Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009

Τα “έπεα πτερόεντα” κι ο pirandello

Ο pirandello με κοίταξε κάπως στραβά σήμερα όταν με είδε που τον περίμενα. Ποιός ξέρει τι είδε στη φάτσα μου και κατάλαβε πως θορυβήθηκα, «ηρέμησε αγαπητέ μου» μου είπε, όλα υπό έλεγχο», αντί να καθίσει στο τραπέζι του όπως κάθε πρωί όμως, πήρε τον καφέ του και με κάλεσε μαζί του στην τραπεζαρία.

«Καθίστε φίλε μου» μου πρότεινε, «σας δίνω άδεια σήμερα. Είναι άδικο να δουλεύει κάποιος μια τόσο όμορφη μέρα».

Γέλασα για να του δείξω ότι κατάλαβα το αστείο του και μετά πήρα τα χαρτιά μου και κάθισα απέναντί του περιμένοντας εντολές.

«Σοβαρά το λέω» έκανε ο Pirandello, «δεν μπορεί έξω να ‘ναι μια τόσο όμορφη μέρα κι εμείς εδώ να τη χαραμίζουμε παριστάνοντας τους σοβαρούς».

Προσπάθησα να ψυχανεμιστώ αν μιλούσε σοβαρά ή αν αστειευόταν γιατί αυτό είναι κάπως δύσκολο να το καταλάβεις με τον Pirandello, συνήθως λέει άλλα κι άλλα εννοεί.
Εκείνος έκανε μια μεγαλόπρεπη κίνηση κι έσπρωξε τα χαρτιά μου στην άκρη, «οι ανοησίες μπορούν και να περιμένουν« είπε και σηκώθηκε.

Πήγε και στάθηκε στο παράθυρο κοιτάζοντας τη θάλασσα. Εκείνη έκανε προβατάκια στ’ ανοιχτά, ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος κι ο ήλιος είχε ήδη ανέβει ψηλά. Έσπρωξε με το χέρι του το τζάμι κι ένας δροσερός αέρας εισέβαλε στο δωμάτιο σηκώνοντας τα χαρτιά μου απ’ το τραπέζι, στέλνοντας μερικά να κάνουν μια βόλτα στο πάτωμα. Έσκυψα αμέσως κι άρχισα να τα μαζεύω αλλά την ίδια στιγμή άλλα χαρτιά βρίσκονταν ήδη εν πτήση.
Ένα απ’ αυτά προσγειώθηκε ανάμεσα στα πόδια του. Έκανα να το πιάσω αλλά εκείνος το πάτησε.

«Είδατε αγαπητέ μου;» ρώτησε, «η φύση δεν δίνει δεκάρα για το τι θεωρούμε εμείς σημαντικό, γι’ αυτήν αυτό το χαρτί πρέπει να βρίσκεται εδώ κι όχι εκεί που το βάλατε».

«Μα είναι ο λογαριασμός του ρεύματος» είπα.

«Ακόμη καλύτερα» κάγχασε ο Pirandello, «ίσως μας προτρέπει ν’ ασχοληθούμε με την αιολική ενέργεια».