Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

Οι «κότες» κι ο Pirandello



«Συνάντησα τον ταχυδρόμο όπως ερχόμουν και μου ‘δωσε αυτό», είπα μπαίνοντας αλλά αμέσως το ξέχασα, «τι κάνεις εκεί;», ρώτησα έκπληκτος. Ο Pirandello είχε στοιβάξει όλα τα έπιπλα στο άλλο δωμάτιο και σφουγγάριζε μανιωδώς με μια βρώμικη, ελεεινή μάπα. «Δε βλέπεις;», μου είπε χωρίς να σταματήσει, «αλλάζω τρόπο ζωής».
Δεν είχε πουθενά να καθίσω κι έτσι παρέμεινα όρθιος με το δέμα στα χέρια. Αλλά κι εκεί ήρθε σύντομα να με διώξει με τη μάπα, «πήγαινε στην κουζίνα», μου είπε, «μη στέκεσαι μες στα πόδια μου».
Πήγα έφτιαξα καφέ και περίμενα να τελειώσει. Σε λίγο ήρθε κι αυτός και μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω στον κήπο. Εκεί ήταν ένα κλουβί, τυλιγμένο όπως - όπως με κοτετσόσυρμα. Πριν προλάβω να ρωτήσω μου είπε να βάλω ένα χεράκι να το βάλουμε μέσα. Το κουβαλήσαμε λοιπόν, εκεί που ήταν πριν το σαλόνι.
«Κοτέτσι στο σαλόνι;», ρώτησα, «δε σε καταλαβαίνω, από πού κι ως πού σου ήρθε αυτό πάλι;» «περιμένω μια κότα αυτές τις μέρες», μου εξήγησε δήθεν.
«Κότα;», έκανα, «τι κότα;» «Απ’ αυτές που πάνε πέρα - δώθε και κακαρίζουν, τι κότα θέλεις να περιμένω;»
«Μάλιστα», έκανα. «Θα αγοράσω πουλερικά, κουνέλια κι άλλα ζωντανά και θα γίνω ένας ελεύθερος άνθρωπος», είπε ο Pirandello, «δε θα ‘χω κανέναν ανάγκη. Θα βάλω νυχτερινό ρεύμα και θα το κάνω εδώ μέσα εκκολαπτήριο, οι κότες θα γεννοβολάνε κι εγώ θα διακινώ τα αυγά… δηλαδή εσύ, θα ζούμε σαν κανονικοί άνθρωποι, τέρμα οι κουλτούρες κι η πολιτική, πρέπει να δούμε πώς θα επιζήσουμε της επερχόμενης καταστροφής. Τι είπες πως έφερε ο ταχυδρόμος;», ρώτησε μετά. Του έδειξα το δέμα κι αυτός το πήρε και το άνοιξε. «Επιτέλους», είπε και μου έδειξε το βιβλίο, λεπτό σε σχήμα τετραδίου. «Αυτή την κότα περίμενες;», ρώτησα διαβάζοντας πάνω - πάνω τον τίτλο, «γι’ αυτήν έφτιαξες το κοτέτσι;»
«Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω γι’ αυτήν», είπε ο Pirandello, «το λιγότερο. Αλλά ήταν μόνο η αφορμή». Μετά άνοιξε στην τύχη το βιβλίο της Παυλίδου και διάβασε: Το σπίτι

Η οικοδομή που κατοικώ είναι του τριάντα,
μετά από αψιμαχίες, διαπραγματεύσεις και έξοδα
παραδόθηκε στην ανακαίνιση,
κουκουλώθηκε με κόκκινο
στην αγκαλιά της σκαλωσιάς,
εργάτες ξαφνικά μπροστά σου,
παραθυρόφυλλα κλειστά.
Χάθηκε η μέρα,
συγχωνεύτηκε με τη νύχτα της ζωής μας,
αδιαμαρτύρητα βούλιαξε το φως της στο σκοτάδι μας
κι εμείς την αποδεχτήκαμε,
σαν ξεφτισμένο όνειρο της παιδικής μας ηλικίας,
πληρωμένο ακριβά.

"Τι σου έλεγα; Είναι καλή", είπε, "παρ' το να το διαβάσεις"... και μου το έδωσε.