Ο pirandello από καιρό σχεδίαζε ένα πάρτυ, ήθελε όμως να το κάνει με τέτοιο τρόπο που να μείνει αξέχαστο.
Ήθελε να το οργανώσει στην παραλία, να νοικιάσει μια παραλία με ομπρέλες και να δεχθεί τους φίλους του εκεί, μια μέρα χωρίς κάποιο ιδιαίτερο νόημα.
Ήθελε σαν να λέμε να δεξιωθεί όλους του τους γνωστούς κι άρχισε ένα πρωί να τους απαριθμεί, έναν έναν. Στο τέλος εκείνης της μέρας είχε φτιάξει έναν μακροσκελή κατάλογο, όταν όμως έκανε την καταμέτρηση του φάνηκαν απελπιστικά λίγοι, για μια ζωή.
Σκέφτηκε μετά τι είδους δικαιολογίες θα έβρισκαν όλοι για να μην έρθουν.
Σκέφτηκε πόσο πολύ θα είχαν αλλάξει όλοι αυτοί που θα έρχονταν.
Σκέφτηκε πόσο πολύ είχε αλλάξει ο ίδιος.
Θα ήταν ένα πάρτυ που θα έκανε ένας άλλος για άλλους σκέφτηκε στο τέλος και τελικά δεν το έκανε.