Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2008

Ο Παράδεισος του pirandello

Ο pirandello άπλωσε το χέρι του απ’ τη βεράντα να πιάσει την πρωινή βροχή. Ήταν κάτι σαν ράντισμα, κάτι δίχως ίχνος, απόλυτα ήσυχο και δροσερό, δεν μπορούσε να το δει μα το ένοιωθε, μπορούσε να το εισπνεύσει στον αέρα που ήταν υγρός και μύριζε γιασεμί.
Ένα πουλί πέταξε χαμηλά και τα σκυλιά γάβγισαν, μια υδρορροή έσταζε κάνοντας εκείνο το χαρακτηριστικό ήχο που κάνουν οι υδρορροές, σαν ρολόι που ‘χει χάσει τον χρόνο του. Τα κάγκελα ήταν βρεγμένα, οι πολυθρόνες υγρές, το τραπέζι είχε μαζέψει σε κόμπους πάνω του την υγρασία της νύχτας. Σε λίγο θα ξημέρωνε κι όλο αυτό… άλλη μια φορά θα χανόταν.
Κάποιο φως άναψε κάπου απέναντι και του φάνηκε πως άκουσε ομιλίες. Μετά άκουσε μια πόρτα που άνοιξε και αμέσως ύστερα έκλεισε. Περίμενε λίγο και άκουσε μια άλλη πόρτα ν’ ανοιγοκλείνει κι αυτή, μετά τη μηχανή ενός αυτοκινήτου. Το αυτοκίνητο κινήθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση κι ο θόρυβος έπαψε.
Ο Pirandello πήρε μια βαθιά ανάσα, σαν να ήθελε να κρατήσει αυτόν τον Παράδεισο μέσα του. Μετά ξαναμπήκε στο σπίτι, έκλεισε την μπαλκονόπορτα κι άφησε τον Παράδεισο άλλη μια φορά να χαθεί.