Δευτέρα 12 Ιουλίου 2010

Τα λουλούδια του Pirandello

Τελικά δέχθηκα και μου κάνανε εκείνη την ένεση. Πρέπει να κοιμήθηκα αρκετές ώρες, τώρα είναι σχεδόν απόγευμα, «της επομένης», μου διευκρίνισε η προϊσταμένη. Δε μιλούσα και αποφάσισε να μου δείξει τον καλό της εαυτό, λες κι αυτό θα έλυνε όλα μου τα προβλήματα.
«Φαίνεστε πολύ καλύτερα απόψε», μου είπε και μου ‘στρωσε πάλι το σεντόνι, «θέλετε μήπως κάτι;»
«Σαν τι;», απάντησα κάπως έντονα.
«Ποιος είναι αυτός ο Πιραντέλο που λέτε στον ύπνο σας;»
«Pirandello. Όχι Πιραντέλο, pirandello».
«Δεν καταλαβαίνω τη διαφορά, τέλος πάντων, ποιος είναι;»
«Αυτός ο φίλος που είχε έρθει προχθές».
«Μάλιστα».
«Εσείς επιμένετε πως δεν ήρθε κανείς. Ήσασταν εδώ; Εννοώ χθες, τη νύχτα, ήσασταν εδώ;»
«Όχι συνέχεια, έχει και άλλους ασθενείς ο όροφος».
«Τότε πώς μπορείτε να λέτε με τόση βεβαιότητα ότι δεν μ’ επισκέφτηκε κανείς;»
«Γιατί ήταν μεσάνυχτα και το επισκεπτήριο τώρα το καλοκαίρι είναι το πολύ μέχρι τις εννιά, μετά απαγορεύεται, κλείνουν οι πόρτες».
«Εσείς αν θέλετε κάτι δεν μπορείτε να βγείτε και να μπείτε ξανά στη συνέχεια;»
«Φυσικά μπορώ. Εδώ όμως τώρα μιλάμε για το επισκεπτήριο… και ‘κείνη την ώρα δε μπορεί να μπει κάποιος, εκτός αν είναι γιατρός ή κάτι τέτοιο».
«Τι κάτι τέτοιο;»
«Προσωπικό. Νοσηλευτής, τραυματιοφορέας, μια καθαρίστρια, άνθρωποι που δουλεύουν εδώ».
«Κι αυτοί μπαίνουν κανονικά;»
«Τι εννοείτε κανονικά; Μπαίνουν από την πόρτα».
«Την κεντρική;»
«Όχι, αυτή κλείνει».
«Άρα υπάρχει και άλλη πόρτα».
«Και βέβαια υπάρχει, είναι νοσοκομείο, έχει πολλές πόρτες».
«Και ελέγχονται;»
«Όχι, δε νομίζω… καταλαβαίνω πού το πάτε αλλά χθες δεν ήρθε κανείς, δεν ήρθε κανείς άγνωστος, ρώτησα».
«Άρα πιστεύετε πως είχα παραισθήσεις».
«Δεν είπα αυτό».
«Πώς δε λέτε αυτό; Αφού λέω πως ήρθε κάποιος κι εσείς λέτε πως δεν ήρθε, εγώ πρέπει να ‘χω παραισθήσεις».
«Εντάξει. Θέλετε να παραδεχθώ πως ήταν κάποιος εδώ χθες; Το παραδέχομαι, ησυχάστε τώρα».
«Μπορείτε να μου σηκώσετε λίγο το μαξιλάρι;»
«Βέβαια… τόσο είναι καλά;»
«Ναι, ευχαριστώ».
«Θέλετε κάτι άλλο;»
«Όχι, είμαι καλά».
«Ωραία, θα περάσω πάλι αργότερα».
«Να περάσετε.
«Θέλετε κάτι ιδιαίτερο απόψε για φαγητό;»
«Όχι, ευχαριστώ, μια χαρά είναι το φαγητό».
«Ωραία λοιπόν, σας αφήνω να ξεκουραστείτε».
«Μπορείτε να μου πείτε τι ώρα είναι παρακαλώ;»
«Βεβαίως, είναι 3:18 μμ «.
«Ευχαριστώ».
Έκανε ζέστη. Οι ώρες κυλούσαν απελπιστικά αργά. Ξαφνικά ένοιωσα να μου τραβάνε πάλι το σεντόνι. Ήθελα πολύ να ρωτήσω: «ποιος είναι;», αλλά δε ρώτησα.
«Κοιμηθήκατε, μπράβο», άκουσα πάλι την προϊσταμένη.
«Δεν έκλεισα μάτι, πώς βγάλατε το συμπέρασμα ότι κοιμήθηκα;»
«Αχ, κρίμα», είπε εκείνη, «αλλά τι βλέπω; Είχατε επισκέψεις;»
«Όχι, δεν ήρθε κανείς. Μην αστειεύεστε μαζί μου παρακαλώ».
«Μα δεν αστειεύομαι, ποτέ δεν αστειεύομαι όταν έχω υπηρεσία».
«Μα αφού σας λέω πως δεν κοιμήθηκα, πώς θα είχα επισκέψεις;»
«Τότε… αυτά τα λουλούδια, ποιος σας τα έφερε;»