Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Η «ανακούφιση» του pirandello.

Ο pirandello έριξε μια ματιά πάνω απ’ το κεφάλι μου, στο τελάρο. «Κι η ιστορία συνεχίζεται» είπε. Συνέχισα να κάνω τη δουλειά μου. Εκείνος πήρε μια καρέκλα και έκατσε παράμερα κάπως, να βλέπει. «Μην πεις τίποτα» είπα χωρίς να γυρίσω να τον κοιτάξω. «Δεν είχα σκοπό» είπε και άναψε τσιγάρο. Ύστερα σηκώθηκε και πήγε κι έφερε κι ένα τασάκι. Δεν του έδωσα σημασία… αν κι αυτό μάλλον δε γίνεται. «Πώς σου φαίνεται; Ρώτησα στο τέλος. «Όπως τα άλλα» είπε αδιάφορα. «Πώς να μου φαίνεται;» «Ναι» είπα, «μπορεί να μοιάζει. Αλλά είναι διαφορετικό». «Φυσικά και είναι διαφορετικό» έκανε πάντα απαθής, «εφόσον δεν το ελέγχεις». «Το ελέγχω» απάντησα προσπαθώντας να δείχνω σίγουρος. Εκείνος άπλωσε το χέρι του και κάτι έδειξε. «Αυτό» είπε στυφά, «τι χρώμα είναι;» «Δεν έχει σημασία» είπα αποφεύγοντας ν’ απαντήσω, «λίγο με απασχολεί αν είναι μαύρο ή άσπρο, παίζω με τις υφές, τις υφές και το φως». «Δεν έχει καθόλου καλό φως εδώ που δουλεύεις» έκανε. «Αν δε βλέπεις άνοιξε το παράθυρο» του είπα εγώ κι εκείνος πήγε και το άνοιξε. Ύστερα ξαναγύρισε και έριξε μια πιο σχολαστική ματιά. «Εδώ» είπε κι έδειξε πάλι, «αυτό το σημείο είναι εντελώς αδούλευτο». «Ούτε αυτό έχει σημασία» είπα κι έβαλα τα εργαλεία στην άκρη. «Ήρθες να μου χαλάσεις τη μέρα;» «Με ρώτησες πώς μου φαίνεται. Θες ή δε θες να σου λέω;» «Θέλω. Αλλά επί της ουσίας». Ο Pirandello έξυσε το κεφάλι του. Ύστερα έβγαλε τα γυαλιά του και τα καθάρισε. Μετά τα φόρεσε ξανά κι έσκυψε πάνω στον πίνακα. «Δηλαδή θες να πεις πως υπάρχει κάποια ουσία σ’ αυτόν τον πίνακα;» «Πάντα κάτι είναι εκεί. Και κάτι είναι πιο ουσιώδες από κάτι άλλο». «Κι αυτό πώς το ξεχωρίζει ένας αδαής;» «Με προσοχή. Με προσπάθεια. Με το να συγκεντρώσει το μυαλό του στον πίνακα». Τον ένιωσα να προσπαθεί να συγκεντρωθεί. Κρατούσε μέχρι και την ανάσα του. «Μπορείς ν’ αναπνέεις» του είπα, «δε χρειάζεται να σφίγγεσαι». «Τίποτα» είπε ο Pirandello. «Δεν πιάνω τίποτα». «Καλά» είπα βλέποντας την απελπισία του. «Μπορεί να μην έχει ακόμα κάτι να πει». «Δηλαδή δε φταίω εγώ. «Δεν είναι απαραίτητο, μπορεί ο συγκεκριμένος κώδικας να ‘ναι ακατάληπτος. Ή ακόμα και λάθος». «Δηλαδή να μην είναι καλός ο πίνακας;» «Ας πούμε πως μπορεί και να μην πέτυχε» Ο Pirandello ξεφύσησε και έκατσε ξανά στην καρέκλα του. «Χαίρομαι» είπε. «Ανακουφίστηκα». «Εγώ πάλι καθόλου» είπα. Και συνέχισα να δουλεύω.