Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2016

Αποφθεγματικός Pirandello.

Μα που ήσουν τόση ώρα, γιατί δεν σηκώνεις το τηλέφωνο ρώτησα γεμάτος ανησυχία, νόμιζα ότι πέθανες. Είχα δουλειές, δεν μπορώ ν’ απαντάω κάθε τόσο στα τηλέφωνα. Απ’ ό,τι ξέρω δεν σε παίρνει κανένας τηλέφωνο είπα, εκτός από μένα. Κι αυτό όταν χρειάζεται. Μα δεν είσαι εδώ συνέχεια για να ξέρεις αν χτυπάει ή όχι αυτό το διαβολοτηλέφωνο, είναι εξοργιστικό, προσφορές, μου κάνουν συνέχεια προσφορές. Να βάλεις αναγνώριση κλήσεων, δεν μπορώ να τρέχω κάθε τόσο να βλέπω αν ζεις ή αν πέθανες. Πρέπει ν’ απαλλαγείς απ’ αυτή την έννοια. Και δεν είναι δικό μου θέμα αν ανησυχείς εσύ με οτιδήποτε, από πού κι ως που να πεθάνω, δεν είμαι άρρωστος. Οι άνθρωποι πεθαίνουν για ψύλλου πήδημα είπα, μπορεί να σου έρθει μια λιποθυμία και να πέσεις να τσακιστείς… μπορεί να γλιστρήσεις στο μπάνιο, μπορεί… ένα σωρό πράγματα μπορεί. Κουταμάρες. Δεν είμαι μικρό παιδί για να προσέχεις μην πέσω, τι βλακείες είναι αυτές; Τέλος πάντων, μπορείς να βάλεις και διαφορετικό κουδούνισμα όταν σε καλώ, έτσι θα καταλαβαίνεις ότι είμαι εγώ. Όχι, όχι. Λέω μάλιστα να καταργήσω εντελώς το τηλέφωνο, δεν το χρειάζομαι. Το τηλέφωνο το έχουν οι άνθρωποι για κάποια ανάγκη, δεν το ’χουν για πλάκα. Γι’ αυτό ακριβώς το αγνοώ. Παράδειγμα, τι ήθελες να μου πεις στο τηλέφωνο; Ήθελα να τσεκάρω κατά πόσο είσαι καλά. Γιατί; Είχα κάτι το πρωί; Όχι. Αλλά απ’ το πρωί ως το βράδυ… Ορίστε, αυτό εννοώ. Είχες εσύ μια ανησυχία και ήθελες να τη φορτώσεις σε μένα. Από ενδιαφέρον σε πήρα τηλέφωνο. Το ξέρω. Η ουσία όμως είναι ότι ήθελες να βγάλεις από πάνω σου την ιδέα. Μα έτσι κάνουν οι άνθρωποι, παίρνουν ένα τηλέφωνο και ρωτάνε αν είναι ο άλλος καλά. Εσύ δεν έχεις τηλεφωνήσει ποτέ για να μάθεις αν κάποιος είναι καλά; Ωραία, με πήρες τηλέφωνο, σου είπα ότι είμαι εντάξει και ησύχασες. Μετά; Θα με παίρνεις κάθε πέντε λεπτά; Όχι, αφού θα έβλεπα ότι είσαι καλά γιατί να σε ξαναπάρω; Γιατί μπορεί να έπεφτα και να τσακιζόμουν μετά Να μπερδευόμουν στο καλώδιο του τηλεφώνου και μπαμ. Εσύ θα κοιμόσουν και εγώ θα ήμουν σέκος. Τέλος πάντων είπα, δεν θα σε ξαναπάρω, κατάλαβα. «Μα τι είναι αυτά που γράφεις;» ρώτησε ο Pirandello, «πότε κάναμε αυτή τη συζήτηση;» «Ποτέ» είπα, «τη σκέφτηκα. Δεν είχα δουλειά, εσύ δεν μιλάς…» «Και γιατί δεν έβαλες εισαγωγικά;» «Για να διαφέρει απ’ αυτά που λέμε πραγματικά». «Μα δεν θα διαβάζετε». «Σε νοιάζει;» «Όχι, δηλαδή… μάλλον όχι». «Τότε να το ανεβάσω». «Ανέβασέ το. Και σ’ ευχαριστώ που ενδιαφέρθηκες αν είμαι καλά». «Την ώρα μου πέρναγα… δεν είχα τι άλλο να κάνω». «Το ξέρω» είπε ο Pirandello. «Αλλά μερικές φορές αυτό που σκεφτόμαστε βγαίνει και στα γραφτά».