Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011

Ευμετάβλητος pirandello

«Πάλι άλλαξες γνώμη;», τον ρώτησα. «Ναι», είπε ο Pirandello, «το να είναι κανείς σταθερός στις ιδέες του, δε λέει τίποτα σήμερα». Είχε δίκιο σ’ αυτό. «Και θα κάνεις πάλι αναγγελία;», επέμεινα. «Με πιέζεις», είπε εκείνος, «δεν έχω αποφασίσει τίποτα». Τον είδα μετά που βγήκε και κάπνιζε έξω, καθόταν εκεί έξω και κάπνιζε αρκετή ώρα. «Θα πουντιάσεις», του είπα κι εκείνος με ακολούθησε δίχως αντίρρηση. Όταν ο Pirandello δε φέρνει αντιρρήσεις κάτι σοβαρό του συμβαίνει. «Τι διάολο έχεις;», ρώτησα πάλι. Εκείνος αναστέναξε κι έπεσε βαρύς στην καρέκλα του: «σκέφτομαι το μέλλον», είπε.
«Και πού κατέληξες;», τον ρώτησα το μεσημέρι, πριν φύγω. «Πουθενά», είπε εκείνος, «δε μπορείς να ‘σαι ποτέ σίγουρος με το μέλλον». «Θα πτωχεύσουμε;», είπα γιατί αυτό μ’ έκαιγε εμένα. Ο Pirandello με κοίταξε απορημένος, «γιατί να πτωχεύσουμε;», έκανε. «Καλά δεν ακούς τις ειδήσεις;», ξαφνιάστηκα εγώ. «Ακούω», είπε, «αλλά δε βλέπω κανέναν τέτοιο κίνδυνο, δε συμφέρει κανέναν να πτωχεύσουμε». Ο κόσμος έξω είναι ανάστατος, θα βγούνε μαχαίρια», είπα. «Βλακείες», είπε εκείνος, «δεν παλεύεται με μαχαίρια αυτή η δουλειά, τι τους πέρασες; Τίποτα ξεβράκωτους;» «Και τι εννοείς;», έκανα εγώ, «ότι θα κάτσουμε έτσι και δε θα κάνουμε τίποτα;» «Τι να σου πω, δε βλέπω φως», είπε ο Pirandello, «διανύουμε σκοτεινές μέρες».