Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011

Οι ανησυχίες του pirandello

Ο Pirandello έδειχνε κουρασμένος, ήταν πολύ άκεφος και με δυσκολία κρατούσε τα μάτια του ανοιχτά. Επόμενο ήταν, τόσες μέρες στο πόδι. «Όλα εντάξει να υποθέσω;», τον ρώτησα όπως γυρίζαμε. Δεν απάντησε. Όταν φτάσαμε στο σπίτι τον ξαναρώτησα: «αισθάνεσαι καλά;» και κούνησε το κεφάλι του. Σκέφτηκα μήπως είχε κάτι άλλο, κάτι που δεν ήξερα… αλλά ό,τι κι αν ήταν τέλος πάντων, αν ήθελε να το έλεγε.
«Καλύτερα να μην έρθεις μέσα», μου είπε στην πόρτα. «Έχω ανάγκη από ύπνο». «Μήπως είσαι άρρωστος;», ρώτησα. «Όχι, όχι», έκανε, «κάτι σκέφτηκα εκεί που ήμασταν και με ζώσανε τα φίδια». Απόρησα, ο Παπαντρέου παρέδωσε, δεν υπήρχε λόγος ν’ ανησυχεί». «Δεν καταλαβαίνω», του είπα.
Μου έκανε νόημα να μπω μέσα και τον ακολούθησα. Πήγαμε κατευθείαν στο γραφείο του και ο Pirandello μου είπε να κλείσω τις πόρτες και τα παράθυρα. Μετά τον είδα που αποσύνδεσε το τηλέφωνο. «Φοβάμαι», είπε και μου έδωσε ένα τσιγάρο απ’ τα δικά του, μια κίνηση που δεν κάνει ποτέ. «Τι διάολο φοβάσαι;», ρώτησα κι έκατσα απέναντι, «είσαι άρρωστος;»
Ο Pirandello κάπνιζε σιωπηλός και ξεφυσούσε τον καπνό σαν τσιμινιέρα. Για ένα ολόκληρο λεπτό περίμενα, περίμενα ύστερα άλλο ένα, τίποτα. Σηκώθηκα να φύγω.
«Να, αυτός ο Παπαδήμος», ψιθύρισε. Ξαφνιάστηκα. «Τι; Ούτε αυτός σου αρέσει;»
«Όχι, δεν είναι αν μ’ αρέσει ή όχι, δεν καταλαβαίνεις… είναι αυτός λένε που μας έβαλε στην ΟΝΕ». «Τα ξέρω αυτά, τα άκουσα», είπα. «Και πού το κακό; Εμένα μου φάνηκε πολύ σοβαρός». «Κι εμένα», ομολόγησε. «Τότε; Τι σκέφτεσαι;», ρώτησα.
«Κι αν είναι άνθρωπος της Goldmansachs τίποτα;», είπε και με ζώσανε και ‘μένα τα φίδια. Πήγα πίσω και κρέμασα τα ρούχα μου. Μετά κάθισα ξανά στην καρέκλα μου, να το σκεφτούμε μαζί, ήταν ανησυχητικά τα πράγματα.