Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Το τέλος κι ο Pirandello.

«Δόξα τω Θεώ», είπε ο pirandello και σηκώθηκε απ’ το τραπέζι. Τι σ’ έπιασε; Εσύ δεν επικαλείσαι ποτέ τον Θεό». «Απόψε είναι αλλιώς, φάγαμε ένα πιάτο φαΐ, ήπιαμε το κρασί μας…», κοίταξε το ρολόι του, «… και μας απομένουν και λίγες ώρες ζωής». «Σκοπεύεις να τα τινάξεις;» «Δεν έχει να κάνει με το τι σκοπεύω εγώ, είναι να μη σ’ έχει βάλει κανένας στο μάτι… πας ας πούμε έναν περίπατο, όπως εγώ το πρωί, στραβοπατάς… και αυτό ήταν, πέφτεις και σπας το κεφάλι σου, πολύ θέλει;» «Φάγαμε, ήπιαμε και τώρα θες να μου το βγάλεις απ’ τη μύτη, έτσι;» Όχι, πίστεψέ με δεν είχα τέτοια πρόθεση». Τότε τι είναι αυτές οι σπαζοκεφαλιές που λες;» «Ανέφερα ένα τυχαίο παράδειγμα, μπορεί να μη στραβοπατήσεις, μπορεί να πέσεις από τη σκάλα, να πατήσεις μια μπανανόφλουδα, να σκοντάψεις στο χαλάκι του μπάνιου…» «Κατάλαβα», είπα, «αν είναι να πας θα πας από πέσιμο». «Δεν είναι απόλυτο, μπορεί να σε βαρέσει αυτοκίνητο, να σε βαρέσει το ρεύμα, να σε βαρέσει κάποιος μ’ ένα ξύλο στο κεφάλι, μπορεί να στη βαρέσει και να πέσεις απ’ το παράθυρο… θέλω να πω πως υπάρχουν ένα σωρό τρόποι για να τα τινάξει κανείς». Θα μου πεις επιτέλους γιατί τα σκέφτεσαι όλα αυτά;» «Για το τέλος του κόσμου, εσύ γράφεις μυθιστορήματα, να μην προτείνω κι εγώ κάτι;»