Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010

Ο Μπαμπινιώτης κι ο pirandello

«κορβανάς», διάβασε ο pirandello, «αρχική σημ. «ο θησαυρός του ναού στην Ιερουσαλήμ, παλιά ιστορία δηλαδή». Αναστέναξε και συνέχισε: «πβ. Ματθ. 27, 6: Οι δε αρχιερείς λαβόντες τα αργύρια ειπον ουκ εξεστιν βαλεϊν αυτά εις τον κορβανάν, έπεί τιμή αίματος εστί») < κορβάν < εβρ. qorbin «προσφορά, δώρο… πράγμα που σημαίνει πως θα φτύσουμε αίμα γι’ αυτό το κωλοταμείο».
Συνέχισε να ξεφυλλίζει μετά μανίας τον Μπαμπινιώτη: «Σπέκουλα, σπρεντ… όλο καινούργιες λέξεις. Ξέρει δηλαδή ο κόσμος τι μας λένε;»
«Δεν ξέρω», είπα.
«Δε μιλάμε πια σαν άνθρωποι, αυτό ξέρω εγώ, γίναμε ταμιακές μηχανές».
«Τώρα που είπες ταμιακές, παίρνουν κάθε μέρα τηλέφωνο από τις Τράπεζες, τι να τους πω;»
«Να τους πεις να μη παίρνουν από απόκρυψη, αυτό να τους πεις».
«Μάλιστα», είπα.
«Και να πάρεις σπρέι. Θα γράψουμε απ’ έξω πως είμαστε υπερκαταναλωτικά γουρούνια».
«Να μη γράψω: Υπερκαταναλωτικά γουρούνια – Τραπεζίτες – Δολοφόνοι;»
Δεν πήρα απάντηση κι έκανα να φύγω.
«Να γράψεις κι αυτό που έλεγε κάθε πρωί ο πατέρας μου», είπε χωρίς να σηκώσει τα μάτια του απ’ τον Μπαμπινιώτη.
«Τι δηλαδή;»
«Αλήτες», είπε, «λεχρίτες, κερχανατζήδες, ρουφιαμπάσιδες».