Σάββατο 10 Ιουλίου 2010

Ο θάλαμος του Pirandello

Όταν ξύπνησα χρειάστηκε να μου επαναλάβουν δεκάδες φορές πως διέφυγα τον κίνδυνο, απηυδισμένοι κάπως γιατί τους έκανα διαρκώς τις ίδιες ερωτήσεις.
«Και ο pirandello;»
«Όλα θα πάνε καλά, ησύχασε».
Κατάλαβα και δεν συνέχισα.
Με κρατάνε σε καταστολή, την γλύτωσα παρά τρίχα, λέει ο γιατρός που έρχεται δυο ή τρεις φορές την ημέρα.
«Γιατρέ, θα περπατήσω;»
«Το μόνο που χρειάζεται είναι ανάπαυση, αυτά τα πράγματα παίρνουν καιρό».
«Θα δω γιατρέ;»
«Είναι νωρίς ακόμα, όλα πήγαν καλά;»
«Ο Pirandello;»
Σιωπή.
Είμαι μια βδομάδα τώρα σ’ αυτό το παλιοκρέβατο και δεν κοιμάμαι πια όπως πριν. Δεν μπορώ άλλωστε, κάθε τρεις και λίγο κάποιος ή κάποια έρχεται και σε τραβολογάει να δει αν πέθανες. Τώρα μου ταρακουνάει το πόδι, θα κάνω τον ψόφιο.
«Εδώ είσαι; Σε ψάχνω όλη τη μέρα».
Έβαλα τα κλάματα: «νόμιζα πως είχες πεθάνει… ρωτούσα συνέχεια αλλά δε μου έλεγε κανείς τίποτα… αλλά πώς;»
«Κανονικά, άμα δεν είναι η ώρα σου… εσύ, πώς είσαι;»
«Δεν ήταν η ώρα μου», λέω και βάζουμε τα γέλια.
Μου πιάνει το χέρι και μου δίνει να πιάσω κάτι. Είναι κρύο… και μοιάζει με φάκελο… Θεέ μου… όχι πάλι.
«Ηρέμησε καημένε σοκολάτες είναι», λέει.
«Δε θα το ξεχάσω ποτέ».
«Είμαι σίγουρος».
«Ξέρεις, σκεφτόμουν εκείνον τον άνθρωπο… ούτε που πρόλαβε να σκεφτεί».
«Ναι, δυστυχώς. Αλλά δε νομίζω πως το σκέφτεται κανείς άλλος αυτό… κρίμα τον άνθρωπο. Είναι άσκοπες αυτές οι ενέργειες».
«Είναι εγκληματικές, όποιος το έκανε είναι εγκληματίας».
Δε μιλάει.
«Γιατί δε λες τίποτα;»
«Τι να πω; Δεν είναι ώρα για τέτοιες συζητήσεις».
«Ξέρεις, σκεφτόμουν πως η ζωή είναι ένα τίποτα… για κάποιους».
«Για όλους είναι ένα τίποτα, απλώς σε μερικούς τους διαφεύγει».
«Πότε θα βγούμε, ξέρεις;»
Πάλι δε μιλάει.
«Δέκα μέρες; Είκοσι;»
«Πρέπει να γυρίσω στον θάλαμό μου, υποτίθεται πως βγήκα έξω για να καπνίσω και λείπω μια ώρα, θα με ψάχνουν».
«Πού σε έχουν;»
«Εδώ, απέναντι».
Μου πιάνει πάλι το χέρι: «Θα ξανάρθω, αύριο».
«Είναι μέρα ή νύχτα;»
«Νύχτα».
«Εντάξει, αύριο», λέω.
«Αύριο», λέει κι αυτός.
«Μη μου τραβολογάς τα σκεπάσματα», λέω, «μ’ έχουνε φάει τα κουνούπια».
«Τι είπατε;», ρωτάει μια άλλη φωνή, κάποια νοσοκόμα υποθέτω.
«Είπα πως έχει κουνούπια», λέω εκνευρισμένος, «μου τσιμπάνε τα πόδια».
«Τα πόδια;»
«Ναι, τι σας κάνει εντύπωση;»
«Τίποτα, τίποτα», λέει η νοσοκόμα.
«Μήπως μπορείτε να πείτε κάτι στον φίλο μου που ήταν εδώ πριν; Ξέχασα να του πω κάτι».
«Το επισκεπτήριο είναι κάθε μέρα στις πέντε. Πότε ήταν αυτός ο φίλος σας εδώ;»
«Μα τώρα, ένα λεπτό πριν».
«Δεν ήταν κανείς εδώ, κοιμηθείτε, χρειάζεστε ανάπαυση».
«Μα πώς δεν ήταν; Είναι απέναντι, στον απέναντι θάλαμο και ήταν εδώ ένα λεπτό πριν».
«Απέναντι;»
«Ναι. Και ήταν εδώ ένα λεπτό πριν».
«Θα ειδοποιήσω τον γιατρό να σας κάνει μια ένεση».
«Δεν χρειάζομαι ένεση, θέλω απλώς να πω στον φίλο μου κάτι που ξέχασα».
«Μα κύριε…»
«Φωνάξτε μου την προϊσταμένη, θέλω την προϊσταμένη».
«Εγώ είμαι η προϊσταμένη, θα ειδοποιήσω τον γιατρό για την ένεση».
«Μα του μίλησα, πριν από ένα λεπτό ήταν εδώ, είναι γύρω στα πενήντα, με γυαλάκια… τίποτα το ιδιαίτερο…»
«Σας καταλαβαίνω, δεν είναι εύκολο».
«Δε θέλω να με καταλάβετε, θέλω να μιλήσω στον φίλο μου, είναι εδώ απέναντι, είναι τόσο δύσκολο να καταλάβετε τι θέλω να πω;»
«Ηρεμήστε, θα πω στον γιατρό να σας κάνει μια ένεση».
«Δε θέλω να ηρεμήσω, θέλω να μιλήσω στον φίλο μου. Και ή θα τον φωνάξετε ή θα σηκώσω το νοσοκομείο απ’ τις φωνές».
«Ηρεμήστε. Πού είπατε ότι είναι ο φίλος σας;»
«Εδώ απέναντι, σ’ έναν θάλαμο απέναντι».
«Απέναντι;»
«Θα τον φωνάξετε ή θα βάλω εγώ τις φωνές;»
«Απέναντι είναι ο νεκροθάλαμος κύριε. Και ευτυχώς δεν έχουμε κανέναν εκεί».