Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009

Η νύχτα κι ο Pirandello

Όταν ο pirandello κοίταξε το ρολόι του, ή ώρα δεν ήταν καν τρεις. «Έχω πάψει και να κοιμάμαι σαν άνθρωπος», μονολόγησε. Σηκώθηκε μετά κι έφτιαξε καφέ. «Πολύ δύσκολη νύχτα», είπε.
Άνοιξε τον υπολογιστή, ήπιε μια γουλιά, άναψε τσιγάρο. Η οθόνη αναβόσβηνε, τα προγράμματα έτρεχαν.
Είδε πρώτα αν του ‘χε γράψει κανείς. Δεν του ‘χε γράψει. Είδε μετά στις επαφές μήπως ήταν ξύπνιος άλλος κανείς. Δεν ήταν. Ήπιε κι άλλη γουλιά, άναψε κι άλλο τσιγάρο. Άνοιξε στο τέλος μια σελίδα στο word κι έγραψε τα παραπάνω.
«Όταν ήμουν παιδί», έγραψε, «μου έλεγαν θυμάμαι, να μην πηγαίνω στο δάσος. Με το πες – πες είχα φοβηθεί. Κάποιο βράδυ, μόλις που ‘χε νυχτώσει έκανα βόλτες πάνω – κάτω με το ποδήλατο, μέχρι την άκρη του δρόμου και πίσω. Εκεί στο τέλος υπήρχε μια κολώνα με μια λάμπα που φώτιζε. Πιο πέρα σκοτάδι, απειλητικό το βουνό.
Δίστασα μια στιγμή. Μετά σούφρωσα ένα μαχαίρι απ’ την κουζίνα και προσέχοντας μη με πάρει χαμπάρι κανείς ξεγλίστρησα πάλι στον δρόμο. Ήξερα πως θα με έψαχναν σε καμιά ώρα, ήξεραν πως μου άρεσε να κρύβομαι πότε εδώ και πότε εκεί. Μερικά μέτρα πιο ‘κει το φως της λάμπας κρύφτηκε κι αυτό απ’ τα δέντρα.
Το ήξερα το βουνό, κάθε του σπιθαμή. Μα το βράδυ ήταν αλλιώς, κάθε ήχος, κάθε τρίξιμο, κάθε πετραδάκι που κατρακύλαγε. Φοβόμουν, θα φοβόμουν και τίποτα να μην μου είχανε πει.
Έκανα μια μεγάλη βόλτα, όχι τόσο μεγάλη σαν εκείνες που έκανα το πρωί, δεν πήγα ας πούμε στον γκρεμό αλλά τριγύρισα το δάσος για πολύ ώρα. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή και δεν έβλεπα την ώρα να γυρίσω πίσω αλλά την έκανα τη διαδρομή. Τέλος είδα πάλι το φως της λάμπας.
Γύρισα κι έβαλα το μαχαίρι στη θέση του. Οι άλλοι συζητούσαν στη βεράντα. Τα είχα καταφέρει αλλά δεν ξέρω ποιος νίκησε τελικά τι».