Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009

Το “ταξιδάκι” του Pirandello

Έβρεχε καταρρακτωδώς και με το που φθάσαμε τρέξαμε να προφυλαχτούμε κάτω από ένα υπόστεγο. Μόλις που ξημέρωνε και στην αποβάθρα δεν ήταν κανείς, ούτε καν τρένο.
«Τι ήρθαμε να κάνουμε εδώ;» ρώτησα. Μ’ έτρεχε μες τη νύχτα κι ούτε ήξερα τι θα κάνουμε και γιατί, τα συνηθίζει κάτι τέτοια.
«Μα θα πάρουμε το τρένο» είπε με μια τεράστια απορία στα μάτια, «τι άλλο κάνουν οι άνθρωποι στους σταθμούς;»
Κοίταξα γύρω μου. δεν υπήρχε τίποτα, ούτε κάποιος να ρωτήσει κανείς, μόνο εγώ κι αυτός κάτω απ’ το υπόστεγο, να τρεμουλιάζουμε σαν κοτόπουλα και δεν το βρήκα καθόλου ευχάριστο αυτό.
Δηλαδή θες να πεις πως υπάρχει κάποιο δρομολόγιο τέτοια ώρα;» ρώτησα για να σιγουρέψω πως δεν θα καθόμασταν να περιμένουμε τζάμπα.
«Ασφαλώς και θα υπάρχει δρομολόγιο» είπε με μια φοβερή σιγουριά, «τα τρένα πάντα φεύγουν στην ώρα τους».
Η απάντηση δεν με ικανοποίησε, «και για να ‘χουμε καλό ‘ρώτημα… πού θα πάμε ακριβώς» ρώτησα. .
«Θα εκδράμουμε» είπε κι ένοιωσα τα πόδια μου να λύνονται, «»σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη».
Υπήρχε ένα πέτρινο παγκάκι πιο ‘κει και πήγα και κάθισα. Εκείνος βημάτιζε νευρικά πάνω - κάτω και που και που μου έριχνε και μια ματιά. Χαμογελούσε κι έδειχνε χαρούμενος, σαν μικρό παιδί. Πέρασε έτσι αρκετή ώρα. Εγώ δεν μίλαγα αλλά ήξερα πως δεν υπήρχε τρένο. Ήταν ένας έρημος σταθμός, μπορεί να ‘χε να χρησιμοποιηθεί χρόνια, αυτό έδειχναν τα χόρτα στις ράγες, οι σοβάδες που έπεφταν, το υπόστεγο που έσταζε από παντού.
«Τι κάνετε εσείς οι δύο εδώ;» άκουσα ξαφνικά μια φωνή. Κάποιος είχε εμφανιστεί απ’ το πουθενά, κάποιος που έδειχνε να είναι από ‘κει.
«Μα περιμένουμε το τρένο» είπε ο Pirandello, «ξέρετε μήπως τι ώρα έχει το επόμενο τρένο;»
«Το επόμενο;» έκανε ο άλλος σαν να μην πίστευε στα αφτιά του, «για το επόμενο δεν ξέρω, το προηγούμενο ήταν όμως πολλά χρόνια πιο πριν. Αργήσατε μάλλον».
Δίχως άλλη κουβέντα κατευθύνθηκα εκεί που ‘χαμε αφήσει το αυτοκίνητο. Ύστερα από λίγο τον άκουσα να τρέχει ξοπίσω μου.
«Σαν ιδέα ήταν καλή όμως» είπε σαν να μην έτρεχε τίποτα, «πρέπει να το παραδεχτείς. Τι καλύτερο θα κάναμε σπίτι τέτοια ώρα, μου λες;»
«Το ήξερες» είπα έξαλλος, «ήξερες πως δεν θα περνούσε ποτέ από ‘δω τρένο».
«Η αλήθεια είναι πως το ‘ξερα» είπε. «Αλλά ζήσαμε έτσι ένα μέρος του ταξιδιού, χωρίς να ταλαιπωρηθούμε με αυτά τα πήγαινε – έλα. Ζήσαμε για λίγο αυτή την αναμονή… κι αν δεν είχε εμφανιστεί εκείνος ο φύλακας…»
Τι θα γινόταν αν δεν ερχόταν ο φύλακας;»
«Θα ζούσαμε λίγο ακόμη το όνειρο φίλε μου» είπε, «το άγνωστο».