιά.
«Απλώς ήθελα να πω πως αν έκανε ο καθένας το κέφι του αυτός ο κόσμος θα ήταν πιο υποφερτός, η ζωή μας πιο εύκολη» είπε. «Κι ίσως να ‘μασταν ένα βήμα πλησιέστερα στην ευτυχία».
Μία ψιχάλα με βρήκε στη μύτη κι ύστερα άλλη και άλλη. Λίγα μέτρα απ’ το σπίτι ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει κι έβρεχε κανονικά. Αναγκάστηκα να τον κρατήσω απ’ το χέρι για να προστατευτώ απ’ τη βροχή. Συναντηθήκαμε και με κάποιους που έτρεχαν να προφυλαχθούν από την ξαφνική μπόρα. Εκείνος στάθηκε και τους κοίταζε, απαθής.
«Όλοι αυτοί δεν ήταν που μας κορόιδευαν πριν;» ρώτησε.