Κυριακή 10 Ιουλίου 2011

Η «απόπειρα» του pirandello

Όταν έφτασα το πρωί, το πρώτο που μου έκανε εντύπωση ήταν που άκουσα τη μηχανή του αυτοκινήτου να δουλεύει. μετά διαπίστωσα ότι ο pirandello δεν ήταν εκεί κι ένας μακρύς σωλήνας ήταν προσαρμοσμένος στην εξάτμιση. Ο σωλήνας διέσχιζε την αυλή και έμπαινε στο σπίτι από ένα μικρό άνοιγμα που ο pirandello το είχε μπουκώσει με κάτι πετσέτες και άπλυτα. Αμέσως ο νους μου πήγε στο κακό, εσείς τι άλλο θα σκεπτόσασταν; Άρχισα να φωνάζω και να χτυπάω την πόρτα με τις γροθιές μου. Τότε άκουσα ένα μουγκρητό απ’ το θυροτηλέφωνο που έλεγε μάλλον τα εξής: «δεν έχεις κλειδιά;»
Αυτό με καθησύχασε κάπως γιατί τουλάχιστον τον είχα προλάβει ζωντανό, δόξα νά ‘χει ο Θεός… άνοιξα με τα κλειδιά μου και μπήκα. Παρατήρησα πως ο σωλήνας που έμπαινε απ’ το άνοιγμα διέσχιζε το υπόγειο - η πόρτα της εισόδου είναι στο υπόγειο γιατί το σπίτι είναι χτισμένο πάνω στα θεμέλια ενός παλιού αυθαίρετου, έτσι η πόρτα έπεσε χαμηλά - και ανέβαινε τις σκάλες για πάνω. Καθώς έστριψα στο κεφαλόσκαλο τα αέρια της εξάτμισης μου έκοψαν την ανάσα και χρειάστηκε να βγάλω το πουκάμισό μου και να το χρησιμοποιήσω σαν μάσκα… «γιατί;», σκεφτόμουν ενώ πάσχιζα να πάρω μια ανάσα, «γιατί να θέλει ν’ αυτοκτονήσει;»
Μπήκα στον κυρίως χώρο. Η κάπνα κάλυπτε τα πάντα και δεν έβλεπα μπρος μου. Κοντεύοντας να σκάσω διέσχισα στα τυφλά το δωμάτιο και σκουντουφλόντας δεξιά κι αριστερά έφτασα επιτέλους στην τζαμαρία, την έσπρωξα και άνοιξε, δεν ήταν κλειδωμένη, απλώς την είχε σπρώξει εκεί.
Καθαρός αέρας φύσηξε απ’ τη θάλασσα. κι η ατμόσφαιρα, αν και η εξάτμιση κάτω δούλευε ακόμα, καθάρισε. Σκέφτηκα πως αν δεν είχα ταραχτεί τόσο θα ‘χα σκεφτεί να γυρίσω το κλειδί, δεν το σκέφτηκα όμως. Και τότε βρέθηκα μπροστά σε μια έκπληξη. Ο pirandello καθόταν στην πολυθρόνα που κάθεται συνήθως . Μπροστά του στο ένα μέτρο ο σωλήνας ξερνούσε τα ασφυξιογόνα αέρια αλλά αυτός καθόταν ατάραχος και με κοίταζε. Κι ενώ εγώ κόντευα να σκάσω απ’ τις αναθυμιάσεις εκείνος ήταν μια χαρά, ορεξάτος και υγιέστατος. Με τη μάσκα έδειχνε σαν διασωληνομένους βέβαια, αλλά έτσι είναι αυτές οι μάσκες.
Πρώτα πήγα και έκλεισα τη μίζα. Μετά, συγκρατώντας τον θυμό μου, άνοιξα όλα τα παράθυρα να παρασύρω την κάπνα.
«Είσαι τρελός; τον ρώτησα, «τι καμώματα είναι τώρα αυτά;»
«Έκανα άσκηση», είπε ο pirandello. «Πρέπει να μάθουμε να ζούμε μ’ αυτά τα πράγματα».