Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009

Ο Γουάτσον κι ο Pirandello

«Επιτέλους, ξεφύγαμε απ’ αυτήν την υστερία των blogs» είπε ο Pirandello. «Κανένας δεν γράφει πια».
«Εμένα με θλίβει λίγο αυτό μπορώ να σου πω», είπα. «Απ’ την άλλη όλα τελειώνουν κάποτε, κάποτε θα μας τέλειωναν και τα blogs».
«Ο κόσμος πάει μπροστά φίλε μου», είπε. «Ήταν αστείο άλλωστε, μεγάλοι άνθρωποι να παίζουμε όλη μέρα μ’ αυτό το πράγμα». «Αναρωτιέμαι αν είχα και τίποτα άλλο να πω», είπε και σηκώθηκε. «Τους είπα για τη θάλασσα, τον ουρανό, τους είπα για τον κήπο μου, τη σχέση μου με τον Θεό, τους ανθρώπους… δε θυμάμαι αν τους μίλησα και για τον έρωτα, δε μπορεί κάτι θα είπα και γι’ αυτό, τι άλλο μένει να πει κανείς;»
«Ώστε αυτό ήταν; Δε θα γράψεις ξανά;», ρώτησα.
«Όχι, όχι, δεν είπα αυτό, είπα, ή μάλλον έχεις δίκιο, δεν είπα, τώρα θα πω, πως μου ‘χει φύγει το άγχος, μη γράφοντας κατάλαβα πως δεν υπήρχε και πραγματικός λόγος που έγραφα».
«Και; Θα γράφεις ή δε θα γράφεις; Δεν κατάλαβα».
«Άμα έχεις κάτι να πεις το λες» είπε ο Pirandello. «Αλλιώς δε χρειάζεται να σκοτίζεις και τους άλλους μ’ ένα σωρό ανοησίες».
«Ναι, αλλά άμα κόψεις κι από ‘δω, τι άλλο θα κάνεις; Μου λες;»
Έμεινε για λίγο αμίλητος, σκεπτικός. «Δεν ξέρω είναι η αλήθεια», είπε. «Στην ηλικία που είμαι και δεν έχω τι άλλο να κάνω πέρα απ’ το να παίζω όλη μέρα στο blog, σου φαίνεται φυσικό τώρα αυτό;»
«Είναι καλύτερο απ’ το να ξημεροβραδιάζεται στο καφενείο κανείς, σίγουρα».
Το σκέφτηκε για λίγο. «Ωραία», είπε μετά, «πες πως γράφω κάτι, τι το ενδιαφέρον κάναμε σήμερα;»
Έριξα μια ματιά στο ρολόι μου, «είναι ώρα να φύγω», είπα.
Με ακολούθησε μέχρι την πόρτα, «ναι, αλλά δε με βοηθάς έτσι, πες μου τι θα μπορούσα να γράψω και φύγε».
«Γράψε… για την τιάρα των Αψβούργων», του είπα.
Έδειχνε κάπως σαν σκοτισμένος, τον λυπήθηκα να σου πω. «Γράψε γι’ αυτά που είπαμε εδώ σήμερα», του είπα. Αυτός άνοιξε τα χέρια του και με αγκάλιασε: «Τι θα έκανα χωρίς εσένα Γουάτσον», μου είπε, «Τι θα έκανα χωρίς εσένα;»