Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Οι «προβατοποιημένοι» κι ο pirandello.

Στο τέλος του 13 η εθνική κατάθλιψη βάρεσε κόκκινο. Ήταν ότι η κυβέρνηση θα έβγαζε τα σπίτια μας στο σφυρί; Ήταν το μετεωρολογικό που χτυπούσε το καμπανάκι; Ήταν η ανεργία; Μάλλον ήταν όλα αυτά μαζί. Εν ολίγοις είχαμε ξεπεράσει τα όριά μας και τώρα ερχόταν η κατάρρευση. «Δε σε καταλαβαίνω…», πήγα να πω κάτι. «Εγώ θα επιμείνω», είπε ο pirandello και χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι. «Θα επιμείνω έστω κι αν δεν υπάρχει κανένας να με διαβάζει». «Δεν εννοούσα αυτό…», προσπάθησα να του πω. «Θα επιμείνω ακόμα κι αν έχω να κάνω με προβατοποιημένους που λες κι εσύ», είπε. «Επ’ ευκαιρία μου άρεσε πολύ αυτή η προσέγγιση. Αλλά θα επιμείνω ακόμα κι αν πρόκειται για ηλιθίους», φώναξε. «Αν ήθελες να με προσέξεις θα σου ήμουν υπόχρεος», είπα. «Ξέρω τι θα μου πεις, ότι φταίει η κρίση και τέτοια. Αλλά εγώ θα σου πω ότι την κρίση τη δημιουργούν οι άνθρωποι, με τη στάση τους». «Κοίταξε», είπα, «δε μιλάμε για το ίδιο θέμα… νομίζω». «Δεν έχει σημασία το θέμα», είπε ο pirandello, «σημασία έχει ότι δε μιλάει κανένας, για τίποτα». «Μα τώρα τι κάνουμε, δε μιλάμε;», ρώτησα. «Μιλάμε», είπε, «δεν εννοώ εμάς». «Ποιους εννοείς;» «Τους προβατοποιημένους. Αυτά τα ζώα». «Πάλι δε σε καταλαβαίνω, δε βλέπεις τι γίνεται; Τι θέλεις να κάνουν οι άνθρωποι;» «Βλέπω ότι δεν κάνουνε τίποτα, έχουν μπει στη σειρά για τα κρεματόρια, έχουν παραδοθεί στην τύχη τους, δεν είδες προχθές;» «Είδα», είπα. «Απ’ την άλλη τι να κάνουν; Να βγουν στο δρόμο με τα τσεκούρια;» «Σιγά τα αίματα», έκανε ο pirandello. «Είναι άξιοι της τύχης τους». «Τους κατηγορείς αλλά δεν προτείνεις τίποτα, εσύ, τι έκανες;» «Δε συζητάμε για τα προσωπικά μας τώρα, εσύ άλλωστε ξέρεις πολύ καλά τι έκανα». «Ξέρω. Αλλά δεν έχουν όλοι τις ίδιες ευκαιρίες. Ούτε μπορούν ν’ αντισταθούν, δεν έχουν ηγέτες… ή έχουν αλλά αυτοί κοιτάνε τον εαυτό τους, πώς θα πιάσουνε ένα στασίδι στη Βουλή». «Γιατί δε συνασπίζονται στο διαδίκτυο; Δεν έχουν σύνδεση;» «Φοβούνται. Φοβούνται και τη σκιά τους. Και οι πιτσιρικάδες πίνουν φραπέδες στις καφετέριες… είναι ανίκανοι, αυτά τα πράγματα θέλουν κότσια». «Άρα έχω δίκιο, συμφωνείς». «Συμφωνώ. Αλλά δε θέλω να το παραδεχθώ». «Ούτε εγώ θέλω να το παραδεχτώ. Γι’ αυτό βγαίνω απ’ τα ρούχα μου. Και όπως βλέπεις δεν τα βάζω με τους κυβερνώντες, με τον κόσμο τα βάζω, αυτός φταίει». «Δε φταίει μωρέ. Αφού άλλα του λένε και άλλα κάνουν». «Και πότε θα το μάθει αυτό; Γιατί δεν οργανώνεται; Γιατί δε βγάζει ένα κατεβατό που να λέει τι θέλει; Γιατί δε ζητάει απ’ τον πολιτικό να κάνε εκείνο που θέλει; Τι είναι τα κόμματα που αποφασίζουν για τον ένα και τον άλλο;» «Δεν έχει νόημα γιατί πάλι θα τους κοροϊδέψουν και θα κάνουν άλλα» «Τότε μαύρο, δεν το ξέρουν το μαύρο; Ως πότε θα εκμεταλλεύονται αυτοί οι επιτήδειοι τις ελπίδες τους;» «Να σου πω, γιατί δεν πολιτεύεσαι;» «Να πολιτευτώ; Λες;» «Λέω». «Να πολιτευτώ. Αλλά με ποιο κόμμα να πάω;» «Να φτιάξεις δικό σου. Ξυπνιός είσαι, μουστάκι έχεις, θα τα καταφέρεις». «Λες;» «Λέω» «Και πώς κάνει κανείς ένα κόμμα;» «Εσύ δεν είσαι σαν τους άλλους, εσύ θα το κάνεις διαδικτυακά, θα πρωτοπορήσεις». «Ωραίο ακούγεται. Και πώς να το πω;» «ΣΤΑΝΗ. Το κόμμα των προβατοποιημένων. Απαλλάσσεσαι κι απ’ τους φόρους». «Λες;» «Λέω».