Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Οι αΰπνίες του Pirandello

«pirandello, pirandello»“», φώναζα αλλά τίποτα. Με τα πολλά μου άνοιξε. «Είσαι καλά;», τον ρώτησα, «ανησύχησα». «Δεν υπήρχε λόγος», είπε εκείνος, «κοιμόμουν». «Συνήθως ξυπνάς άγρια χαράματα, τρέχει τίποτα;», τον ρώτησα πάλι. «Τίποτα», είπε ο Pirandello, «δε μ’ έπιανε ύπνος το βράδυ και κοιμήθηκα το πρωί». «Ουφ», έκανα εγώ.
<»Γιατί τέτοια έννοια;», με ρώτησε όταν βάλαμε να πιούμε καφέ, «φοβάσαι μη μείνεις άνεργος;» «Είσαι αγνώμων», είπα, «εγώ νοιάζομαι για ‘σένα, δεν έρχομαι εδώ για τα φράγκα». «Αυτό μ’ αρέσει σε ‘σένα», είπε ο Pirandello. «Να δω πώς θα περάσεις τον μήνα τώρα, δεν υπάρχει μία».
«Τι εννοείς; Ξέμεινες;» «Όχι εγώ», είπε εκείνος, «η πατρίδα». Εγώ ξεφύσησα πάλι ανακουφισμένος. «Το θέμα είναι να μην ξεμείνουμε κι εμείς», έκανα χιουμοράκι… με την ψυχή στο στόμα όμως.
«Το ίδιο κάνει», είπε ο Pirandello, «άμα δεν έχει να πληρώσει η πατρίδα δε θα ‘χω κι εγώ». «Ναι, αλλά εσύ έχεις, έτσι δεν είναι;», ρώτησα. «Έχω», είπε. «Δεν ξέρω όμως για πόσο».
«Απόψε νομίζω πως δε θα κοιμηθώ ούτε εγώ», είπα.