Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2009

Οι αντικατοπτρισμοί κι ο Pirandello

«Να σε συστήσω στον ομοτράπεζό μας» είπε ο pirandello και μου αποκάλυψε έναν καθρέφτη με μια φίνα κορνίζα, ελαφρώς μπανάλ.
«Ντρέπεσαι να πεις τελείως μπανάλ;» είπε και μου έδειξε την άλλη καρέκλα. Θα μου έκανε το τραπέζι αλλά δεν ήθελε λέει να φάμε τελείως οι δύο μας... ούτε ήθελε να βγει έξω, τον κουράζει το έξω.
«Θα σερβίρεις εσύ βέβαια» μου είπε.
Το φαγητό ήταν έτοιμο, εγώ έπρεπε μόνο να το ζεστάνω, να φουντώσω δηλαδή τον φούρνο για δέκα λεπτά στους 250c βαθμούς, «αυτό κάνει το φαγητό να δείχνει σαν μόλις να βγήκε» είπε.
Έκανα όπως μου είπε, ανοίξαμε και κρασί και φάγαμε, εμείς και τα είδωλά μας πιο 'κει.
«Πολύ ωραία βραδιά» είπα στο τέλος, έτσι για να πω κάτι. Φαντάστηκα πως θα μου έλεγε κάτι για το γεγονός των ημερών, να μου πει τι είχε κατά νου, να μου δώσει μια συμβουλή, να μου δικαιολογήσει γιατί δώσαμε αυτή την παράσταση με τους καθρέφτες έστω, δεν γινόταν αυτό να έγινε χωρίς λόγο, ήμουν περίεργος τέλος πάντων.
Εκείνος κοίταξε μια εμένα και μια τον καθρέφτη. Μετά άναψε τσιγάρο. Εγώ περίμενα.
«Τι υποχρεώνει έναν άνθρωπο να 'ρχεται κάθε τόσο αντιμέτωπος με τον εαυτό του, ξέρεις;» ρώτησε ο pirandello.
Κοίταζα σαν χαμένος, «πώς σου 'ρθε τώρα αυτό;», ρώτησα με τη σειρά μου.
«Τι πάει να πει πώς μου ήρθε;» είπε. «Όπως σου 'ρχονται όλα εκείνα που σκέφτεσαι. Γιατί υπάρχει πάντα κάτι που σε τρώει από κάτω... τι διάολο είναι αυτό το κάτι;»
«Κάποια υπόφυση φαντάζομαι» είπα.
«Οπωσδήποτε μια υπόφυση» έκανε εκείνος, «αλλά γιατί να υπάρχει κάτι τέτοιο; Σε τι εξυπηρετεί το ν’ αυτό-αξιολογείσαι κάθε φορά ή ν’ αυτό-λογοκρίνεσαι, γιατί να βάζεις τον εαυτό σου σε μια τέτοια διαδικασία, ποιος ο λόγος;»
«Για να γίνεις καλύτερος υποθέτω».
«Καλύτερος; Κι αν είσαι εγκληματίας; Θα γινόσουν καλύτερος άνθρωπος ή καλύτερος εγκληματίας; Αυτό σκέφτομαι και δεν βγάζω άκρη».